Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

G as Giota

Τη γνώρισα φέτος, πρώτα από μια επιστολή της. Μου άρεσε η αισιοδοξία μέσα στις λέξεις της. Χαίρετε πάντοτε, έγραφε! Έτσι ξεκινούσε. Χαμογέλασα, είχα μέρες να το κάνω αυτό. Τη γνώρισα λίγο αργότερα. Ξετρελάθηκα με τον τόνο της φωνής της. Με ταξίδευε Ιταλία. Μιλάει ελληνικά, αλλά το σκαμπανέβασμα στην πρόταση είναι ιταλικό, άκρως γοητευτικό και ανόθευτο. Με συγκινούν πολύ οι άνθρωποι που παθιάζονται με αυτό που κάνουν, με το οτιδήποτε. Κι εκείνη ανήκει πανηγυρικά σε αυτήν τη συνομοταξία ανθρώπων. Όταν η Γιώτα μιλάει για τη βιβλιοθήκη που διαβάζει εκεί στη Βενετία, οι γόνδολες περνάνε από κάτω, τα πατώματα είναι terrazzo alla veneziana και το Bellini σε περιμένει, κι ας βρίσκεσαι δυο βήματα από το λιμάνι. Βράδυ στη Βενετία, μμμμμ, υγρασία, ο φωτισμός μέσα στην υγρασία, Φελίνι, ο πιο γοητευτικός λαβύρινθος της ζωής μου. Υπάρχει μια ώρα και είναι πολύ συγκεκριμένη που μέχρι και το Rialto είναι σουρεαλιστικό. Υπάρχει και μια πλατεία, μου τη γνώρισε η Σόνια! Έχω χαθεί κάθε φορά, κάθε χρονιά, κάθε νύχτα που έχω περάσει εκεί. Ωραία!
Πίσω πάλι! Όταν η Γιώτα μιλάει για το Βυζάντιο, εμένα που το Βυζάντιο δε με συγκινεί καθόλου, κάτι αλλάζει μέσα μου. Όταν η Γιώτα μιλάει για τις σταυροφορίες, τη γνωριμία των δυτικών με τους βυζαντινούς και τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία, βάλσαμο στάζει στην ψυχή μου, απογειώνομαι.
Σ’ αυτήν εδώ τη ζωή που μέχρι τώρα έχω υπάρξει πολλές φορές το μαύρο πρόβατο, που σημαίνει ότι έχω κάνει και πολλά λάθη, ή ότι δεν κάνω τα πράγματα με τη συνήθη χρονική σειρά, που σημαίνει ότι πρέπει μερικές φορές να γυρίσω και να τα διορθώσω, που σημαίνει ότι πρέπει να κερδίσω τα προσωπικά μου στοιχήματα, που σημαίνει ότι 33 Φλεβάρηδες μετά, ξεπατώνομαι στο διάβασμα, στις εργασίες και στις εξετάσεις, είναι απίστευτα ωραίο να μπαίνουν άνθρωποι χαρισματικοί στη ζωή σου και να σου ανοίγουν παράθυρα! Αέρας και ήλιος! Όταν τελειώνει το μάθημα της Γιώτας και βγαίνω στο δρόμο πετάω! Θέλω να σηκώσω το τηλέφωνο και να στα διηγηθώ όλα, όλα όσα μας είπε. Όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, τα off the record, που ανταλλάσσουν οι επιστημονικοί ερευνητές σ’εκείνο το ινστιτούτο στη Βενετία και που μερικά, χάρη σ’ εκείνη ταξιδεύουν μέχρι εμάς. Μας τα μεταβιβάζει με συγκίνηση, μεγάλη συγκίνηση, μόνο συγκίνηση και έπαρση καμία. Λατρεύω την ταπεινότητα, δε μου ξεφεύγει ποτέ. Μερικά από τα Σάββατά μου, φέτος, ξεχείλιζαν συναίσθημα.
Ένα τέτοιο Σάββατο συναισθηματικό, τη γνώρισα και με γνώρισε. Μέσα σε είκοσι λεπτά, περιμένοντας ένα μεταφορικό μέσο, δίπλα σε μια θάλασσα που στραφτάλιζε, κοντά σε κάτι τείχη που τα κουρσέψανε μέχρι και Νορμανδοί, γνωριστήκαμε. Μου είπε μια φράση και μου πήρε όλο το βάρος από πάνω μου! Γίνεται? Γίνεται. Αυτήν δε θα σας την πω, δεν υπάρχει λόγος. Φιληθήκαμε σταυρωτά, γρήγορα γιατί έπρεπε να προλάβει, το αεροπλάνο. Θα γράφουμε, είπαμε. Το βράδυ ένα mail με περίμενε. Η Γιώτα έχει βρει μια μαγική πατέντα. Μ’εβγαλε από ένα μεγάλο αδιέξοδο, πώς να απευθυνθείς γραπτώς στην καθηγήτρια σου, σε ποιον τόνο, όταν από την άλλη της έχεις εκμυστηρευθεί τη ζωή σου μέσα σε είκοσι προτάσεις? Τα προσωπικά μας λοιπόν, εκείνη αποφάσισε να μου τα γράφει στα ιταλικά, τα του πανεπιστήμιου στα ελληνικά! Στη γλώσσα λοιπόν των αγγέλων, του Dante και του Bocaccio, μου έγραψε...se sono fiori fioriranno. Κι εγώ από τότε, αγαπούσα που αγαπούσα τον ήλιο, τώρα τον λατρεύω, όπως κι αυτά, σιγά σιγά μαθαίνω να τα ποτίζω και να τους λέω καλημέρα. Παραδοσιακά τα fiori δεν είναι το forte μου. Αλλά η Γιώτα μου το έλυσε κι αυτό, μου είπε se sono fiori fioriranno! Από μόνα τους!!!
Χτες το σκεφτόμουν, αυτό και το άλλο που είπε η Καλυψώ. Ο άνθρωπος φαίνεται μετά το αντίο. Σκεφτόμουν τα αντίο που μου έχουν πει, η Καλυψώ έχει και πάλι δίκιο γιατί είναι ατόφια, σκληρή, απότομη, αλλά ατόφια. Θησαυρός! Το βλέμμα μου έπεσε στη θάλασσα, χτες ήμασταν δίπλα στη θάλασσα, στο μέρος που εγώ αντίκρισα τη θάλασσα για πρώτη φορά. Χτες ήταν σχεδόν μπλε ραφ. Σκέφτηκα την αλμύρα, πώς να ανθίσουνε δίπλα στην αλμύρα, συννέφιασα. Η Peroni δε με παρηγόρησε και τότε το θυμήθηκα...se sono fiori fioriranno, che ne dici tesoro?

