Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Μάτα

Δεν τη γνώρισα….μου την γνώρισαν! Φίλες οι γιαγιάδες, φίλες οι μαμάδες, ε, φίλες και τα κουτσούβελα…Ήταν ακόμη αυτή η ηλικία που άλλοι αποφασίζουν για πάρτη σου..ευλογημένη εποχή…απλά δεν το ξέρεις ακόμη!
Δεν ήθελε να περάσει δύο ολόκληρους μήνες εκεί, εκεί στα ορεινά, στα καταπράσινα, αλλά περνούσε και δυο και τρεις, καμιά φορά…Αργότερα δεν ήθελε να γυρίσει στο Λονδινάκι, αλλά γυρνούσε…"σιγάααα, μην ήταν έτσι!” θα μου πει αύριο!
Δεν τη γελάσανε τα αυτάκια της, όχι, όχι, δεν ήταν για την ντουλάπα, έκλεισε το τηλέφωνο, πήγε να κατέβει στην παραγωγή, έκανε στροφή επιτόπου και με ξαναπήρε….δεν το συνηθίζει γιατί συνήθως πνίγεται στη δουλειά.
Αλλά εκείνη τη φορά πνίγηκε από τα λεγόμενα…
Το ρίξαν και στις μπύρες. Συνήθως πορώνονται και μιλάνε για κατόψεις, ξύλα και υλικά…
Έχει τον απόλυτο τρόπο να πείθει ανθρώπους…σ’αυτούς συμπεριλαμβάνεται και η αφεντιά μου! Με κοιτάει με κάτι τεράστια μάτια μάνγκα, είναι τα πιο ωραία της Θεσσαλονίκης, και σε ακτίνα 24 χιλιομέτρων περιμετρικά αυτής, σκεπτική, κρατάει την ανάσα της, ένα, δύο, τρία, κι εγώ έχω ήδη αλλάξει γνώμη! Νομίζω μου κάνει μέθοδο Σίλβα!
Ένα, δύο, τρία, άπειρα χρόνια προσπαθώ να την πείσω για το χειμερινό resort διακοπών, μάταιαααα! “Να πας!”, μου λέει, “εγώ δεν έρχομαι..",
"βρε καλή μου, βρε χρυσή μου” εγώ...
"βρε έχει καλό κλίμα, βρε έχουμε τζάμπα τετραγωνικά”…είναι ικανή να στείσει το αντίσκηνο στη Σαχάρα, παρά να μου δώσει το πράσινο φως…”βρε στη Θεσσαλονίκη έχουμε σεισμούς, βρε θα αρράξουμε στη βεράντα σου, ένα δυο βράδια,” ανένδοτη εκείνη…
"πώς το έλεγε ο Τάσος εκείνο το χαριτωμένο;" με ρωτάει…
"ότι είναι πίσω από τον ήλιο," της απαντάω.
"ά! Γεια σου", μου ανταπαντάει.
"Βρε!", της λέω, “αυτήν την ατάκα τη χρησιμοποιούσε ο αδερφός, παντώς καιρού, τσιχλόφουσκα, ένα πράμα”, τίποτα…αμετάπιστη αυτή! Ρε μπας και είναι ταύρος μεταμφιεσμένος σε δίδυμο; αναρωτιέμαι.
"Αφού το είπε ο Τάσος, τι θες τώρα εσύ"…σα να μου λέει…"διδακτορικό έχεις; Δεν έχεις, ε, μη μιλας!!!"
Μη μιλας, μη γελάς, γιατί κοιμάται η Ελλάς…ρε Μάαατα….σούζα μ’εχει.
"Ίσως μου λέει, ίσως πάμε αυθημερόν", ενώ για Αθήνα από την άλλη… πετάει τη σκούφια της. Εκεί όοολα βαίνουν καλώς, κοινώς βόρεια Χαλκιδική δε μας βλέπω…
Αυστηρήηηη, μαζί μου….αυστηρότατη, με θέλει σα διαφήμιση Palmolive, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ! δε μου επιτρέπεται να είμαι πεσμένη με τίποτα. Άμα πάω να της κουνηθώ, με αγριοκοιτάζει, “γιατί;” μου λέει, “δεν κατάλαβα γιατί δεν είσαι καλά, εγώ μια χαρά σε βρίσκω” ανεβάζει και τον τόνο της φωνής…κάπως έτσι βρέθηκα και στον Χατζηγιάννη, επειδή απλώς την κοίταξα, κάπως έτσι βρέθηκα και στην Αθήνα, κάπως έτσι θα βρεθώ κι εγώ δεν ξέρω πού, όπου αποφασίσει εκείνη να με στείλει!
Κι εγώ τα 33 περασμένα, κανονικά ούτε αυτό μου επιτρέπει να το λέω, το 33, θα πάω με χαρά όπου με στείλει, γιατί εκείνη αναδύει μια ηρεμία, μια σταθερότητα, μια ασφάλεια, γιατί εκείνη μου θυμίζει εμένα να τρέχω στις κατηφόρες του Βάβδου, μεσημέρι να πάω να τη συναντήσω, μου θυμίζει Πιαδούδι και Πιάδα και προφήτη Ηλία μικρό και μεγάλο, μου θυμίζει εμάς τότε στα χρόνια της αθωότητας, μου θυμίζει ότι η ζωή μου θα είναι ωραία, επειδή απλά υπάρχει, επειδή εγώ μας φαντάζομαι ήδη μεγάλες σαν τις γιαγιάδες μας, να καθόμαστε στη βεράντα της και να μιλάμε για Mies και Barca, L. Kahn kai Z. Hadid…33 χρόνια μετά! “αν έχουμε βγει στη σύνταξη!”, θα μου πει αύριο! Προς το παρόν θα βγούμε…στο Μιλάνο!

