Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

M as Malpensa express

Κάθεται μπαίνοντας δεξιά, ζωγραφίζει με τα παστέλ του. Έχει μαλλιά σγουρά, ολίγον μακριά, οι μπούκλες του μου θυμίζουν τα μαλλιά που έχει ο Davide όχι της Valentina, αλλά του Michelangelo. Επιδερμίδα σταρένια. Είναι cool, ολίγον βαριέται. Δεν ξέρω αν το κόλπο του μπαμπά του, αυτό με τα παστέλ θα πιάσει, έχουν και 40 λεπτά μπροστά τους. Εκείνος πάλι, είναι cool,καθαρά cool, ιταλικά.
Παστέλ? Οκ, παστέλ. Προς το παρόν! Αύριο θα είναι i phone!
Μπαίνει εκείνη, κατάξανθη, αυτό που πλησιάζει στο λευκόχρυσο, στάχυ κάτω από τον ήλιο. Φοράει μια στέκα υφασμάτινη στα μαλλιά της, καρουδάκι ροζ αχνό με λευκό, έχει κι ένα λουλουδάκι από το ίδιο ύφασμα, αυτό της ποδιάς του νηπιαγωγείου. Καλή επιλογή, πιασιάρικη, φωνάζει την αθωότητα. Επιδερμίδα ανοιχτόχρωμη, μαγουλάκια κατακόκκινα. Φουστίτσα που φωνάζει σκανδιναβικό folklore και μπλουζάκι κόκκινο με άσπρα λουλουδάκια. Κανονικά δεν ταιριάζουν, αν ζούσε στο Βερολίνο θα το λέγαμε στυλ επιμελώς ατημέλητο, ύπουλα cool. Επειδή είναι μόνο τεσσάρων και έρχεται από την Κοπεγχάγη, θα το πούμε σκανδιναβικό country style ίσως και shabby chic! Κάθεται μπαίνοντας αριστερά. Τα ποδαράκια της δε φτάνουν καν στην βαλίτσα που έχω σφηνώσει ανάμεσα μας. Κοιτάει τη μαμά της για βοήθεια, εκεί απέναντι, σε απόσταση ενός καθίσματος και 50 εκατοστών κάθεται ο Davide που κανονικά είναι Mattias. Αλληλοκοιτάζονται, τώρα τι? Πώς?
Τα παστέλ, τα παστέλ θα μας σώσουν!
Της τείνει μια χουφτίτσα που χωράει 3 μολύβια και ένα χαρτί. Εκείνη θα το πάρει. Αρχίσαμε καλά. Αρχίζει να ζωγραφίζει, κατευθείαν ρε παιδί μου, εγώ πάλι, θα το κοιτούσα το άσπρο χαρτί μέχρι να μου μιλήσει. Εκείνη πάλι, είναι απορροφημένη, το χρειαζόταν απελπιστικά αυτό το χαρτί.
Ο Davide – Mattias δυσανασχετεί ολίγον. Κάτι της λέει στα ιταλικά, τον κοιτάει με τεράστια απορημένα μάτια, γαλανά του βορρά, αλμυρά. Δεν καταλαβαίνει, του λένε αυτά.
Μμμμ! Γαλλικά? Τη ρωτάει...
Ο μεσόγειος, δε μασάει! Που θα πάει κάπου σε κάποια γλώσσα θα συνεννοηθούν, μπορεί όχι στη γλώσσα του Dante και των αγγέλων, μπορεί στη γλώσσα του Αστερίξ και του ζου,ζου,ζου....κάτι πάντως θα της ζουζούνισει και θα πιάσει πανηγυρικά!
Προσοχή!!!
Να μου τα δώσεις μετά πίσω, της λέει!
Γαλλικό το περιτύλιγμα, στακάτο το περιεχόμενο, παγερό σαν ατσάλι, όλα κι όλα να μην ξεχνιόμαστε, στα έδωσα τα παστέλ επειδή το θέλησα εγώ, εγώ!! Και τα θέλω πίσω, τ’ακούς? Τ’ακούς εσύ κεκαλυμμένη αθωότητα??
Εκείνη πάλι που δεν έχει κάνει μαθήματα διαχείρισης μεσογειακού ταμπεραμέντου στο νηπιαγωγείο, μόνο κάτι λίγα ξέρει γι’αυτήν τη χώρα που τη σέρνει η μαμά της, λίγα πολύ λίγα κι ότι έχει τα πιο τέλεια παγωτά του κόσμου, συναινεί κουνώντας το κατάξανθο κεφαλάκι της πάνω κάτω.
Αφού καθορίστηκαν οι ρόλοι, πάνω κάτω και πλαγίως, τα παστέλ θα κυλήσουν και θα χωθούν ανάμεσα στα καθίσματα, η βροχή θα πέφτει καταρρακτωδώς εκεί έξω στον κόσμο των μεγάλων, αλλά εδώ μέσα σ’ αυτό το άχρονο και άτοπο τρένο που κανονικά μεταφέρει τους μεγάλους από το σημείο Α στο σημείο Β σε πεπερασμένο χρόνο, ο χρόνος θα σταματήσει να παίζει ρόλο και ο διάδρομος, το βαγόνι θα γεμίσει Clara και Mattias, Mattias και Clara. Θα ακούσω τις στάσεις στα ιταλικά, μετά στα γαλλικά και μετά στα δανέζικα, θα ακούσω τις λέξεις να περνάνε από το Μεδιολάνο, στο Παρίσι και να καταλήγουν στην Κοπεγχάγη.
Κάποια στιγμή εκείνη θα τον κλοτσήσει, παρασυρμένη από το παιχνίδι, ο σκανδιναβικός χαρακτήρας δεν έχει προλάβει ακόμη να καλύψει τον αυθορμητισμό της. Η μαμά της θα της ζητήσει, στα δανέζικα, να ζητήσει συγνώμη.
Η Κλάρα όμως θα αρνηθεί πεισματικά, θα κουνάει νευρικά πάνω κάτω τα πόδια κρατημένη με τα μικροσκοπικά χεράκια της από τα καθίσματα. Θα αντιστέκεται σ’αυτήν την παράξενη γλώσσα με τα πολλά κάπα. Εκείνος θα την κοιτάζει με κάτι μάτια μελιά πράσινα και θα περιμένει να παραλάβει αυτό το συγνώμη σε κάποια γλώσσα που καταλαβαίνει. Θα το παραλάβει τελικά στα γαλλικά τους. Θα την πιάσει από το χέρι και θα κατεβούν από το άτοπο στη Μαλπένσα. Από το άχρονο θα μεταφερθούν στις 28 Απριλίου του 2009. Εκείνη θα φύγει στη Κοπεγχάγη. Εκείνος? Δεν ξέρω...όπου έχει αποφασίσει ο μπαμπάς του.
Είναι όμως cool, αργότερα 33 Φλεβάρηδες μετά, είμαι σίγουρη ότι θα αποφασίζει για πάρτη του. Εκείνη θα πάει στη γοργόνα του Βορρά, στα σάντουιτς τα πολυώροφα με σολωμό, στη σιγουριά του σκανδιναβικού design.
Μπορεί 33 Φλεβάρηδες μετά, σε κάποιο τρένο express να του δώσει πίσω τα παστέλ.
Μπορεί, magari, peut – etre, maske, may be.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