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

F as Foula

Δεν μπορώ να θυμάμαι πότε με γνώρισε, μας χώριζε κι εκείνο το τζάμι, αυτό που συντελεί στο να δείχνει τις μικροσκοπικές υπάρξεις ακόμη πιο αδύναμες. Κάποιους μήνες αργότερα, πήγε και ψώνισε φούστα ματζέντα, πουκαμισάκι λευκό. Την κοιτάω στη φωτογραφία, το ύφασμα μοιάζει τόσο τριζάτο. Αναρωτιέμαι αν είχε την ηλικία που έχω εγώ τώρα. Φοράει και κάτι πλατφόρμες, θεϊκές. Καστανή, με τεράστια μάτια αμυγδαλωτά, πράσινα ανοιχτά ίσα που να αγγίζουν το γαλάζιο. Δροσερά πολύ. Όταν γελάει, και γελάει συχνά, κυλάνε δάκρυα από τα μάτια της. Έχει απίστευτό χιούμορ. Έχει και κενά μνήμης. Αυτοσαρκάζεται καταπληκτικά. Ο τρόπος που διηγείται τις γκάφες στις όποιες πέφτει κάθε δεύτερη μέρα, με μαθηματική ακρίβεια, σαν το δακτύλιο στην Αθήνα, απλά δεν υπάρχει. Φτιάχνεται και η ίδια με τον τρόπο που τα λέει. Εσύ εντωμεταξύ έχεις ήδη πέσει κάτω από την καρέκλα κι εκείνη συνεχίζει ανένδοτη! «Κάτσε», σου λέει, «δεν τελείωσε, έχει και συνέχεια!». Όπως τότε που ξέχασε τα γενέθλια του γιου της. Είχε ήδη μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο, τα κλασικά. «Παιδί μου, πώς είναι ο καιρός εκεί στη Βαυαρία?, τι έφαγες χτες, πού θα πας σήμερα, να βάλλεις το κασκόλ να μην κρυώσεις», τα κλασικά εικονογραφημένα! Μου λέει, «τα κατάφερα, τα ρώτησα όλα, είδες?».
Ε, κώλωσε και ο μικρός που δεν είναι πια τόσο μικρός, να της πει ότι «ξέρεις μαμά, σήμερα έχω γενέθλια», περίμενε το αγόρι ότι θα το δει να έρχεται από κάπου...να τώρα θα το πει, τώρα θα το θυμηθεί, να τώρα θα πέσει η ευχή η δακρύβρεχτη, τώρα που μας χωρίζουν και κανά δυο χώρες...ε, δεν ήρθε ποτέεεε...
Το έκλεισε εκείνη το τηλέφωνο, ικανοποιημένη τη φαντάζομαι, το καθήκον ως μάνα, τουλάχιστον προς τον ένα το έκανε. Πάμε παρακάτω, να ασχοληθούμε με τον άλλο τώρα τον μεγάλο. Τη φαντάζομαι να κάνει αυτά τα βήματα που χωρίζουν το χωλ από την κουζίνα της παιδικότητας μου και να χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. Στροφή επιτόπου.
«Έλα αγόρι μου!», φίλος καρδιακός του ξενιτεμένου στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ευχαριστώ αγόρι μου, να είσαι καλά, να είσαι καλά, αλλά τα χρόνια πολλά γιατί?» αναρωτήθηκε, η θεόμουρλη. «Γιατί κυρία Φούλα μου, σήμερα έχει γενέθλια ο Τίμος! Για αυτό γιατί!», το κατάπιε η δικιά σου αμάσητο. Τον πήρε πίσω στα καπάκια, να το σώσει. Το θέμα δεν είναι ότι τον πήρε πίσω. Το θέμα με εκείνη είναι ο μαγικός τρόπος που αφήνει να φαίνεται όλη της η ψυχή, ανοιχτό βιβλίο ένα πράγμα! Ούτε μα ούτε μου. Χωρίς προσχήματα και επικαλύψεις. Επικαλύψεις μόνο στα κέηκ της βάζει. Κάνει το κέηκ, με παίρνει τηλέφωνο, έρχομαι να στο φέρω, πώς είναι δυνατόν από το σπίτι της μέχρι το σπίτι μου, να συμβούν τόσα πράγματα αδυνατώ να καταλάβω. Είναι η δική μου κατάδική μου Μαίρη Πόππινς! Θα ξεκινήσει, θα έχει ξεχάσει τα γυαλιά ηλίου, θα γυρίσει να τα πάρει, να έρθει από παραλία ή να έρθει από Σοφούλη, θα αγχωθεί, θέλει να έρθει από παραλία να απολαύσει και το ηλιοβασίλεμα, αλλά από την άλλη θέλει να περάσει και από το il fornaio, να μου πάρει και κάτι ακόμη, γιατί μπορεί το κέηκ να μην έφτασε τους 16 πόντους σε ύψος, οπότε πώς θα το φάει το παιδί, το παιδί στην προκείμενη είμαι εγώ, περασμένα λέμε τους 33 Φλεβάρηδες. Θα πάρει το κατιτίς από το Fornaio, αμ έλα όμως που η πορεία προς το σπίτι μου, είναι το χιλιόμετρο με τα γλυκά της πόλης αραδιασμένα το ένα μετά το άλλο... Κι εκείνη είναι επιρρεπής στα γλυκά, σηκώνεται το βράδυ γιατί δίψασε, πάει να πιει γάλα παγωμένο, α!!! να βουτήξει και λίγο το τσουρεκάκι από το plaisir, τέλειωσε το ποτήρι το γάλα, αλλά δεν τέλειωσε το τσουρέκι, ε πάμε μια γύρα από την αρχή, τι, να το αφήσει το τσουρέκι παραπονεμένο? Γίνεται? Δε γίνεται!!! Τέτοιες ατασθαλίες γίνονται εν το μέσω της νυκτός. Πάμε πάλι στη Σοφούλη, προορισμός? Το σπίτι μου, να μην ξεχνιόμαστε. Το σκόπελο του Plaisir τον πέρασε, στον Κωνσταντινίδη έστρεψε το βλέμμα από την άλλη, στα Candies έπεσε! Παγωτό, να πάρει στο παιδί παγωτό. Δέκα μπάλες μέσα, όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και άλλα τρία! Πανδαισία χρωμάτων, πλουραλισμός. Αυτό είναι εκείνη, πληθωρική, στην πρίζα, αγχωτική και ξεχασιάρα, της μοιάζω φριχτά! Θα φταίει το λάδι! Δε θυμάται τα τυπικά σημαντικά, π.χ. τα γενέθλια μου, δεν πειράζει, εδώ δε θυμάται του Τίμου που τον γέννησε! Αλλά θυμάται τα κανονικά σημαντικά, εκείνα που οι άλλοι δε σταματούν ποτέ. Μας συνδέει και κάτι άλλο, μεταφυσικό, χτες περνούσα κάτω από το μπαλκόνι της, εκείνο που βλέπει στο νησάκι, έστρεψα το κεφάλι στο μπαλκόνι της, είχε μόλις βγει να σηκώσει την τέντα. «Νουνά», της φώναξα. «Έλα να πιούμε καφέ! Και έλα γρήγορα, ε?» 33 Φλεβάρηδες μετά, ξέρω ότι θα ρθει, θα θέλει να καπνίσει, θα έχει ξεχάσει τον αναπτήρά της, θα μου πει....κοίτα να σου πω, κι εγώ θα γελάσω, τι να μου πεις, θα της πω, αφού είμαστε ίδιες και απαράλλαχτες, τι να μου πεις! Κάτσε να σου πω εγώ! Βράχος, θα της πω.

E as Electra

Με γνώρισε ακουστικώς Χριστούγεννα του 2007, θα διαλέγαμε πλακάκια, κανονικά θα έπρεπε να διαλέγουμε Χριστουγεννιάτικα δώρα. Της υποσχέθηκα διάφορα, θα αφορούσαν τα καλοκαίρια της, τα ταξίδια μας και τα κοσμήματά μου. Οπτικώς με γνώρισε το καλοκαίρι του 2008, θα διαλέγαμε χρώματα. Ήθελα πολύ να της κάνω το δωμάτιο, ειδικά για εκείνη. Ξαπλωμένη με κοίταζε με μάτια απορημένα. Ιούλιος, εγώ σε αναμμένα κάρβουνα, εκείνη νηφάλια. Κάτσε λίγο, μη φύγεις, είπαν τα μάτια της. Κάτσε λίγο, να τόσο δα λίγο, δες εμένα, εμένα, όχι τα χρώματα! Εκείνο το πρώτο της - μας καλοκαίρι, αυτό που της υποσχέθηκα, το πέρασε τελικά μόνη, κι εγώ το πρώτο μας καλοκαίρι σε άλλες μεσογειακές ακτές, μακριά της. Εκείνη τα πρώτα πλατσουρίσματα δίπλα στα πεύκα κι εγώ τα πρώτα μου ακούσματα δίπλα στον ατλαντικό.
Σεπτέμβρη, ξανανταμώσαμε. Εκείνη να τρώει τα φρουτάκια της, ένα μήλο, ένα αχλάδι, μία μπανάνα, σωστή φρουτοποιία, τούρμπο στη βιταμίνη κι εγώ να πίνω τους εσπρέσο μου, τούρμπο στην αδρεναλίνη και να γελάμε δυνατά.
Οκτώβρη, δε βρεθήκαμε, κίτρινο ταξί, όνειρα πολλά, σκορπισμένα στους βορριάδες. Αέρας, νερό, άνεμος να το ανακατεύει. Χειμώνας... δεν ανταμώσαμε. Ο Δεκέμβρης, πολύ απλά δεν υπήρξε, ούτε τότε βρεθήκαμε.
Το Φεβρουάριο, παλινδρομήσεις, είχε κι ένα κρύο, την καθήλωσε στα πάτρια εδάφη. Κανονικά δεν έπρεπε. Έπρεπε να πάει. Εκείνη το μετάνιωσε, θα έρθει η μέρα που θα της το πει, για να μη μετανιώνει κι εκείνη αργότερα, να πηγαίνει εκεί που θέλει και να αψηφά το κρύο, τους ανθρώπους, τη λογική. Να πηγαίνει όπου το λέει η καρδιά της. Το κρύο αντέχεται, το γκρι αντέχεται, τα άδεια πεζοδρόμια του Μονάχου αντέχονται, θα της πει. Τα διπλανά άδεια καθίσματα, αντέχονται, αρκεί να είναι επιλογή σου, θα της πει. Να τολμάς και να δοκιμάζεις, θα της πει. Να έχεις πνευμόνια, θα της πει. Να δίνεις κι ας μην έχεις κανένα feed back, θα της πει. Άγριο πράγμα...η καμία αντίδραση, θα της πει, αλλά εσύ θα μάθεις να το αντέχεις.
Το Μάρτη, την πήρα αγκαλιά. Πλακάκι με λουλουδάκια σιελ και ανοιχτά πράσινα, μπανιερίτσα πλαστική κίτρινη, πετσέτα τεράστια πάλλευκη. Τσουπ, χάθηκε μέσα εκεί, στο χνουδωτό άσπρο. Μαλλάκια βρεγμένα, ματάκια υγρά, να έχεις τον παράδεισο αγκαλιά, κιλά 5, 6? Γεια σου, της είπα. Τι καλά που ανταμώνουμε, της χαμογέλασα. Είμαι αυτή που δεν κρατάει τις υποσχέσεις της, την κοίταξα. Είμαι αυτή που σου χάλασε το πρώτο σου κουρδιστό μουσικό κουτί, της ψιθύρισα. Αδέξια και πάντα βιαστική, αναστέναξα. Είμαι αυτή που δε θα μπορέσω να σε κρατήσω έτσι εκείνη τη μέρα, σιώπησα. Αλλά στο υπόσχομαι, ότι θα σε κρατάω έτσι, έτσι ακριβώς πολλές άλλες μέρες, την κοίταξα. Σου υπόσχομαι ότι τα ταξίδια μας θα γίνουν, σου υπόσχομαι ότι τα κολιέ θα είναι στα 18 σου, από κάποια άλλη πόλη, πολύ μακρινή, από άλλη ήπειρο. Σου υπόσχομαι να σου μιλάω για τα όνειρα που είχα τότε 33 Φλεβάρηδες μετά, όνειρα που για άλλους ήταν απλά εμπειρίες που προσθέσανε σε άλλες εμπειρίες. Για τα όνειρα that I can't let them go.
Σου υπόσχομαι Ηλέκτρα ότι θα είμαι εκεί, και που ξέρεις, μπορεί σε κάποια κοπάνα από το σχολείο, αντί να πας για καφέ, να ρθεις να με δεις, όπως πήγαινα κι εγώ στη Σοφούλη, κι άνοιγε μια πόρτα και χανόμουνα σε μια κουζίνα που μοσχοβολούσε φρεσκοψημένο κέηκ. Σου υπόσχομαι να προσπαθήσω να κάνω τα κέηκ αφράτα όπως τα κάνει εκείνη. Σου υπόσχομαι να σου πω την ιστορία για μια νησίδα, για κρασιά, για φίλους. Για ένα φεγγάρι αυγουστιάτικο που έλαμπε ίδιο Avignon - Αιγαίο. Σου υπόσχομαι να σου γυρίσω πίσω τη γαλήνη που μου χαρίζεις, 33 Φλεβάρηδες μετά, Σάββατο βράδυ του Μαγιού, πρωτελευταίο, ανάμεσα σε πλακάκια διαλεγμένα από μένα για σένα, ανάμεσα σε χνουδωτές πετσέτες και μυρωδιά ταλκ. Σου υπόσχομαι να σου πω για κάθε ένα ωτοστόπ που κάναμε με τη μαμά σου, στη Χαλκιδική, στη Σαντορίνη, στις Σπέτσες. Σου υπόσχομαι να σε παίρνω αγκαλιά και μετά, πολύ μετά.