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Μαριάνθη

Την έχω σε μια φωτογραφία σχεδόν παιδική...Σοφούλη με Ανθέων, να είναι πρωί; να είναι μεσημέρι; Δε θυμάμαι...πίσω μας ένα βενζινάδικο, πολύ πριν το plaisir ανοιχτεί στις μεγάλες μπίζνες, όταν ακόμη πληρώναμε το χωνάκι σε δραχμές, 60! Τρία εικοσάρικα...ήταν πολύ εύκολο να βρεθούνε...ένα εγώ, ένα εκείνη, ένα κάποιος τρίτος...απλά πράγματα! Σοκολάτα μάνγκο...
Νομίζω είμαστε ακόμη γυμνάσιο, το λένε τα ρολόγια που φοράμε, δεν μας έχει πιάσει ακόμη η swatchμάνια!
Διαβάζω τα γράμματά της σ’ένα εφτάρι, έρχονται από το Βόλο. Π. Καρτάλη είναι ο μόνος δρόμος που ξέρω, από μνήμης, όπως και το φοιτητικό της σπίτι εκεί, από περιγραφές! Τα γράμματά της έρχονται από το Λονδίνο...λατρεύει το Λονδίνο...τα γράμματά της δεν έρχονται πια ταχυδρομικώς, έχουν αντικατασταθεί από sms και μπίρες...η πρώτη; αρχή φθινοπώρου στην Π.Π.Γερμανού, 2002. Τα διλήμματα τότε ήταν απλοϊκώς ευχάριστα. Τα διλήμματα τώρα είναι άσ’ τα να πάνε...έχουν μεσολαβήσει κι ένα κάρο πράγματα. Κοιτιόμαστε πάνω από κούπες πορσελάνινες του καφέ, πάνω από ποτήρια διάφανα ψηλά κολονάτα μπίρας, πάνω από ποτήρια χαμηλά κρυστάλλινα που φιλοξενούν Oban...συνεννοούμαστε χωρίς λόγια...
Με ξέρει όσο λίγοι άνθρωποι, καμιά φορά νομίζω πως με ξέρει καλύτερα κι από μένα! Καμιά φορά της ξεφεύγω από αριστερά, από δεξιά...και τότε με λέει αμοιβάδα. Καμιά φορά με μαλώνει ότι παραείμαι αμοιβάδα και μετά μου κάνει τα χατίρια και με πάει στα αγαπημένα μου καφέ, ή στο αγαπημένο της ταβερνείο που τώρα πια έχει γίνει και το δικό μου αγαπημένο, εκεί πίνουμε μόνο Kaiser. Την πρώτη καλοκαιρινή Peroni, θα την πιω μαζί της, κάπου μακριά που μόνο αυτή ξέρει.
Και ξέρει πολλά, πάρα πολλά, ίσως τα περισσότερα...και έχει υπομονή μεγάλη υπομονή, κι εγώ που σήμερα γράφω γι’αυτήν πρέπει να είμαι προσεκτική πολύ προσεκτική για το τι γράφω, γιατί πώς να προστατέψεις τον άνθρωπο που κουβαλάει την ψυχή σου, πώς να μην ξεφύγεις σε σχόλια προσωπικά, Μαριανθάκι...δυσκολεύομαι να κρατήσω το μέτρο...τι να τους πω για την Κυριακή εκείνη στη θάλασσα, τι να τους πω για την Τρίτη του Οκτώβρη, που πήρες άδεια για να κάθεσαι απλά δίπλα μου, ώρες χωρίς να μιλάς, απλά για να είσαι εκεί, τι να τους πω για το πρωινό τηλεφώνημα κάθε μέρα, όταν όλα μεταξύ σας έχουν τόση βαρύτητα και είναι τόσο κωδικοποιημένα...
Μμμμ, ξέρω τι θα τους πω!, ότι χτες αποφασίσαμε η άλλη μας έξοδος να είναι σίγουρα στην pizza di Spagna, γιατί ψοφάμε για το καλτσόνε και τη σαλάτα λάχανο που διαθέτει και γιατί στα 32 μπορεί να καήκαμε, αλλά στα 33 μας κάνουμε ό,τι θέλουμε, στα 33 μας πια μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε ότι ναι, μπορείς να περνάς καλύτερα στην pizza di Spagna, χωρίς καμιά ενοχή!!! Αρκεί να είσαι εκεί εσύ, ναι βρε! Εσύ, εσύ!
Κι επειδή το εσύ είναι τεράστιο, απύθμενο....θα επανέλθω πάλι κάποιο πρωινό ηλιόλουστο, σαν το σημερινό! Και που είσαι? Περιμένω εναγωνίως το feed back☺