T as Tassos

Τη γνώρισε στην κλινική του Ορέστη Αλεξανδρίδη. Ήταν το καινούριο φρούτο. Κάτι του είπαν...να την αγαπάει, κάτι ότι θα κάνουν παρέα, κάτι πάντως του είπαν, κάτι....υποθέτω θα την κοίταξε με σαστισμένα μάτια, υποθέτω ότι δεν πολυκατάλαβε τι ακριβώς του είπαν τότε!
Μια χαρά κατάλαβε όμως λίγο αργότερα ότι θα ήταν μεγάλος μπελάς αυτό το νέο φρούτο, όταν αυτό το φρούτο ετών, προνηπιακής ηλικίας, του έσκισε όλη μα όλη όμως τη συλλογή γραμματοσήμων ΤΟΥ, ΤΟΥ! Αυτά δε γίνονται! Κι όμως έγιναν. Έγιναν και πολλά άλλα. Πώς δεν την έσφαξε τότε παραμένει ένα μυστήριο, θα είχε και τα δίκια του, εν βρασμώ ψυχής, κ. δικαστά μου...κι όλα θα επέστρεφαν στο προηγούμενο status kwo!
Αμ το άλλο, «Στρατέγκο» πάνε να παίξουν, εκείνη από τα νεύρα της, ένα που δεν είχε στρατηγική, δύο που όλο της έβρισκε τη σημαία, είχε να κοιτάει και το χαρτί με το τι σήμαινε κάθε πιόνι, ε...του τα ισοπέδωνε όλα στο πάτωμα...κορίτσι...αυτός δεν είχε παραγγείλει κορίτσι!
Εμ στη «ναυμαχία»...άλληηηη καταστροφή της Σαλαμίνας! Εκείνη νεύρα πάλι, που τα έκρυβε όμως κι εκείνος ο άτιμος...ναύαρχος Μιαούλης, αλλά κι αυτή... Λασκαρίνα, βρήκε ένα κόλπο, πολύ απλά δεν έστηνε όλα τα πλοία πάνω στη βάση, βρε Α5, βρε Γ8, βρε, δεν πας να ξετινάξεις όλη την αλφάβητο πού να το βρεις το τιμημένο το πλοίο, αφού δεν το’χε καρφιτσωμένο στο πλατώ??? Η που...νιά, με το συμπάθιο, μόνο εκεί της βγήκε! Εξαντλήθηκε στη «ναυμαχία».
Εκείνος πάλι, λίγα χρόνια αργότερα «εξάντλησε» όλη την πολυκατοικία στο heavy metal, αν υπάρχει μια πολυκατοικία, παρακαλώ δώστε λίγη προσοχή, λέω...αν υπάρχει μια πολυκατοικία που να έχει γαλουχηθεί, να έχει εντρυφήσει, να παίζει στα δάκτυλα, λέμεεε, τους Metallica, είναι η δική τους! Γνωρίζει με τα μικρά ονόματα τους Iron Maiden, έχουν τσαταλιαστεί τα νεύρα της από το «Alexander the great», δε λέω επικό κομμάτι, έκανε και την προπαγάνδά του με το αζημίωτο, αλλά εμείς στην οικοδομή δεν απλώναμε μπουγάδα στα σκοινιά, απλώναμε τα τσαταλιασμένα μας νεύρα, όλα τα τζάμια τρίζανε, τότε δεν είχαμε και τα διπλά, τα ηχομονωτικά, όλο το μέγαρο σειότανε για 8 λεπτά και 37 δεύτερα!