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

P as Paralia

Τη γνώρισα πολύ μικρή. Εικόνες πολλές. Την πρώτη ειλικρινά δε θυμάμαι. Η πρώτη ανάμνηση που ανακαλώ είναι μεσημεράκι, αργία 25ης Μαρτίου. Κοτόπουλα Ιωαννίνων, coca cola που τελείωνε σε dt ,αν δεν είχες κάνει σωστή διαχείριση, και έμενες να γεμίζεις το ποτήρι με νερό μπας και πάρει λίγη, να τόση λίγη από την πρότερη γεύση. Κι ο λογαριασμός που ερχόταν στον μπαμπά κι εγώ νόμιζα κάθε φορά ότι φτωχαίναμε! Η πρώτη ανάμνηση λοιπόν, που έχω από αυτήν, είναι να περπατάω με τη μία από τις συνονόματες γιαγιάδες μου, αυτήν με την καρδιά ανοιχτό περιβόλι, ο ήλιος να λάμπει ανοιξιάτικος, γαλάζιος. Να κατεβαίνουμε κέντρο με τα πόδια. Η γιαγιά μου, η θάλασσα, η πόλη, αυτά. Δες χρειαζόμουν άλλα. Αυτά έφταναν και περίσσευαν. Ετών? 14.
Η παραλία και η θάλασσα είναι οι δύο εικόνες που μου έλειψαν εκεί στον αναγεννησιακό βορρά. Γι’ αυτή τη θάλασσα, Κυριακή πρωί, τρεις συγκάτοικες βρέθηκαν 9 η ώρα μπροστά στο γκισέ, στο σιδηροδρομικό σταθμό. Χρειάζονταν ένα τρένο που να πηγαίνει στη θάλασσα. Αυτό! Πήγαν στο Viareggio. Πήγαν και στη Venezia για τον ίδιο πάντα λόγο. Να δουν τη θάλασσα.
Παραλία και θάλασσα νομίζω πως είναι στο DNA μας. Μπλε μολυβί σχεδόν γκρι, χειμώνας. Μπλε σχεδόν ασημί, σχεδόν λαδί της ελιάς, άνοιξη – φθινόπωρο. Μπλε στραφταλιζέ χρυσαφί...καλοκαίρι. Ο ήλιος να ανατέλλει, να μεσουρανεί, να δύει. Μόνο οι συμπολίτες μου δε χειροκροτούν στο ηλιοβασίλεμα της Οίας, τους κατανοώ!
Μπορεί η πόλη να μοιράζεται στα δύο όταν έχει derby, αλλά τα ξαναφτιάχνουν, το βραδάκι το επόμενο, τότε ακριβώς, όταν ο ήλιος βουτάει στο μολύβι, στο ασήμι στο χρυσάφι.
Παραλία, ξύλινο deck, καφές αχνιστός. Πρωί πολύ πρωί, ησυχία. Πουλιά μόνο. Ωραία! Κωπηλάτες, στα λευκά, κίτρινα σκάφη, ταιριαστά πολύ!
Παραλία, σκάφια με πανιά στο βάθος εκεί, πιο κει, εκεί που...
Παραλία εκείνη την ώρα που όλη η παλέτα είναι ψυχρή, ψύχρα πουθενά στην ψυχή, μόνο αυτό το άλλο, η Έλενα αλλού, ο Τάσος αλλού, Η Πηνελόπη αλλού, η Ann αλλού, η Αγγελική αλλού, όλοι όμως μια θάλασσα.
Παραλία βράδυ, μουσικές, θα μπορούσαν να είναι στο μετρό στο Παρίσι, στην αποβάθρα στην Νέα Υόρκη...κι όμως είναι εδώ, εσύ πάλι αλλού.
Παραλία βράδυ, μουσική καμιά, φωτάκια μόνο στα φωτιστικά τα υπαίθρια, κατάρτια χωρίς πανιά; Να σου δείχνουν το δρόμο για το σπίτι κι αυτός να είναι πάντα μακρύς.
Παραλία και θάλασσα, 33 Φλεβάρηδες μετά κυλούν τη ζωή μου πιο μαλακά, ποιητικά, σιωπηλά, να γεμίζουν όμως τα πνευμόνια, όπως λέει και ο Εμίλ.
Παραλία και χτες βράδυ, κι όμως χαρά μεγάλη χαρά, να χασμουριέσαι, το μέγαρο να λάμπει εσωτερικά, το σκυλί μου ένα πτώμα από την περιπατητική κι εκεί απρόσμενα μέσα στην νύχτα, να ακούς το όνομά σου. Δύο χέρια να ανοίγουν και να χάνεσαι σε αγκαλιά τόσο γνωστή, οικεία, Φλωρεντία! Αχ Γιώτα... πήγα στα μέρη που κάναμε jogging, της λέω. Το σπίτι μας ίδιο, της λέω. Το Tarrocchi ετοιμάζεται να βγάλει τραπεζάκια έξω, της λέω. Η Φλωρεντία μας, μας, περιμένει να υποδεχτεί την άνοιξη, της λέω.
33 Φλεβάρηδες μετά, αυτή η παραλία μου επιστρέφει τους φίλους μου, κι αυτούς που είχα χάσει, έτσι απλά, για να με συνοδεύουν στο μετά τα 33! Εκείνη, ετοιμάζεται για jogging, το πρώτο της χρονιάς, πλησιάζει καλοκαίρι. Πρώτη της φορά στη νέα παραλία, πρώτη μου φορά που περπατάω μέχρι εκεί. Έχω να τη δω δέκα χρόνια κι όμως είναι σα να μην πέρασε μια μέρα! Θα επανέλθω γιατί εκείνη μόνο ξέρει το δικό μου κρυφό παράδεισο. Αδημονώ να επανέλθω!