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Eua

Την λένε Εύα. Την ξέρω από το 2002, από τη στιγμή που υπάρχει. Μάης ήτανε, αρχές. Αν θυμάμαι καλά...Σάββατο, πρωί. Έπινα τον καφέ μου απολαμβάνοντας τη θάλασσα. Χτύπησε το τηλέφωνο. Μόλις είχε αφιχθεί! Ανυπόμονη, όπως κι εγώ. Μου το είπε ο μπαμπάς της. Χάρηκα, γιατί ήρθε εύκολα σ’αυτόν τον κόσμο, ανυπομονούσε, είμαι σίγουρη!
Την κράτησα στα χέρια μου, βδομάδες αργότερα....αγνοώντας, το ίδιο κι αυτή. Στα χέρια μου είχα ζωγραφισμένο κάτι. Γελούσα. Το σπίτι των παιδιών, το πρώτο, κι εκείνη εκεί, μια σταλιά, να αγνοεί...
Φόρεμα λευκό, εκείνη μωρό, πολύ μωρό, η μαμά της και η θεία της. Δεν ήρθε καμιά μαζί μου. Συμβολικό; Φωτογραφία στο δωμάτιο, στο κρεβάτι του Τάσου, και όλοι να αγνοούν. Χαμογελάμε. Φωτογραφία στο δωμάτιο, στο κρεβάτι του Τάσου, χρόνια πριν, πολλά...η ταπετσαρία με ζωάκια, καταπληκτική, σε κάποια γενέθλια μου, και όλοι να αγνοούν.
Φωτογραφία στο μπαλκόνι της μαμάς μου, εκείνη θα ήταν τριών, χαμογελάμε, την έχω στο ψυγείο μου, πάντα να αγνοούμε...πάντα...
Στεναχωρημένη πολύ, πάρα πολύ, δε θυμάμαι το λόγο...θυμάμαι να μη θέλω να ξεκολλήσω από δίπλα της. Να με βάζει να λέω τα λόγια, που εκείνη ήθελε να πω, και να εκνευρίζεται που έπαιρνα πρωτοβουλία και τα άλλαζα.
Χαλκιδική, να τρέχει σε μια κατηφόρα, πολύ γνώριμη για μένα και να την παίρνω αγκαλιά. Χαλκιδική, ζωγραφιές με παραγγελιές, «να φοράει μαγιώ, η κούκλα, και να έχει όλη την πλάτη έξω, ναι έτσι!» Χαλκιδική, να κάνει πασαρέλα πάνω κάτω, εκεί που δεν ήρθε να με δει.
Παραλία, να πιάνω μπάλα του μπάσκετ μετά από άπειρα χρόνια, για χατίρι της και να γελάω, εν πλήρη γνώση αυτήν τη φορά. Να ξανανιώνω επειδή είναι εκείνη παιδί, και εκείνη να αγνοεί...Να πηγαίνω όμιλο και να είναι η πιο όμορφη φορά και εκείνη να αγνοεί! Τρώει τα κουλουράκια της, ούτε καν προσέχει το ηλιοβασίλεμα. Ο διπλός καπουτσίνο μου δεν την ενδιαφέρει καθόλου. Αγνοεί ότι κάθεται σε μια Adirondack, αγνοεί πόσο αγαπάω αυτήν την πολυθρόνα, αγνοεί πόσο ήθελα να βάλω τέτοιες στον κήπο μου, αγνοεί ότι θα αναρτήσω τη φωτογραφία μας στο FB, αγνοεί πόσο καλό μου κάνει. Αγνοεί ότι είναι αυτή, η παιδικότητά της που την ηρεμεί, αυτή και ο θείος της που βρίσκεται σε άλλη ήπειρο, την κρατάνε ήρεμη ξημερώματα στο Fix, αγνοεί ότι για πρώτη φορά η θεία της, περασμένα τα 33, εκείνην σκέφτεται και χαμογελάει, κι ας μην έχει τίποτα απτό, έχει την εικόνα τη δική της, να κοιμάται σ’ένα κρεβάτι σιδερένιο, λευκό, πλημμυρισμένο στα ροζ, αγνοεί πως μετράει τις ώρες να την πάρει αγκαλιά, να την πειράξει, να κλέψει από την ανεμελιά της...
Αχ βρε Εύα...αγνοείς πως θα έρθει η μέρα που θα βγούμε φωτογραφία, θα φοράς φόρεμα λευκό και θα λάμπεις και θα είναι μια από τις πιο ευτυχισμένες μας μέρες... να το αγνοείς!