Όταν σε άλλα σπίτι ακούγανε Duran Duran και Wham, σ’ εκείνου ακούγανε πειρατικά 97,3 Μουσικό Δίαυλο. Όταν άλλα κοριτσάκια ξεφυλλίζανε Manina, εκείνη χάζευε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του H. Newton με τα κορίτσια της διπλανής πόρτας, call me Linda Evangelista or Cindy Crawford, αναρτημένες πάνω από το κρεβάτι της. Κάποιοι γονείς προσπάθησαν εναγωνίως να αντιληφθούν τι ήταν αυτό το μηχάνημα που ζητούσε πεισματικά το καμάρι τους, ακόμη θυμάμαι το βλέμμα τους, κάτι θέλει να μου πει το παιδί, αλλά δεν το πιάνω και δεν έχει να κάνει ούτε με Όμηρο, ούτε με Αριστοτέλη, ούτε με σχέδιο Μάρσαλ, τους πέταξε τα πτυχία στο καναβάτσο...ε είδε και αποείδε εκείνος ότι εκείνοι δε σκαμπάζανε με τη λογική εξήγηση, το γύρισε στο συναίσθημα, κάτι κροκοδείλια δάκρυα κύλησαν από τις ματάρες του, αυτή τις λατρεύει παρεμπιπτόντως, τους τίναξε και το λογαριασμό, του το πήρανεεεε.
Το πρώτο αυτό που πήρανε, ήταν Amstrad και δούλευε με κασέτες, το πρώτο ηλεκτρονικό παιχνίδι που έπαιξε εκείνη ήταν το, A view to a kill!
Κάποια στιγμή εκείνος έκανε κι ένα επικό πάρτυ, στοίβαξαν τα έπιπλα σ’ένα δωμάτιο, στοίβαξαν και καμιά 80αριά άτομα στο σπίτι, χώρια οι ξέμπαρκοι χυμένοι στα μπαλκόνια, είπανε και το happy birthday, έσβησε τα κεριά του, ετοίμασε τις βαλίτσες του, πήρε την υποτροφία του, πήρε τη βίζα του και πέταξε. Ήταν το 1994. Τα τζάμια δεν ξανατρίξανε.
Το δεύτερο που πήρανε ήταν ένα Atari. Σεπτέμβρης, περασμένα μεσάνυχτα, εκείνη γύρισε από τη ΔΕΘ, όπου δούλευε στη γραμματεία, κάθισε στην πορτοκαλί βαμμένη καρέκλα, διάβασε προσεκτικά τις χειρόγραφες του οδηγίες, πήρε βαθιά ανάσα, πάτησε το ON, άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο του dial up και βούτηξε!
Σήμερα που εκείνη έχει πλέον περάσει τα 33, εκείνος θα περάσει τα 33 και άλλα 5. Θα σβήσει τα κεράκια του μαζί με την όμορφη Ελένη του Σικάγο, τη δική του Ελένη, το δικό μας Ελενάκι.
Για όλους εσάς, τους φίλους μου, είναι ένα πολύ καλό παιδί, ένα εξαιρετικό μυαλό, ένα πρόσχαρο αγόρι, είναι ο Τάσος που ζει εδώ και χρόνια στην Αμερική και μεγαλουργεί. Για εμένα όμως είναι η κάθε μέρα μου, είναι οι δύο συλλαβές που έχω προφέρει πιο συχνά στη ζωή μου, είναι το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει οι γονείς μας, όχι ΤΟΥ, όπως ξεχνιέται καμιά φορά και μου λέει: «έμενα οι γονείς μου»...με μια φωνή Παναγιά μουυυυυ, τα παίρνω τότε κι εγώ και τον διορθώνω «Μας! Οι γονείς ΜΑΣ». Ναι, καμιά φορά τσιτώνουμε, οκ, κάνουμε τα καλύτερα μπιζέλια εver!, κάνουμε και φακές, οι δικές του βγάζουν φύτρες!! Λατρεύουμε και οι δύο τα ποτήρια του whisky, οκ, είναι πανάκριβα, τα έχουμε σαν παιδιά μας, αλλά είναι διαφορετικά, όπως κι εμείς!!! Τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι!!
Θα μου επιτρέψετε να επανέλθω, εξάλλου τον λένε Αναστάσιο! Και είναι μια Ανάσταση από μόνος του!