P as Penelope

Τη γνώρισα το ’81. Είχε την πιο ευθυγραμμισμένη χωρίστρα που είχαν αντικρίσει τα μάτια μου. Τους χειμώνες φορούσε φουστίτσα σκοτσέζικο καρώ πλισέ και μάλλινο καλσόν λευκό, το ίδιο κι εγώ, μόνο το καλσόν άλλαζε χρώμα κόκκινο και Adidas αθλητικά, εκείνη πάλι από το Μούγερ, αυτά με το κρεπ από κάτω....μεγάλο σουξέ της εποχής!
Μου γνώρισε τη μουσική, την πέτσα από βερίκοκο, τα «πέντε λαγωνικά», τους «μυστικούς εφτά», τους «πέντε φίλους» και τα Τρολ. Μου γνώρισε πώς είναι να κάνεις μπάνιο τη γάτα με Shampoo από μαγιά μπίρας, αυτό που η συγκεκριμένη μυρωδιά του κλείνει μέσα της για μένα όλη μου την παιδική ηλικία. Κλείνει τα καλοκαίρια μου σ’ένα σπίτι διώροφο, εκτός οικισμού. Κλείνει τα "ψάθινα καπέλα" της Λυμπεράκη. Κλείνει βεράντα με πέτρες Πηλίου και περιγράμματα ζωγραφισμένα λευκά από παιδικά χεράκια, τα δικά μας, κάθε καλοκαίρι. Κλείνει σωρούς από πέτρες ζωγραφισμένες με φατσούλες από ζωάκια, κλείνει τις πρώτες «πόρτες» που έπαιξα ποτέ. Κλείνει πρωινά με φρυγανισμένο ψωμί και μερέντα φτιαγμένη σε πατέντα γιαγιάς Ζαφειρούλας, κλείνει Βαν VW του τυροπιτά και νερό γλυφό.
Τα πρώτα ροδάκινα μέσα στη θάλασσα εκεί τα έφαγα, κάτω από μια ομπρέλα, Enid Blyton και με την Αμμουλιανή ως ορίζοντα. Ποδήλατα για να πάμε στην Τρυπητή. Ποδήλατα για να πάμε στο Eagles Palace. Εκεί σ’εκείνη την πισίνα, την πισίνα της δεκαετίας του 80, όταν η Ελλάδα ανέδυε μόνο αθωότητα και το nouveau riche δεν υπήρχε ως έκφραση, εκεί έκανα τις πρώτες βουτιάς από βατήρα, μπόμπες! Και να τα νερά να πετάγονται παντού. Και μετά Ουρανούπολη, στον Λεμονή για γλώσσα. Παγωτό χειροποίητο, κρέμα και μόκα, καλοκαίρια και χειμώνες, ειδικά τους χειμώνες. Ατελείωτες ώρες πινκ πονκ στο υπόγειο, τοστάκια και χαρτιά στο ισόγειο, κυνήγι σαρανταποδαρούσας στον πρώτο όροφο με Baygon. Κρεβάτι κουκέτα με κουνουπιέρα και τα πιο ωραία παιδικά σεντόνια ever! A!!! Και τα πιο ωραία πλακάκια τερακότα ever! Κόκκινο καφέ, υφή eggshell, για να περπατάς πάντα ξυπόλυτη και παντζούρια στο πράσινο του πεύκου. Αυτό είναι για μένα το καλοκαίρι. Να καταλαβαίνεις την υφή του υλικού να αλλάζει, παγωμένη τερακότα μέσα, καυτή, από τον ήλιο του Ελύτη, πέτρα αδρή στο μπαλκόνι. Ξαπλώστρες υφασμάτινες, φιδάκι και η Αμμουλιανή πάντα απέναντι σκοτεινός όγκος με φωτάκια – αστέρια.
Να ρουφάς το νέκταρ από τα πορτοκαλί λουλούδια - χωνάκια, σκίαστρο φυσικό για τα αυτοκίνητα. Να χαϊδεύεις το πρώτο λυκόσκυλο και να ξεπερνάς τη φοβία σου. Να πηδάς από πεζούλια ψηλά, να κάθεσαι όλη μέρα στη θάλασσα. Αυτό ήταν για μένα τα καλοκαίρια. Και μουσική, πάντα μουσική. Εκείνη μου έμαθε τη μουσική. Γιατί εκείνη πάει πακέτο με τη μουσική, την ακολουθεί παντού, η μουσική και η θάλασσα, νομίζω. Η πρώτη μας μουσική έξοδος, στο Βαφοπούλειο, να βαριόμαστε φριχτά, να θέλουμε να ανοίξουμε τις καραμελίτσες και αυτές οι διαολεμένες να τρίζουν τυλιγμένες μέσα στο σελοφάν τους. Το πρώτο της φύσημα στο φλάουτο κι εκείνη να ζαλίζεται. Η πρώτη κάθοδος στο Μέγαρο στην Αθήνα, καπάκι μετά τα εγκαίνια, η Δημοτική ορχήστρα στην αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου, τα Carmina Burana στην πιο ωραία συναυλία της ζωής μου. Πρώτη μέρα του 2000, Βερολίνο. Τζαζ στο A –train και συναυλία δική της στη θάλασσα του Βορρά, στο Rostock, εκείνη να παίζει φλάουτο κι εγώ να βλέπω κοριτσάκια να τρέχουν στη θάλασσα. Ο ήχος στο Rostock, η αλμύρα στην Τρυπητή.
Θάλασσα και Πηνελόπη. Πηνελόπη και «ναυάγιο», εκείνη πάντα να χάνεται, η θάλασσα πάντα να στραφταλίζει, ένα αυτοκίνητο κολλημένο στους αμμόλοφους, κι εγώ να σκάβω για ξεθάψω την πίσω ρόδα. Όπισθεν θέλει, όχι μαρσάρισμα, όπισθεν θέλει, κι εγώ 33 Φλεβάρηδες μετά, σήμερα θέλω να πάω με την όπισθεν. Σήμερα που θα πάω στο Βαφοπούλειο, θέλω να πάω και να κρυφοκοιτάξω, να τις δω να προσπαθούν να ανοίξουν αθόρυβα τις καραμέλες και ο αέρας να μοσχοβολάει μαγιά μπίρας. Αυτό. Σήμερα δε θέλω να είμαι «εσύ είσαι δυνατή και δε σε φοβάμαι». Σήμερα θέλω να μ’αφήσετε να τρώω τα ροδάκινά μου μαζί με εκείνη, την πιο παλιά μου φίλη, να τρέχουν τα ζουμιά στη θάλασσα και να είναι δεκαετία του 80. Αυτό.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Porta Romana - Nollendorfplatz

Μου έχει ήδη στείλει απανωτά sms, πού είναι το πιο κοντινό μετρό, από ποια πλευρά θα συναντηθούμε, τι έχει το μενού. Έχουν προηγηθεί διάφορα messages, όπου η αγωνία της κορυφώνεται όσο περνάνε οι μέρες, θαρρείς θα συναντηθούμε στο Bronx! Αφού είμαι παρθένος στο ζώδιο, μου γράφει, πρέπει να τα οργανώσω όλα, μου γράφει. Με ξέρεις, μου γράφει, για να δικαιολογήσει το ολίγον τσιτωμένο ύφος στο γραπτό της λόγο! Θα έχει κρύο, μου γράφει. Να, για παράδειγμα εγώ θα φοράω μπλα, μπλα,μπλα,μπλα...Σάρα της λέω, θα μπω στο weather.com και θα αποφασίσω, τα πράγματα είναι απλά! Για μένα τα πράγματα στο Μιλάνο είναι απλά.
Γυρνάω σπίτι στις 8! Το ραντεβού μας είναι στις 8 και μισή. Αλλαγή παπουτσιών, από τα σούπερ αθλητικά, στα λιγότερο αθλητικά. Βόλτα τον Duke! Το επόμενο σκυλί μου θα είναι Labrador! Χώμα, χρειάζομαι χώμα και μάλιστα υγρό από τη βροχή, ο Duke κι εγώ, χρειαζόμαστε χώμα. Έχω να τον δω από πέρσι στη γιορτή μου. Πέρσι η γιορτή μου ήταν ένα όνειρο. Μιλάνο πάλι, με χτυπούσε ένα φως από το δρόμο και με τρώγανε ιταλικές σκνίπες, ένα τηλέφωνο χτύπησε, ήτανε 1 και κάτι δευτερόλεπτα, ήτανε η πιο ωραία γιορτή μου. Περασμένα μεσάνυχτα.
Μιλάνο. Βρέχει. Υγρασία. Νοσταλγία. Φλωρεντία μου θυμίζει, λίγο πιο έξω από το ιστορικό κέντρο. Βρέχει. Τρέχω. Πονάω. Αδημονώ.
Καθισμένη σε μια καρέκλα, φορώντας κόκκινα camperάκια, γκρι μπλουζάκι, καμπαρντινάκι μπλε – μαύρο, κολιέ κόκκινο με μεγάλες χάντρες, 4 χρόνια μετά, με περιμένει εκεί στο 18/28. Ελληνικά, ιταλικά, αγγλικά. Όταν είμαι μαζί της, όταν είμαι πολύ συγκινημένη της μιλάω ελληνικά, νομίζω με καταλαβαίνει. Πώς αλλιώς να το πω το, Αχ...Σάρα?
Τραπεζομάντιλο λινό, λευκό, σιδερωμένο με εμφανείς τις χαρακιές από τα διπλώματα. Κρασί από εκεί κοντά, άγριο και στυφό, βορράς, ωραία! Έχω ένα όνειρο, της λέω. Πρέπει να με βοηθήσεις, της λέω. Πόσο έχεις μεγαλώσει όμορφα, της λέω. Ποιες λέξεις να χωρέσουν όλα αυτά που νιώθω, τη ρωτάω. Το έχω προσέξει, όταν θέλω να πω πολλά, μπουκώνω και οι λέξεις δε βγαίνουνε, στριμώχνονται, νομίζω στην ιατρική ορολογία, λέγεται δυσλεξία. Στη δική μου ορολογία, λέγεται είμαι κατενθουσιασμένη, μπριζωμένη, πωρωμένη. Φεύγει Ινδία σε ένα μήνα, για ένα χρόνο.
Τώρα που σε βρήκα, πώς θα σε ξαναχάσω, τη ρωτάω με παράπονο. Το σκέφτηκες καλά? Έναν ολόκληρο χρόνο!! Ma sei pazza tu!
Τονίζει το όνομά μου, ωραία... ιταλικά, το τραβάει, κάνει την κλασική κίνηση. Την ιταλική...συγκεντρώσου, μου λέει. Αναλύει, πωρώνεται, τα λέει τόσο ωραία!!! Εγώ πάλι που να τα συγκρατήσω όλα αυτά. Να μου τα στείλεις με mail, της λέω. Πόσο έχεις ηρεμήσει, της λέω. Το προσωπάκι της λάμπει. Υποτίμησες, μου λέει. Το τραπέζι είναι μικρό και τετράγωνο. Ο φωτισμός είναι ατμοσφαιρικός. Γύρω μας κόσμος μιλάει, Σάββατο. Σάββατο βράδυ στο Μιλάνο για αυτούς, ένα από τα πολλά. Τρεις ώρες που κυλάνε ανάποδα για μας, ανεπανάληπτα. Όταν λέει το όνομά μου, μέσα τους οι συλλαβές έχουν στιγμές από τέσσερα χρόνια πριν και πιο παλιά.
Θα σταθούμε όρθιες έξω, δίπλα στην τρύπα του μετρό για ώρα, τι να πρωτοπείς, πού να σταματήσεις, πώς να βάλεις τελεία? Καπνίζει ακόμη! Ευτυχώς! Τη χρειάζομαι την οικειότητα, έχω κι ένα όνειρο να προλάβω. 33 Φλεβάρηδες μετά, πονάω γλυκά. Θα μ’ αγκαλιάσει και θα κάνει να φύγει. Θα με ξαναφωνάξει, θα μ’αγκαλιάσει ξανά. Τώρα Porta Romana. Τότε πριν τέσσερα χρόνια, Nolledorfplatz. Το λατρεύω και το μισώ, το μετρό. Περπατάω πάλι, κρατάω στα χέρια μου, το νέο θησαυρό. Ένα λικέρ από τη Χίο ταξιδεύει στην κόκκινη γραμμή του Μιλάνου.
Ο Duke κι εγώ στριμωχνόμαστε σε μια λωρίδα πράσινου. Δίπλα τα αυτοκίνητα τρέχουν, να φτάσουν κάπου. Κι εγώ, το ίδιο. Σήμερα στο Μιλάνο, σε δύο μέρες στη Φλωρεντία, αργότερα ίσως τα Χριστούγεννα Ινδία, για να γυρίσω σπίτι μας, πρέπει μου φαίνεται να κάνω το γύρω του κόσμου.
Ένα mail με περιμένει ήδη. Think again at all times,you,without knowing,treat..33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη έχει πανηγυρικά δίκιο. Πρέπει να μάθω να λέω, καλημέρα!