Chris

Τον γνώρισα τον Οκτώβρη του 2008 στο Shark. Μέρες ακούγαμε την Καλυψώ να επαναλαμβάνει σα βελόνα κολλημένη στο pick up, «σας πειράζει να’ρθει και ο φίλος μου ο Chris;», μέρες απαντούσαμε, σα χορωδία βυζαντινής μουσικής, εμείς «όοοοχι Καλυψώ, δε μας πειράζει». Αλλά Χρήστο ακούγαμε και Χρήστο δε βλέπαμε. Βλέπετε είναι πολυάσχολος και κοινωνικός, πολύ κοινωνικός. Κατά τα λεγόμενα της Καλυψούς, δεν υπάρχει δεύτερος!
Ώσπου εδέησε να εμφανιστεί. Έκανε την πρεμιέρα του, Πέμπτη ήτανε θαρρώ, και εισχώρησε στο κλουβί με τις τρελές....μέεεγα λάθος, νομίζω, αλλά δε βαριέσαι, σ’αυτήν τη ζωή ο καθείς πορεύεται κατά βούλησιν..
Εκείνο λοιπόν το βράδυ, στην τελετή υποδοχής του Χρήστου, ως τέταρτο μέλος στην παρέα, εκείνος φορούσε ένα ριγέ σιελ λευκό πουκαμισάκι, η Μαριάνθη ήταν σε φάση sic rock κι εγώ το έπαιζα συμφιλιωμένη με την ηλικία μου, φόρεμα πασπαρτού αναλόγως των κουμπιών που ανοίγεις, πιάνει από εκκλησία μέχρι θερινό Αzzuro. Η κολλητή του κολλητού απουσίαζε.
Θες να ήταν οι μπίρες, θες να ήτανε η οικειότητα ότι κολλητός φίλος της κολλητής σου δεν μπορεί να’ναι σκάρτο πράγμα, τα πράγματα πήρανε το δρόμο τους και κολλήσαμε κι εμείς. Μήνες μετά ο Χρήστος συνεχίζει να λέει θεϊκές ατάκες, όπως χτες βράδυ, και να μας πετάει στο καναβάτσο. Από αλλού το περιμένεις, από αλλού σου έρχεται. Μήνες πριν, πάλι στο Shark, μας άφησε με το σαγόνι κρεμασμένο, καθόμασταν σ’έναν καναπέ, τα κουρασμένα νιάτα, ε λοιπόν δεν άφησε άνθρωπο από τους διπλανούς καναπέδες που να μην τους μιλήσει!!! Είναι να μη σ’ακουμπήσει, να μη σε κοιτάξει, σε dt πιάνει κουβέντα κι άλλος αισθάνεται ότι τον ξέρει χρόνια, ανοίγεται σαν τριαντάφυλλο!
Τι τους λέει, ρε παιδί μου, και λύνονται όλοι στα γέλια, δεν ξέρω...γελάει κι αυτός μ’ένα γέλιο trademark! Αμ τότε στον Ερωτικό, δίπλα μας, παρέα που μας έκανε να νιώθουμε 18άρηδες. Που τον χάνεις, που τον βρίσκεις το δικό σου...τους γνώρισεεεε. Γελάκια, σχολιάκια, τσουγκρίσματα ποτηριών, αφιερώσεις, στο τέλος όταν αποχωρούσανε, φιλιά, αγκαλιές, κοντέψανε να μας πάρουν τα δάκρυα από τη συγκίνηση.