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

T as Theo

Τον πρωτοείδα σε άλμπουμ φωτογραφικό, στο σπίτι της γιαγιάς μου, το 33 τότε φάνταζε απλησίαστο. Εκείνος, στέκεται χαμογελαστός ανάμεσα στον μπαμπά του και τη γιαγιά του, την Ελληνίδα γιαγιά του, έφηβος. Φοράει ένα μπλουζάκι ριγέ, και χαμογελάει, τον λούζει το άσπρο καλοκαιρινό φως, στέκονται στο μπαλκόνι της δικής του ανεμελιάς. Έχει καταπράσινα μάτια. Αυτά τα μάτια, τα χαμογελαστά θα τα δω δια ζώσης, τον Ιούλη του 1991. Με θυμάμαι να κάθομαι στον καναπέ του, απόγευμα και να τρώω παγωτό, έξω γκρι, πρέπει να ψιλοψιχάλιζε. Αυτό. Δύο ώρες και μετά πίσω στην τρύπα του μετρό για να γυρίσουμε στην εστία με τον Τάσο.
Εκείνος θα πάει για μεταπτυχιακό στην Αγγλία, θα περάσει καλοκαίρια στα νησιά της Ελλάδας, θα στήσει εταιρίες. Εγώ απλά θα μεγαλώνω. Συναντιόμαστε σποραδικά, γύρω από στενά οικογενειακά τραπέζια. Όλοι μεγαλώνουμε, φαγητό παρηγοριάς, φαγητό με ονομασία προέλευσης, το φτιάχνει η νύφη της γιαγιάς μου, η δική μου μαμά. Πιπεριές Φλωρίνης, πιπεριές πράσινες, τυρί, μπόλικο λάδι. Μυσταγωγία! Αυτό το φαγητό που είναι το δώρο της μαμάς μου στον μπαμπά, που έμαθε να το κάνει ίδιο με τη δική του μαμά, αυτό το φαγητό που για το δικό μου μπαμπά είναι όλες οι παιδικές του αναμνήσεις, είναι πια και οι οικογενειακές αναμνήσεις του Τεό, του Τάσου και δικές μου.
Αναμνήσεις από δω κι από κει, η βάφτιση της δικής του Μαρίας, η Ζουλιέτ να πλατσουρίζει στη θάλασσα, χταπόδια μέσα σε φουσκωτές πισινούλες, η Κατρίν βράδυ να καπνίζει σε μια βεράντα. Εκείνος να μουλιάζει στη θάλασσα, κρατημένος από το ίδιο φουσκωτό στρώμα με τον μπαμπά μου, να μιλάνε με τις ώρες, μέσα στον ήλιο, κάτω από αυτόν τον ίδιο ήλιο που ζεσταίνει την ίδια στιγμή κι ένα ορεινό χωριό στη δυτική Μακεδονία.
Με παίρνει τηλέφωνο απόγευμα Σαββάτου, έχει εδώ και καιρό περάσει τα 33. Άλλοτε με πετυχαίνει να γυρνάω από το πανεπιστήμιο, άλλοτε να περπατάω στην παραλία. Εκείνες τις στιγμές νιώθω σ’αυτήν τη γενέθλια πόλη μια άλλη ασφάλεια, είναι το άκουσμα της φωνή του. Εγώ εδώ, εκείνος στο Παρίσι, δυο κινητά, δυο ζωές, εκείνος να σταματά ότι κι αν κάνει και κάνει πολλά, εγώ εδώ, περασμένα τα 33, να ζω το χρόνο διαφορετικά.
Διαφορετικά. Πήλιο. Μπίρες. Δεκαπενταύγουστος. Ένα αυτοκίνητο που σταματάει σ΄έναν παρισινό δρόμο.
Με περιμένει εκεί, στο Παρίσι του. Προς το παρόν συναντιόμαστε στη Θεσσαλονίκη μας. Πάντα με πειράζει. Του έχω μεγάλη αδυναμία, νομίζω κι αυτός. Βλέπει σ’εμένα πράγματα που εγώ δε βλέπω, νομίζω ότι το παρακάνει, είναι είπαμε τα γυαλιά της αδυναμίας. Έφτασε χτες βράδυ αργά, με ρωτάει «θα συναντηθούμε ή θα πας κάπου αλλού», αυτό το αλλού δεν είναι απλό αλλού, είναι γαλλικό, τσαχπίνικο, γεμάτο υπονοούμενα.
«Πουθενά», του λέω. «Είμαι κουρασμένη, θα κοιμηθώ».
«Καλά, καλά», και το τραβάει. «Πες τώρα με ποιον θα βγεις!».
«Ρε», του λέω «θα πέσω να κοιμηθώ».
«Εσύ;» μου λέει. «Εσύ! Αποκλείεται». Φαντάζεται, με το γαλλικά επηρεασμένο μυαλό του, ουρές αρσενικών να παρελαύνουν και καμαρώνει για την ξαδέρφη του. Κούνια που τον κούναγε..
Sms μέσα στη νύχτα θα μου στείλει ο αθεόφοβος, από Καλιφόρνια, περιστοιχισμένος από τις γυναίκες της ζωής του, με συμβουλές που δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί σας. Η κοσμοθεωρία μας ολίγον διαφέρει. Διαξιφιζόμαστε πάνω από τραπέζια που φιλοξενούν irish coffee. Τα επιχειρήματα πέφτουν βροχή. Όπως θα πέσουν και σε λίγη ώρα από τώρα. Ετοιμάζομαι να τον συναντήσω, μου υποσχέθηκε να περάσει παραπάνω από μια νύχτα στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη μας που σήμερα και για τρεις μέρες δε θα με πονάει καθόλου!
"Δε σε βρίσκω ποτέ σπίτι", θα πει και θα αφήσει την πρόταση μετέωρη στον αέρα. Γαλλικά μετέωρη. Μπορεί η ζωή να είναι μετέωρη, αλλά εκείνος αποτελεί μια από τις σταθερές μου, σταθερά, πολύ σταθερά, πανηγυρικά!