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

E as Emil

Πρέπει να τον γνώρισα το 92 ή το 93, δε θυμάμαι ακριβώς. Ήταν κολλητός κολλητού μου φίλου. Έγινε και δικός μου. Όταν τον σκέφτομαι, πάντα μου έρχονται στιγμές, απότομες, κάθετες, δυνατές, θυμάμαι και κάποιες ανέμελες όπως το να βάζουμε τις Πρωτοχρονιές στο Alcohol στη Σοφούλη ή να πίνουμε Σαββατιάτικους καφέδες σ’ένα μαγαζί στην Κρήνη. Παλιά.
Βραδινά, παγωμένα, άνευ προορισμού, λεπτά που μετράνε το χρόνο, κολλημένα στην άσφαλτο, τα αφήσαμε να κυλήσουν πολλά...μουσική στη διαπασόν. Όταν το πάρκαρε, είχε παρκάρει μαζί και την εφηβεία του. Εκείνος αντάλλαξε την εφηβεία του, κι εγώ λίγο αργότερα τον αντάλλαξα για ένα πουκάμισο.
Τι έγινε, πώς χαθήκαμε, δεν καταλάβαμε ποτέ, δε μαλώσαμε ποτέ, απλά χαθήκαμε...αυτή η καθημερινότητα... σε καταπίνει. Σήμερα θα τον πάρω τηλέφωνο, μα να ΣΗΜΕΡΑ θα τον πάρω τηλέφωνο, σήμερα το σήμερα φτάσαμε στο 2009! Με βρήκε από το Facebook και μου έστειλε μήνυμα με το τηλέφωνό του.
Την προηγούμενη Παρασκευή, κατά τις 8 και μισή, στην οθόνη του κινητού μου έγραφε Emil, του απάντησα λες και μόλις να το είχαμε κλείσει, σαν απλά να είχε χαθεί το σήμα, και τώρα συνεχίζαμε. Σε μισή ώρα θα είμαι στον Όμιλο, του είπα. Θα έρθω να σε βρω, μου απάντησε! Χοροπηδούσα μέσα στην ντουλάπα.
Βράδυ στον Όμιλο, ένα φεγγάρι ολόγιομο, εμείς στις πολυθρόνες, εκείνος πού?
Εκείνος στο μπαρ μπροστά στη θάλασσα, εμείς πού?
Πώς μπορεί να αγκαλιάζεις φίλο καρδιακό, να ‘χεις να τον δεις 13 χρόνια και να είναι σα να μην πέρασε μια μέρα?? Μπορείς! Και το έζησα! Ωραίο πράγμα να μεγαλώνεις! 33 Φλεβάρηδες μετά, δεν το ανταλλάσσω με τίποτα! Γιατί? Γιατί οι φίλοι γίνονται φίλοι χρόνων. Γιατί? Γιατί μέσα σε ελάχιστο χρόνο ξέρεις πού πρέπει να σταθείς και ποιο χεράκι να κρατήσεις και θα περιμένεις υπομονετικά. Γιατί? Γιατί νέες ζωές, παιδιά αλλοτινών παιδιών μπαίνουν στη ζωή σου. Γιατί? Γιατί έχεις κάνει λάθη. Γιατί? Γιατί μεγαλώνοντας μαλακώνεις. Γιατί? Γιατί μαθαίνεις να αποδέχεσαι ότι δεν είσαι ήρωας κόμικ, αλλά θνητός, πολύ θνητός κι ότι η ζωή θα κάνει τα δικά της, δεν πα να χτυπιέσαι σαν το χταπόδι! Ωραίο πράγμα να μεγαλώνεις. Σαν το Lagavulin το 16αρι.
Πίσω στον Όμιλο. Χαρά, χαρά, χαρά, χαρά και συγκίνηση. Χαρά να ανταμώνεις 13 χρόνια μετά, συγκίνηση για την ασφάλεια. Κενό? Μηδέν! Να καλύψεις τα 13? Δε χρειάζεται. Η φιλία έχει ένα απίστευτο προτέρημα, όταν είναι Φ κεφαλαίο, ξέρει να κάνει τα καλύτερα resume’ ever! Δε χρειάζεται να το διαβάσεις ολόκληρο το βιβλίο, ένα ξεφύλλισμα αρκεί, τα’χεις πιάσει όλα!
Το πουκάμισο αποδείχτηκε πανηγυρικά αδειανό! Δεν πειράζει! Το αντάλλαξα με την ωριμότητα των 33 Μάρτηδων! Το αντάλλαξα με τα πνευμόνια καρδιακού φίλου. Ο Αιμίλιος είναι μια άνοιξη από μόνος του! Με πήρε τηλέφωνο, τη στιγμή που έπρεπε να με πάρει τηλέφωνο, ούτε πιο πριν, ούτε λεπτό αργότερα. Ακριβώς τη στιγμή που έβλεπα τοίχο. Η ζωή είναι ωραία, 33 Φλεβάρηδες μετά, ακόμη μου επιστρέφει τους φίλους μου, τους ανθρώπους που μοιράζονται την καθημερινότητά μου, τους ανθρώπους που χαίρονται να με κοιτούν στα μάτια, τους ανθρώπους που κι ας άργησα να σηκώσω το τηλέφωνο 13 ολόκληρα χρόνια, θα μου πουν..., «σα να μην πέρασε μια μέρα!» και θα μου πετάξουν σβουριχτό φιλί στο μάγουλο ξανά και ξανά και ξανά! Έτσι απλά επειδή χαίρονται να με συναντούν, έτσι απλά γιατί η χαρά δε χωράει καμιά φορά σε λόγια, αλλά σε σβουριχτά φιλιά στα μάγουλα!
Καλώς σε βρήκα Εμίλ! Η Μελίνα είναι πολύ τυχερή να σε απολαμβάνει, όπως εξάλλου κι εσύ εκείνη!

S as for Sunflower

Δεν μπορώ να πω πότε τη γνώρισα γιατί είναι προσωπικό δεδομένο κι εγώ τέτοια δε δίνω, προσωπικά δεδομένα! Πάμε πάλι!
Ήταν αεικίνητη, ακούραστη, ακάτσωτη, σωστό εκκρεμές του Φουκώ, προγραμματισμένη! Πολλά χρόνια μετά, το ίδιο στιλάκι, εκείνη να τη χαρακτηρίζουν όλα τα α, όχι τα στερητικά, αλλά τα άπιαστα, τα απίστευτα, τα αξιοθαύμαστα. Ένα χάος γύρω της, βλέπω εγώ, το σπίτι μέσα στο λιβάδι αντικρίζει, αυτή! Ξεκούρδιστα όργανα βλέπω εγώ, μια χαρά τα κουρδίζει εκείνη. Κάτι θα πει στη μία, κάπως αλλιώς θα μιλήσει στην άλλη, ένα κινητό θα χτυπάει στο γυάλινο τραπέζι, ένα άλλο θα χτυπάει στην τσέπη την άσπρη, να συνεχίσει τα χάπια η μία, να στείλει τη μαμά της η άλλη...μουσικός χαμός για μένα, Στοστακόβιτς ένα πράγμα. Εκείνη πάλι, μάλλον το ακούει προς chill out.
Δε βλεπόμαστε συχνά. Δεν έχει καμιά σημασία! Απολαμβάνω να με γνωρίζει να αλλάζω στην πορεία των χρόνων. Στην πορεία των χρόνων, εκείνη σταθερή αξία, μόνο κούρεμα άλλαξε, μία, δύο, τρεις φορές, τελικά αποφάσισε ότι τη βολεύει ένα συγκεκριμένο, το πρώτο. Στην πορεία των χρόνων, μου κάνει πάντα μια συγκεκριμένη ερώτηση, συνήθως την κάνει στο γυάλινο τραπέζι, πάντα απαντούσα με τον ίδιο τρόπο, πάντα καπνίζει, φέτος μετά τον Ιούνη όχι. Πάντα τα τηλέφωνα χτυπάνε, πάντα ψοφάω να μιλάω μαζί της, πάντα μου τις γράφει σε χαρτιά συνταγογράφησης, όχι τις συνταγές, αλλά τις κινήσεις, τις συμβουλές, το πόσες πόρτες πρέπει να αλλάξει!
Οι φωτογραφίες του υπερήχου είναι συρραμμένες με μπεζ κίτρινο χαρτί που γράφει τις ώρες που δέχεται, κι από κάτω ακριβώς αριθμημένες και κυκλωμένες οι συμβουλές της χρονιάς!
Πάντα ο χρόνος είναι μετρημένος, πάντα είναι κινηματογραφικός. Γυρνάμε μια σκηνή και cut! Είμαι ήδη στο δρόμο, κατηφορίζω, συνήθως είναι Μάης, συνήθως είναι μεσημέρι, συνήθως η θάλασσα στο βάθος στραφταλίζει, συνήθως...πάντα χαμογελάω. Δεν ξέρω τι φταίει, αν είναι αυτό το περιορισμένο που βοηθάει την κατάσταση. Εμένα πάντως μάλλον με βοηθάει, αυτό το να φαντάζομαι μια κλεψύδρα να αναποδογυρίζει, την άμμο να τρέχει κι εγώ να της αραδιάζω τη σοδειά συμπερασμάτων της συγκεκριμένης χρονιάς. Εκείνη μου απαντάει κοφτά και με ατάκες. Οι ατάκες ξεκινάνε με μια συγκεκριμένη πρόταση. Κάθε χρονιά κι ατάκα, σοφία συμπιεσμένη, σαν τις μερίδες του Nespresso, παρ'την για να στανιάρεις! Μέσα σε χρόνο dt, κάτω από ασφυκτική πίεση, μ’ έναν χώρο υποδοχής φουλ, συχνά άυπνη λόγω επαγγέλματος, εκείνη θα ακούσει και θα αποφανθεί και θα χτυπήσει διάνα.
Φέτος δε, έγραψε!!! Κατέβηκε από την κλινική, είχε κάποια έκτακτα ραντεβού, μ’έβαλε τελευταία, μου έκανε ελληνικό καφέ, μου το βαλε και σε πιατάκι η αθεόφοβη, στο ένα και μοναδικό! την πειράζω. Εγώ πιατάκι δε χρειάζομαι, εκείνη χρειάζομαι. Είχε όλη την καλή διάθεση να μου κάνει ιατρικό σεμινάριο πάνω στον υπέρηχο μου. Την κοίταξα στα μάτια και της το έκοψα κατευθείαν. Ρε, της λέω, ασ’ τα κλινικά για μια φορά και πιάσε τα συναισθηματικά. Οκ, μου λέει, έπεσε! πάμε στο άλλο δωμάτιο, το γυάλινο. Της τα ‘πα, μου τα ‘πε. Μπήκαμε στο ασανσέρ. Βγάλε, μου λέει να δω και τα αποτελέσματα. Τα είδε. Φτάσαμε ισόγειο. Φιλί στον αέρα γιατί δεν προλαβαίνει, πίσω στην κλινική! Θέλει να με πάρει και κάπου που παίζουν ωραίες μουσικές και τραγουδάνε. Την κοιτάω δύσπιστα, είσαι σίγουρη? της λέω.
Πέμπτες, Παρασκευές, μου λέει.
Σου κάνει? με ρωτάει.
Μου κάνει!, της απαντάω.
Και που είσαι, μου λέει, όπως είπαμε, ε!
Όπως είπαμε, Σταμάτια, όπως είπαμε! 33 Φλεβάρηδες μετά, είναι ακριβώς όπως τα είπαμε.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

E as Elena

Το 86 μάλλον, μπήκε και κάθισε στο βελουτέ καναπέ του σπιτιού μας, στο διπλανό δωμάτιο παίζανε με την ανεμελιά. Η ανεμελιά είναι κάτι σα μαύρη τρύπα που σε ρουφάει, απλά φαντάσου την σε άλλο χρώμα! Νομίζω είχε πυρετό. Κανονικά δε θα έπρεπε να ρθει, αλλά εκείνη ήρθε. Θυμάμαι τα μαγουλάκια της να ψήνονται, ροδοκόκκινα. Αυτό. Αυτό, δεν είναι γνωριμία όμως!
Μια δεκαετία αργότερα, τότε έγινε! Εκείνη ήδη είχε πάει με Εράσμους στη Ρώμη. Τότε τη γνώρισα! την Έλενα κανονικά από κοντά, τη Ρώμη μεταφορικά και από μακριά!
Η Έλενα πάει παντού, άλλοτε πιο κοντά και άλλοτε πολύ μακριά. Χάρη σ’ εκείνη γνώρισα γωνιές της Ελλάδας και όλο το Αιγαίο συνάμα, πάντα μεταφορικά! Γράφει με εικόνες. Εκείνη εκεί με απαγορευτικό, κι εγώ εδώ να νιώθω τον αέρα να σφυρίζει και να βλέπω την αλμύρα να κατοικοεδρεύει στα τζάμια της μπαλκονόπορτας. Εκείνη βόλτες στην παραλία με τον αέρα πάντα αφιλόξενο και τόσο βολικό ταυτόχρονα, να παίρνει μακριά τις σκέψεις σου, κι εγώ εδώ να τυλίγομαι με ζακέτα για να μην κρυώσω!
Η Έλενα μου κρατάει πάντα συντροφιά. Το πρωί όταν ανοίγω τη σωτηρία της ψυχής μου, το κατακόκκινο λαπτοπακι μου που ταξίδεψε από το Σικάγο για να με ταξιδεύει, ταξιδεύω συνήθως στα γράμματα της. Μεγάλη συντροφιά! Καφές και Έλενα. Το έχει μάλλον το όνομα. Η δική μου Έλενα κάθε μέρα, η Έλενα των Νέων, κάθε Σάββατο!
Ξύπνησα με ακεφιές, της γράφω. Αλλά αναθεώρησα αμέσως, της γράφω. Με ταξιδεύεις πάλι, της γράφω. Στο πιο πιο αγαπημένο μου νησί. Δεν έχω πάει ποτέ, θέλω να πάω από παιδί, από τότε που άρχισα να νιώθω την ανάγκη για ώχρα και τερακότα. Θέλω να πάω και για ένα ακόμη λόγο, εκεί για μένα είναι ο αέρας γεμάτος Ελλάδα, είναι και τέρμα Θεού, κι εγώ τα τέρματα, τα πιο απόμακρα, τα πιο δύσκολα, τα πιο δύσβατα χρειάζομαι να τα γνωρίσω. Είναι τα πιο συγκινητικά, κι άμα τα γνωρίσεις, δε σε απογοητεύουν ποτέ, είναι τα πιο καθάρια, είναι και ανέγγιχτα, είναι και λίγο άγαρμπα, άμα ξαναπάς...μαλακώνουν, χρειάζονται χρόνο, ναι τέτοιο είναι το νησί που μου έστειλες τις φωτογραφίες του, Ελενάκι! Χρειάζεται χρόνο. 33 Φλεβάρηδες μετά, σήμερα μέρα Δευτέρα του Μαγιού, κατάλαβα ότι όλα χρειάζονται χρόνο. Ουφ κι εγώ δεν έχω υπομονή...τώρα άρχισα να τη μαθαίνω λίγο, λίγο. Με βοηθάς πολύ, πάρα πολύ, όμως. Μου κρατάς συντροφιά, σ’αυτά τα πρώτα βήματά μου, μου περιγράφεις την υπομονή, γιατί τέτοια κάνεις κι εσύ και το κάνεις με τέχνη!
Αν κάτι μπορώ να πω με σιγουριά, είναι ότι εκείνη έχει το ταλέντο να απολαμβάνει τη ζωή, όπου κι αν αυτή την έχει ρίξει! Δεν αφήνει ευκαιρία να πάει χαμένη, ζει τη ζωή με πάθος. Ήρεμο πάθος! Γίνεται? Γίνεται, φαίνεται στις φωτογραφίες που βγάζει και στα χειροποίητα γράμματά της. Ο γραφικός της χαρακτήρας, πολύ απλά δεν υπάρχει! Όλο το πάθος μετουσιωμένο σε ηρεμία. Κι εγώ που 33 Φλεβάρηδες μετά, είμαι ακόμη ένας σίφουνας και ένας μόνιμος παρορμητισμός, μένω με το στόμα ανοιχτό, πώς είναι δυνατόν να έχει καταφέρει να τιθασεύσει όλο το πάθος μέσα στην πιο τακτοποιημένη, σχεδόν βυζαντινή γραμματοσειρά της!
Βράδιασε Ελενάκι, αλλά είμαι καλά. Σπίτι, αλλά είμαι καλά. Σπίτι μάλλον κι εσύ, ελπίζω να είσαι καλά. Σήμερα οι 33 Φλεβάρηδες είναι αφιερωμένοι σ’εσένα, που είσαι τόσο μακριά και τόσο κοντά. Αυτά δημόσια! Τα υπόλοιπα, τα δικά μας, στο mail, ιδιωτικά! Και που ξέρεις, μπορεί κάποια στιγμή, να τα δημοσιεύσουμε κι εκείνα. Την αλληλογραφία μας, σκέψεις που τις χωρίζει το Αιγαίο ολόκληρο, κι εκείνες πάλι να ανταμώνουνε! Άσχετο, τον Σεπτέμβρη, λέω να ‘ρθω!