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

K as Kitsa

Τη γνώρισα πριν λίγες μέρες. Είχαμε ραντεβού στο κέντρο. Είχα αργήσει. Είχαμε πρόβα για καλύμματα. Είχαν ήδη προηγηθεί άλλοι δύο. Έπαιζε σοβαρά και νούμερο τέσσερα, αυτό το τέσσερα με εντυπωσίασε με μια πατέντα. Παρόλα αυτά, παρά το αβαντάζ της πατέντας, που έκανε το «θρόνο» της να τρίξει στιγμιαία, εγώ είχα ραντεβού με εκείνη.
Συναντηθήκαμε στην είσοδο. Πώς γυρνάς σ’ένα πολύ οικείο πρόσωπο, σ’ένα πρόσωπο που κανονικά βλέπεις πρώτη φορά στη ζωή σου; Γίνεται, να είναι οικείο; Γίνεται. Πρωί, στο κέντρο, σ’αυτόν το δρόμο που τα αυτοκίνητα πάνε ανάποδα και με συγχύζει φοβερά, σ’αυτόν το δρόμο με το καυσαέριο, τη φασαρία, τις κρεμασμένες, σαν σε χέρια αγκιστρωμένα, τσάντες κάθε μεγέθους και φίρμας, που διασχίζουν βιαστικά το πεζοδρόμιο, εν έτη 2009, συνάντησα εκείνη. Ανήκει στη συνομοταξία των αγγέλων του Βιμ Βέντερς.
Ένιωσα την ανάγκη να την περιποιηθώ, πώς περιποίησε κάποιον? Τον τρατάρεις! Τσακίστηκα να κατέβω τις σκάλες, τσακίστηκα να πάρω ζάχαρες άσπρες, μαύρες, canderel, τσακίστηκα το νερό να είναι παγωμένο, τσακίστηκα να ανέβω τις σκάλες, να κάνω γρήγορα, γιατί οι σκάλες την κουράζουν, κι εκείνη τις ανέβηκε για μένα, ήρθε να με συναντήσει όπου χρειαζόταν, no matter what!
Είναι αγορομάνα. Εκείνοι με διδακτορικά, εκείνη δυναμική, ράβει, έχει ένα βλέμμα με όλη τη σοφία του κόσμου, έχει διδακτορικό στη ζωή, έχει και πολλή αγάπη. Τώρα πια έχει μόνο εκείνους και τα παιδιά εκείνων. Ο μεγάλος της λείπει χρόνια σ’αυτήν την άλλη ήπειρο που φιλοξενεί το ίδιο αίμα με το δικό μου. Γνωρίζει, έχει νιώσει στο πετσί της το σύνδρομο του αεροδρομίου, του αεροδρομίου που είναι χώρος ιερός, άβατο. Έχει ζήσει το Σικάγο με μείον 25, εγώ πάλι μόνο μείον 17. Έχει ένα παράπονο, δεν τους αγαπάνε όσο θα ήθελε εκείνη.
Βέβαια τους αγαπάνε, απλά με άλλον τρόπο από το δικό σου, της λέω. Τους αγαπάνε και τους φροντίζουν, μ’έναν άλλο τρόπο, μ’έναν άλλο κώδικα. Νιώθει να εκμεταλλεύονται την καλοσύνη τους, με κοιτάει με μάτια παραπονεμένα.
Η καλοσύνη τους, της λέω, δε χάνεται, δεν πετιέται, γυρνάει μέσα στη νέα οικογένεια που εκείνοι έχουν φτιάξει, τη μαλώνω τρυφερά, τρυφερά γιατί είπαμε είναι Βεντερικός άγγελος με ανθρώπινες αδυναμίες, αλλά και μ’ένα μυαλό ξουράφι.
Εγώ τη μαλώνω τρυφερά και βουρκώνω, εκείνη μου επιστρέφει λόγια βάλσαμο στην ψυχή, λόγια που είχαν ραντεβού μαζί μου, 33 Φλεβάρηδες μετά.
Όταν την αγκαλιάζω...
Όταν την αποχαιρετάω...
Αν δεν την έλεγαν Κίτσα, εγώ θα την έλεγα Μαρία ή Χριστίνα.
Φοράει παντελόνια κι όμως είναι γλυκιά σα μέλι. Σ’αυτήν τη ζωή μένει στο κέντρο, στην Αγίας Σοφίας.
Θα έρθω για καφέ! Να ‘ρθεις, μου λέει.
Σήμερα έχω ραντεβού μαζί της, γι’αυτά τα κοινότοπα, τη μούφα επαγγελματική συνάντηση. Και όχι, δε θα τη στήσω!