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

F as Federico

Τρέχω να προλάβω. Έχω ραντεβού με την αθωότητα. Θα την προλάβω στο τσαφ! Πλένει τα δόντια της σκαρφαλωμένη στο σκαμνάκι, αυτό που την κάνει ένα σκαλοπατάκι ψηλότερη. Μπαίνω στο δωμάτιο της, ανάβω το σωστό φως, αυτό που κάνει το παιδικό δωμάτιο της ακόμη πιο παιδικό! Ναι, υπάρχει! Προσωπικά εμένα με ξετρελαίνει. Της φωνάζω...
«Εύα, να ξαπλώσω στο κρεβάτι σου?»
«Ναι», θα μου πει, θα μου το δώσει έτσι απλά, σα να’ ναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου!
Σα να τη ρωτάς, «Εύα, θες σοκολάτα?»
Αυτό το ναι που μέχρι χθες ήταν όχι, ανοίγει για μένα τις πύλες του παραδείσου. Όποιος ξαπλώνει σ’αυτό το κρεβάτι νιώθει σαν στο «εργοστάσιο του Τσάρλυ», σαν στο «ο Μικές μες στη σουπιέρα», σαν «η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», σαν, σαν, σαν σε κάθε αγαπημένο του παιδικό βιβλίο.
Έρχεται κι αυτή. Αυτήν την εβδομάδα το χρώμα για τους περιπάτους στη χώρα των ονείρων θα είναι το ροδί ανοιχτό που πλησιάζει στο ροδακινί!!! Τέλειο χρώμα, ζουμερό! Εγκρίνεται σιωπηρά!
Ένα ματζέντα παπλωματάκι θα τη σκεπάσει ολόκληρη, αφήνοντας να προεξέχει μόνο το κεφαλάκι της. Νυστάζει, αλλά να, λίγο να τα πούνε οι δυο τους.
Είναι και ΠΑΟΚ και Ολυμπιακός, δε θέλει να χαλάσει το χατίρι κανενός από τους δυο τους. Άμα οι οπαδοί του ΠΑΟΚ λένε άσχημες λέξεις, εμείς, εκείνη δηλαδή κι εγώ, θα τους μαλώσουμε! Μου εξηγεί.
Άμα δεν παίξουμε καλά? Τη ρωτάω...Τι θα τους κάνουμε?
Θα τους πούμε, γιατί βρε παιδιά?
Με κοιτάει με μάτια παραπονεμένα, φαντάζεται τον εαυτό της ήδη μπροστά σε κοτζάμ μαντραχαλάδες, να τους ρωτάει, «γιατί βρε παιδιά?» ακριβώς όπως κι εγώ με φανταζόμουν το καλοκαίρι να αναλύω τα συστήματα της Μπάρτσα στο press room!
«Εύα», της λέω, «εγώ λέω να τους βάλλουμε να τρέξουν καμιά ώρα παραπάνω, να αποκτήσουν φυσική κατάσταση, να μην τα φτύνουν στη μέση του αγώνα».
Εκείνη δεν εντυπωσιάζεται, έχει μείνει στη δική της ατάκα. «Όοοχι», μου λέει. Να το μας πάλι το όχι, δεν το γλιτώνω με τίποτα. Παίρνω για κάθε δέκα όχι, κι ένα ναι! Αυτή είναι η αντιστοιχία! 33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη που μόλις μπαίνει στα εφτά, μου κάνει γυμνάσια!
Βγάζει και τα δυο χεράκια και παίζει με τις φράντζες μου, την ώρα που μιλάμε.
Ροδακινί, ροδί και ματζέντα!
Τσουπ κατεβάζει τα ποδαράκια στον κόσμο των μεγάλων. Βγάζει το αναγνωστικό από την τσάντα της. «Το τελευταίο κείμενο της χρονιάς», μου λέει, «είναι μικρό και εύκολο, στο τέλος όλα γίνονται εύκολα!» Μου εξηγεί.
Το ξέρεις το κοχύλι?, με ρωτάει.
Όχι, της λέω, δεν το ξέρω.
Ξανασκαρφαλώνει στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα, καθιστή αυτήν τη φορά.
Ένα δαχτυλάκι υπογραμμίζει αέρινα τις λεξούλες μία, μία.
Τα μαλλιά της πέφτουν στα ματάκια της, την εμποδίζουν, τα σπρώχνει με το άλλο χεράκι το ελεύθερο.
Θα μου το διαβάσει όλο με μια ανάσα. Θα κρατάω τη δική μου ανάσα, να μην την ενοχλήσει, να μην της αποσπάσει την προσοχή, της φτάνουν τα μαλλάκια, μεταξένια, που πέφτουν στα μάτια, αυτά τα μάτια τα νυσταγμένα λίγες μέρες πριν τα γενέθλια των εφτά κατάδικων της χρόνων!
Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα.
Αχ βρε Εύα, εύχομαι να σου το κάνουν δώρο το κοχύλι, να είναι βγαλμένο από το βυθό της θάλασσας, αυθόρμητα μια μέρα καλοκαιρινή, ο ήλιος να λάμπει Ιούλιο, η θάλασσα να στραφταλίζει Αιγαίο, κι εσύ να ακούς τον Φεντερίκο που πρώτη φορά γνώρισες στα εφτά σου σχεδόν, να σου το ψιθυρίζει.
Χρόνια πολλά!
http://www.youtube.com/watch?v=pnZUCMSZwSI

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

G as George

Δε θυμάμαι πότε ακριβώς τον γνώρισα. Τον έχω όμως σε μια φωτογραφία που έχει ως φόντο μια ταπετσαρία με ζωάκια. Τα έπιπλα είναι λάκα πορτοκαλί γυαλιστερή. Όταν όλοι βάφανε τα παιδικά έπιπλα κόκκινα η δική μου μαμά επέλεξε πορτοκαλί που φέρνει προς τη φλούδα μανταρίνι. Την τάση της διαφοροποίησης, εγώ, δε θα είμαι ένα άσπρο χνουδωτό προβατάκι, αλλά το μαύρο πρόβατο της οικογένειας την οφείλω σ’αυτήν, τελεία. Σ’εκείνη τη φωτογραφία γενεθλίων μου, δε νομίζω να διακρίνεται ακόμη αυτή η τάση. Διακρίνονται ξεκάθαρα όμως οι ξανθιές σχεδόν μπούκλες του. Είχε και κάτι μαγουλάκια φουσκωτά, έφταιγε το παιδικό της ηλικίας του.
Σε μια άλλη φωτογραφία, έφηβος κάθεται με το μπουφάν του σε κάτι βραχάκια, είναι από την εκδρομή της Γ’ λυκείου, εκείνοι είχαν πάει Κέρκυρα. Η φωτογραφία αυτή έκανε παρέα σε άλλες στο σπίτι της γιαγιάς μας. Τον θυμάμαι και σε μία άλλη, μαθητής στο 13ο, στέκεται όρθιος δίπλα στην έδρα, ο φακός τον έχει πιάσει να χαμογελάει, κάτι λέει. Πάντα κάτι λέει, λέει και ανέκδοτα είναι τα μόνα που δε βαριέμαι να ακούω. Διηγείται καταπληκτικά, όπως και η αδερφή του, διηγούνται όμως διαφορετικά. Εκείνος κάνει παύσεις, κρατάει όλους στο τραπέζι σε αγωνία. Η αδερφή του πάλι, ένας χείμαρος!
Τις προάλλες τον είδα και σε μια άλλη φωτογραφία. Πάλι γελάει, είναι με την Εύα, δεν ξέρουν ότι τους βγάζουν. Αυτή τη φωτογραφία τη χρειάζομαι και θα του τη ζητήσω. Μπορώ να του ζητήσω πολλά, εκτός από ένα...όταν παίζει ο ΠΑΟΚ κρίσιμο παιχνίδι δεν μπορώ να ζητήσω να δω το ματς μαζί του, γιατί η καρέκλα δίπλα του πρέπει να μείνει άδεια...βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, βρε η ξαδέρφη σου είναι μόνη και έρμη, βρε θα κάτσω στην «άδεια» καρέκλα και δε θα βγάλω τσιμουδιά...τίποτα δεν πιάνει μπροστά στη θρησκεία...και καλά κάνει!
Βλέπουμε μαζί όμως τα άλλα ματς, έχουμε ανακαλύψει κι ένα καταγώγιο θεϊκό κάπου στην Καλαμαριά, είναι το μόνο μαγαζί στο οποίο πίνω τη Guinness από ποτήρι! Γιατί? Γιατί είναι παγωμένο! Εκείνος πάλι αγαπάει τον freddο. αγαπάει να παίζει 5Χ5, αγαπάει ό,τι έχει να κάνει με μπάλες, αγαπάει και πολύ τα παιδιά.
Σχετικά μ’εμένα θέλει να με βάλει να γράψω σ’ένα χαρτί το τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Εγώ όλο το αναβάλω, όπως αναβάλω και το upgrade του κινητού μου. Προτιμάω να λιάζομαι κάτω από τον ήλιο, καθισμένη πλάι του και να λέμε βλακείες. Σχετικά με την Εύα που συνήθως μας συνοδεύει, θέλει η θεία της, αυτή είμαι εγώ, να της μιλάω για αρχιτεκτονική, συνδυασμούς χρωμάτων και ρυθμούς κιονοκράνων. Ευτυχώς η Εύα δε θέλει και κάνουμε κόμμα, προτιμάμε να καθόμαστε κοντά του και να λέμε βλακείες. Επειδή συνήθως ξεφεύγουμε τελείως, έρχεται η εργασιομανής της οικογένειας, με λένε Νάντια και είμαι καλά, για να μας αποδιοργανώσει πλήρως!!!
Όταν ο Γιώργος μπαίνει στον Όμιλο, στο Βe ή σ’αυτό το άλλο που διαβάζω τις κυριακάτικες εφημερίδες μου, τα μαγαζιά αυτά που είναι στέκια μου και τα κατέχω, αποκτούν άλλη διάσταση, τη διάσταση της πιο γλυκιάς γεύσης, ever. Όταν με κοιτάει, 33 Φλεβάρηδες μετά, βλέπει απλώς την ξαδέρφη του, στα μάτια εκείνου δεν έχω μεγαλώσει, δεν είμαι σνομπ, δεν είμαι πληθωρική, δεν είμαι απότομη, δεν έχω το πιο ωραίο χαμόγελο γιατί αυτό εξάλλου το έχει η κόρη του! Είμαι απλά εγώ κι εκείνος είναι απλά αυτός!
Αυτός λοιπόν σήμερα, ο ξάδερφος μου, έχει τα γενέθλια του, σκοπεύω να του πω να πάμε σ’ένα απογευματινό πάρτυ, σ’ένα άλλο στέκι για να μου το γεμίσει λιωμένη σοκολάτα από το Plaisir! Έτσι θα νιώθω! Ίδια με την τούρτα προφιτερόλ που σκοπεύω να του πάρω, για τα μάτια του μόνο! 33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνος κάνει τη ζωή μου πιο γλυκιά, γλυκιά όσο του εύχομαι να είναι πάντα και η δική του ζωή.
Χρόνια γλυκά – πολλά, Γιωργάκη!