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

T as Timur

Σεπτέμβρης του 1997. Via Maggio, δεύτερος όροφος, ψηλοτάβανος. Κάθεται ξανθομπουμπούρης σ’ένα θρανίο άνετος άνετος. Γάλλο τον κόβω. Μόλις έχουμε τελειώσει ένα μάθημα στην τεχνολογία των υλικών, ανάθεμα αν κατάλαβε κανείς τίποτα πλην των ιθαγενών. Κλαίω τα λεφτά των γονιών στο super express φροντιστήριο εκμάθησης της ιταλικής πίσω στο βορρά. Βορράς κι εδώ πιο ψηλά, αναγέννηση...μυρίζει παντού στον αέρα.
Πρώτοι καφέδες στα διαλείμματα, Santo Spirito, εκείνος παίρνει πανίνο με μελιτζάνα, εγώ διάγω ακόμη τη φάση της ντροπαλοσύνης και αρκούμε στους καπουτσίνους! Δε μιλάμε ακόμη. Τον παρατηρώ. Είναι γελαστός και εξωστρεφής. Τον παρατηρώ και εκεί έξω από το ανάκτορο των Μεδίκων, στέκεται και μιλάει με φόντο την τεράστια καφέ πόρτα του Palazzo Pitti. Τον παρατηρώ, ξέρω από ένστικτο ότι θα γίνει φίλος μου.
Εκεί λοιπόν στην κεκλιμένη πλατεία, ο κατά φαντασία Γάλλος, έγινε... o Timur από τη Σμύρνη με γιαγιά Θεσσαλονικιά. Το αγαπημένο μας παιχνίδι έγινε να αφαιρούμε από ελληνικές λέξεις το τελικό –ι, το καϊκί έγινε καίκ, το μπουρέκι, μπουρέκ και πάει λέγοντας σε σημείο η Γιούλη να πιστεύει ακράδαντα ότι καλύτερα συνεννοούμαι μ’εκείνον παρά μ’εκείνη!
Συνεννοούμαστε με τα μάτια. Βλέπουμε τον Τιτανικό και νομίζουμε πως η piazza della Signoria έχει πλημμυρίσει. Στη σχολή, όταν σχεδιάζουμε, βγαίνουμε στο διάδρομο με τα τραπέζια μονταζιέρες, δε μας αρέσει ο συνωστισμός στην τάξη. Σχεδιάζουμε όρθιοι, το πάτωμα έχει τερακότα, παλιά, ο εσπρέσο μοσχοβολάει, το παζάρι περιμένει. Μαζί θα πάρουμε τα μαξιλάρια για το σαλόνι της μαμάς μου, εκείνος διαλέγει τα χρώματα, μαζί θα πάρουμε τις μπλούζες που θα ταξιδέψουν στην άλλη ήπειρο, μαζί θα πάμε στις Cascine. Παντρεύεται η αδερφή του πίσω στη Σμύρνη, μας φέρνει δαντελένιες μπουμπουνιέρες, χειροποίητες, τις έχει κάνει η μαμά του. Το σχέδιο μου είναι απίστευτα οικείο, η γιαγιά μου πλέκει με την ίδια ευαισθησία, η γιαγιά μου είναι από την Κωνσταντινούπολη.
Ο καφές είναι πάντα ελληνοτουρκικός. Στο σπίτι που μοιράζεται με τρεις θεοπάλαβους Ιταλούς, θα χτυπήσει το τηλέφωνο και ο Timur θα μιλήσει με τον Zeffirelli, αυτοπροσώπως, ψάχνει τον ηθοποιό συγκάτοικο, αυτόν που μένει στο πατάρι του μπάνιου και τρώει και το κατακάθι του ελληνοτουρκικού καφέ!
Το 2003 πάλι τον Σεπτέμβρη, ένα τηλέφωνο κινητό θα χτυπήσει, δεν είναι ο Φράνκο, αλλά εγώ! Θα χαθώ στην αγκαλιά του, σούρουπο στην Ασιατική ακτή, κατεβαίνοντας από το καραβάκι που διασχίζει το Βόσπορο. Εκείνα τα χέρια φτερούγες ανοιχτές...Θα μ’αποχαιρετήσει σ’ένα ταξί βιαστικά, απλά σα να μην ξέρουμε πώς δεν ξέρουμε πόσο καιρό, πόσα χρόνια θα κάνουμε πάλι να ανταμώσουμε, θα πούμε καληνύχτα έτσι απλά, σα δυο στενοί φίλοι που θα συναντηθούν μέσα στις επόμενες μέρες.
Αυτές, τις «επόμενες» μέρες, τις μετράω τώρα ανάποδα, ζω και αναπνέω για να πιω τον καφέ μου μαζί του στο Santo Spiritο, δε θα είναι καπουτσίνο αλλά caffe’ Macchiato, εκείνος είμαι σίγουρη θα πάρει πανίνο με μελιτζάνα, θα λέμε για τα απλά, τα καθημερινά σα να είμαστε στο lunch break. Κι εγώ που έχω ήδη κλείσει τα 33, μαζί του θα γυρίσω πίσω στη Φλωρεντία της νιότης μας, και θα μας δω καθισμένους στο Cabiria να ονειρευόμαστε, να γελάμε, να κλέβουμε λεπτά από το μάθημα με τον Antonio, τη Laura, μαζί του θα κλέψω πάλι στιγμές ανεμελιάς και θα τις αφήσω πάλι εκεί να μας περιμένουν, έτσι απλά μέχρι το επόμενο lunch break.

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

S as for Sonia

Τη γνώρισα Ιούνη του 1998. Μπήκε στο σπίτι μου στη Φλωρεντία, θα έπαιρνε το δωμάτιο μου, το 2,10 Χ 4 μέτρα, με το τεράστιο παράθυρο. Στη ζωή μου μπήκε κανονικά τον Απρίλη του 1999.
Μπορεί τα έπιπλα στην έκθεση του Μιλάνο να μη τα θυμάμαι, αλλά ποτέ δε θα ξεχάσω την ολονυκτία μαζί της. Ξαπλωμένες στο κρεβάτι της Γιώτας, κοιτώντας το ταβάνι στα 3,50 μέτρα από τις μύτες μας, δε κλείσαμε μάτι από την κουβέντα. Σ’ενα βράδυ χωρέσαμε τις ζωές μας ολόκληρες, μπρος πίσω και τ’ανάπαλιν! Μ’έβγαλε νοκ ουτ....ως αυθεντική Αθηναία...άλλες αντοχές! Το κλικ έγινε με τα ξύλινα παντοφλάκια scholl, είμαστε και οι δύο τρελές και παλαβές για αυτά! Όπως και για την Candy Candy, όπως και για πολλά άλλα.
Εκεί στη Φλωρεντία στο teatro verdi, μια αγγλοκορεατισούλα ήρθε να μας μιλήσει επειδή μιλούσαμε ελληνικά, μάλλον πολύ γρήγορα και πωρωμένα! Στο Βερολίνο, πάνω σ’ένα αραγμένο καράβι μπαρ, μια γερμανίδα ήρθε να μας πει πως της φτιάξαμε τη γκρι μέρα της γιατί μας έβλεπε να γελάμε! Στην Κοζάνη μου γνώρισε τον Mr. Darcy και το Facebook! Στην Αθήνα μου γνώρισε το πιο ωραίο κίτρινο που έχω δει στη ζωή μου....!!!! Το είχε στην κουζίνα της. Η κουζίνα της μοσχοβολάει πάντα κέηκ σοκολάτα με γλάσο γυαλιστερό. Αν δεν είχα τη μαμά μου, θα ήθελα να την είχα μαμά!
Λατρεύω να τη συναντώ στα αεροδρόμια. Πετάει τη σκούφια της για ταξίδια....αυτή και μόνο αυτή θα έκανε το ράλι Βαρκελώνη – Αθήνα μέσα σε μια κόκκινη Alfa Romeo, καθισμένη οκλαδόν, a mother to be, πάντα cool, να οργανώνει το πού θα φάμε, πού θα πάμε, τι θα δούμε. Αντέχει, άντεξε και στο Prado, όπου μας έκανε την πιο ωραία ξενάγηση της ζωής μου, Duracell ακόμη κι όταν εγώ η φυγόπονη τους άφησα παρέα με τον Goya και πήγα στο καφέ του μουσείου παρέα με τους εσπρέσο. Η Σόνια εκεί!
Η Σόνια εκεί, πάντα εκεί, σε όλα τα δύσκολα, εκεί. Στο σπίτι τους το καινούριο, νιώθω παιδί. Έχω τον καναπέ μου, ανοίγω το ψυγείο, βγάζω έναν κουβά παγωτού από την κατάψυξη και το τρώω με το κουτάλι, αυτό της σούπας. Εκείνοι είναι έξω με φίλους, εκείνη θα με πάρει τηλέφωνο να με ρωτήσει μήπως πεινάω και μήπως θέλω να κάνω ένα τοστάκι, να μου κοπεί η πείνα. Εκείνη θα με ξυπνάει τα πρωινά στη Βαρκελώνη με τη μυρωδιά του εσπρέσο και με την πιο σταθερή, ήρεμη φωνή του κόσμου, «Μαράκι, δώδεκα η ώρα, θα σηκωθείς?» Αδημονεί, αδημονεί να ξεχυθούμε στα στενά του El Barrio, αδημονεί όπως αδημονώ κι εγώ να πάρω στην αγκαλιά μου τον ανιψιό μου, αυτόν που τη φωνή μου ακούει αγέννητος ακόμη, φασολάκι στην κοιλιά της μαμάς του, στις εθνικές όλης της Μεσογείου.
Στη ζωή της Σόνιας άνοιξε χτες το πιο ωραίο παράθυρο! Ο μικρός Ίβηρας θα απολαμβάνει τους πιο ωραίους πίνακες, γιατί η μαμά του ζωγραφίζει τη ζωή με το δικό της μοναδικό τρόπο που δε χωράει σε σχολές και καλλιτεχνικά ρεύματα, θα μάθει να απολαμβάνει τη ζωή με το μοναδικό, ανεπανάληπτο τρόπο της Σόνιας.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