Σάββατο 2 Μαΐου 2009

F as Firenze

Τη γνώρισα αρχές Σεπτέμβρη του 1997. Κανονικά θα τη γνώριζα τέλη Σεπτέμβρη. Έφταιγε πάλι το ανυπόμονο του χαρακτήρα μου. Ήταν βράδυ όταν την πρωτοαντίκρυσα. Η καρδιά μου χτυπούσε από αγωνία...θα μου άρεσε? Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από εκείνη, ήταν τα φωτάκια σ’ένα γεφύρι, μια γέφυρα μας χώριζε. Προσωρινή ανακούφιση. Το δεύτερο πράγμα που θυμάμαι από εκείνη είναι ο σταθμός της. Ξενιτιά.
Με τον καιρό, ο σταθμός της έγινε για μένα συνώνυμο του να γυρνάω σπίτι μου. Ήταν εξάλλου το πρώτο δικό μου σπίτι. Τη Δευτέρα που μας πέρασε με το που κατέβηκα στον σταθμό της...ανέπνευσα, είχα γυρίσει σπίτι μου. Χαμογελούσα ήδη εδώ και μισή ώρα μέσα στο τρένο. Αναγκάστηκα να εξηγήσω στους τρεις κυρίους που μοιραζόμουν το τραπεζάκι, ότι για το χαμόγελο μου, το ηλίθιο χαμόγελο που είχε κολλήσει στη φάτσα μου, έφταιγαν τα 7 χρόνια που είχα να την αντικρίσω.
Εκεί στον κεντρικό σταθμό της, γνωρίζω κάθε μαρμάρινο πλακάκι, γνωρίζω τη μάρκα του ρολογιού που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των τουριστών, γνωρίζω ποια λεωφορεία περνάνε από αριστερά και ποια από δεξιά. Γνωρίζω τον ήχο από τα γράμματα που αλλάζουν στον πίνακα ανακοινώσεων. Γνωρίζω να πάω σπίτι με κλειστά μάτια.
Να πάω σπίτι ή να πάω στις Cascine, να πεταχτώ μέχρι το San Marco ή να κάνω κύκλο από το Santo Spiritο. Να διασχίσω το ποτάμι από το ponte alla Carraia ή σα χαζοτουρίστας από το ponte vecchio. Να πάω από την piazza della repubblica ή από τη piazza della signoria...πολύ απλά τα έκανα όλα, άφησα το multiple choice στην άκρη και τα κύκλωσα όλα...μα όλα!!!
Κι όταν έφτασα στο δικό μας γεφύρι, στο γεφύρι των ευχαριστιών, θα σας εκμυστηρευτώ κάτι...το διέσχισα και από τα δύο πεζοδρόμια...να το χορτάσω ένα πράγμα. Εκεί στη γειτονιά μου, έχασα πλέον τη μπάλα...πήγαινα σαν κουρδισμένο τρενάκι, έκανα κανονική χαρτογράφηση. Αμ οι καφέδες...πάλι καλά που υπάρχουν και οι εσπρέσο...σταμάτησα με διαφορά ενός τετάρτου, 2 φορές μέχρι να φτάσω σπίτι. Ευτυχώς τα καφέ βρίσκονται σε παράλληλους δρόμους γιατί διαφορετικά θα είχαμε πρόβλημα, ή τρελή κι αλλοπαρμένη ή ένα Αλτσχάιμερ το πηγαινοφέρνει...θα λέγανε, για την αφεντιά μου.
Ευτυχής που γλίτωσα το χαρακτηρισμό, είπα να μη γλιτώσω την ανηφόρα...κι έτσι ανέβηκα και εκεί που έβαζα τον νέο χρόνο. Στο Σαν Μινιάτο από την άλλη έκλεψα...δεν ανέβηκα...ζουμάρισα μόνο με το φακό. Θέμα είχα στο κατέβασμα, να πάω από τον κρυφό δρόμο ή να πάω από τον ακόμη πιο κρυφό δρόμο. Έκλεψα κι εκεί, εξάλλου ο χρόνος πίεζε...Κάπου εκεί κοντά βρίσκεται και το ξενοδοχείο στο οποίο θα ξόδευα τα λεφτά του μπαμπά μου, μένοντας παραπάνω μέρες από όσες χρειαζότανε κοντεύοντας να μείνω χωρίς το πρώτο ενοίκιο. Κι όπως αγαπάει να μου υπενθυμίζει εκείνος, το επάγγελμά του είναι αυτό του δικηγόρου και όχι του εφοπλιστού, εάν δεν έχει υποπέσει ακόμη στην αντίληψη μου. Αυτή η ατάκα μαζί με την ατάκα της μαμάς, «στο δικό σας σπίτι να πάρετε και αγελάδα αν θέλετε», συνοδεύουν τις παιδικές αναμνήσεις τις δικές μου και του Τάσου. Αγελάδα από όσο ξέρω ακόμη δεν πήραμε, αλλά πήρα σκύλο, καμιά φορά κοιμάται και κάτω από το κρεβάτι των γονιών, «για να μη ζεσταίνεται το πουλάκι μου», λέει η μάνα κουράγιο. Ο μπαμπάς μπορεί ως μη εφοπλιστής να μη κάνει τα χατίρια στα καμάρια του, αλλά 33 Φλεβάρηδες μετά μπορώ να σας ενημερώσω ότι πρώτα δίνει μπουκιά στο σκυλί μου και μετά τρώει εκείνος...
Επιστροφή στη δική μου Φλωρεντία. Έκανα τον κρυφό δρόμο και λίγα μέτρα από τον πιο κρυφό και λατρεμένο μου, αυτός ο τελευταίος είναι ο δικός μου χαμένος παράδεισος. Έχει τα πιο ωραία πράσινα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, έχει τα πιο ωραία κελαηδίσματα, έχει την πιο ωραία πρωινή πάχνη, έχει τις πιο ωραίες νυχτερινές μοσχοβολιές, έχει την πιο ωραία ηχώ. Τον έχω μοιραστεί μόνο με τη Γιώτα.
Υπάρχει ένα καφέ που είναι το δεύτερο σπίτι μου εκεί. Να κάτσω μέσα ή να κάτσω έξω. Έκατσα έξω. Έφαγα ένα, δύο, τρία διαφορετικά πανίνι και μίλησα με έναν μάστορα, για την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας, για τα νησιά, για τους Δελφούς, για το Μάη του’68. Κανονικά τότε όταν το συγκεκριμένο καφέ μας έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα, κι αν όχι κάθε μέρα..σίγουρα τις μέρες που είχα ακεφιές θα άνοιγα το στόμα μου μόνο για να καταβροχθίσω τη mont blanc!!!
Το latte macchiato το ήπια εκεί που έπρεπε. Διέσχισα σχεδόν τρέχοντας τη via Maggio. Χάθηκα στα στενά, τα μαγαζιά είχαν ανοίξει, σ’ αυτό το χαζό ωράριο της Φλωρεντίας που πάντα με μπέρδευε. Και οι ώρες στο σινεμά με μπέρδευαν, άνοιγαν ότι ώρα να’ναι. Η Φλωρεντία έχει τις πιο ωραίες αίθουσες σινεμά που έχω πάει, εκεί μέσα ο Ντε Νίρο μιλάει ιταλικά! Κι όταν βγαίνεις από τη μαγεία της μεγάλης οθόνης, ένα παγωτό θα σου κρατάει συντροφιά στο δρόμο για το σπίτι. Μόνο το super market ήταν μακριά, αυτό και τα πλυντήρια ρούχων. Άλλα παράπονα δεν της κρατάω. Εκείνη, 33 Φλεβάρηδες μετά εξακολουθεί να μου κρατάει πάντα συντροφιά.
Κάνει τον καλύτερο εσπρέσο και την καλύτερη τιραμισού, μετά τη Σάρα, τη Σόνια και τον Davide, υποθέτω και μετά από εσένα. Έβαλα ξυπνητήρι στις 7 το απόγευμα, για να ξυπνήσω από το όνειρο και να μη χάσω το τρένο. Η Valentina μου έβαλε σουπίτσα σα φαγητό παρηγοριάς, κι ο Davide το Lost στην τηλεόραση. Ο Duke κοιμόταν στο ραντσάκι του, ο Fernando πάνω στην κοιλιά της Vale, o Enricο μέσα στην κοιλιά της Vale. Εγώ σκεπασμένη μ’ ένα κουβερτάκι. Στο Μιλάνο βρέχει και στο Lost ακόμη δε βγάζουμε άκρη.