R as Romeo

Τον γνώρισε Ιούνη, 2008. Αυτό και μόνο αυτό κάνει το 2008 την τυχερή της χρονιά. Είναι Ρωμαίος και γεννημένος μια χρονιά που εκείνη νόμιζε πως δε γεννιούνται παιδιά πια. Ευτυχώς όμως εξακολουθούν να γεννιούνται! Εκείνος μετράει τα ντουλάπια, μέτρα.... πεπερασμένα. Αργότερα εκείνη μετράει τους ορόφους που κατεβαίνει το ασανσέρ, μέτρα....στο άπειρο. Δε θέλει να τελειώσουν, ουρανοξύστης έβλαφτε; Είναι το ίδιο ασανσέρ που έμπαινε κάθε Παρασκευή όταν στην ίδια πολυκατοικία έμενε η αδερφή της μαμάς της, και κρατούσε την αναπνοή της μέχρι να φτάσει στον έβδομο, ούσα κλειστοφοβική. Κρατάει την αναπνοή της και τώρα, κατεβαίνοντας από τον πέμπτο...κλειστοφοβία μηδέν. Επιστρέφει εκεί, 20 χρόνια μετά, ως επαγγελματίας. Θα γνωρίσει εκεί, ένα καινούριο χρώμα, το θαλασσί.
Φοράει magenta μπλουζάκι και jean, επιστρέφει στην Καρόλου Ντηλ.Φοράει μπλουζάκι και jean, επιστρέφει στα 25 χιλιόμετρα εκτός πόλης, στη μνήμη της, το μπλουζάκι είναι κατακόκκινο. Τον Αύγουστο, ένα ροζ ανοιχτό, ιβηρικό, πιο ανοιχτό από το χρώμα που παίρνουν τα μαγουλάκια της κι ένα πράσινο του αιγαίου, που στραφταλίζει πιο λίγο από τα μάτια του, θα συναντηθούν στον έκτο.
Ανεβαίνει με το ίδιο ασανσέρ στον έβδομο ουρανό. Ανεβαίνει με το ίδιο ασανσέρ στο porto paradiso. Το ασανσέρ χαλάει. Τα ανεβάζει όλα με τα πόδια. Θα χρειαστεί να τα πάρει όλα κάτω και να τα ξανανεβάσει. Λείπει πολύ μακριά σε άλλη χώρα. Δε θα γκρινιάξει ποτέ. Ούτε που λείπει εκείνη, ούτε που κουβαλάει αυτός.
Ανεβαίνει με το ασανσέρ στον πέμπτο, ανεβαίνουν και δάκρυα στα μάτια. Σταματάει το ασανσέρ, πρέπει να σταματήσουν και τα δάκρυα. Μπαίνει μέσα, χαϊδεύει με το βλέμμα τον πάγκο, είναι λιγουλάκι, τόσο δα, κατά δύο εκατοστά λεπτότερος. Δύο...δύο και τα δικά της σφάλματα. Τα πληρώνει μέρα τη μέρα, όσο χρειαστεί, όσο χρειαστεί.
Είναι ατόφιος σαν την Καλυψώ. Είναι σταθερός σαν τη Μάτα. Είναι κοινωνικός όσο ο Χρήστος. Είναι κομψός σαν τη Σάρα. Είναι δυναμικός σαν την Άννα. Είναι στρείδι σαν τη Μαριάνθη. Είναι γλυκατζής όσο ο Χ –μαν. Είναι ζάχαρη σαν την Αγγελική. Η Β. έχει δίκιο.
33 Φλεβάρηδες μετά εκείνη γνωρίζει, αναγνωρίζει, μαθαίνει να υπομένει...και να λέει καλημέρα.