Αύριο που είναι αργία, θα ψάξω να βρω τα τοπικά κανάλια της βορείου Ελλάδος. Υπάρχει λόγος. Όπως λόγος υπάρχει που το τρίο στούτζες θα συμμετάσχει και στο μαραθώνιο της 12ης Απρίλη. Τώρα πια δεν τον βλέπουμε συχνά, γιατί υπάρχει λόγος σοβαρός και ιερός, γιατί όπως υποστηρίζω με πάθος, οι φίλοι είναι για να κατανοούν, να στηρίζουν διακριτικά, να υποχωρούν στο background, να χαίρονται με τη χαρά σου, και ο Χρήστος είναι χαρούμενος, καμιά φορά μπερδεμένος, αλλά θα βρει την άκρη και τις ισορροπίες. Γιατί το παν σ’αυτήν τη ζωή είναι οι ισορροπίες, 33 χρόνια μετά και έχοντας πανηγυρικά αποτύχει να τις βρω, ακόμη, τις επιθυμώ διακαώς για τον Χρήστο, την Καλυψώ, για όλους μας...

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

X-man

Μένανε πίσω από το Χίλτον. Απόγευμα προς βράδυ ήτανε, Οκτώβρης του 2002. Εκείνος είμαι σχεδόν σίγουρη θα θυμάται και την ημερομηνία, γιατί διαθέτει αυτό που αποκαλούμε, μνήμη ελέφαντα. Είναι αέρινος, αεικίνητος με απίστευτα σταθερό και διεισδυτικό βλέμμα. Τα καταλαβαίνει όλα! Γρίφο γράφω εγώ στο προφίλ, κατακαλόκαιρο, ζέστη, λέω, «ποιος θα ασχοληθεί...», τσουπ ο Χ- man!! Δεν αφήνει να πέσει τίποτε κάτω. Ο τρόπος που τραβάει τις προτάσεις, ο τονισμός τους, το αιώνιο ερωτηματικό στο τέλος! Παναγιά μου, καρφώνει και το βλέμμα του απάνω σου, άμα κάνεις eye contact, το ‘χεις χάσει το παιχνίδι, άλλα λες εσύ, άλλα λεν τα μάτια σου, ένα πράγμα. Βλέπει κι αυτά που δε θες να δεις ούτε εσύ, ούτε κανείς. Σε σφάζει με το βαμβάκι, με το μαχαίρι, δεν ξέρω με τι, αλλά πολύ κομψά, ομολογουμένως!
Αλλά, όλα κι όλα, είναι αμετανόητος γλυκατζής, βασικά σοκολατομανής. Πάρε έναν κατάλογο σοκολατούχων γλυκών, φαντάσου περιγραφές τόσο πληθωρικές και πιασιάρικες που μια θολούρα, μια ζαλάδα σου ‘ρχεται, το νιώθεις ότι σου ‘ρχεται. Ε, λοιπόν, αν έχεις την τύχη να κάθεται απέναντι σου, απλά σήκωσε τα μάτια σου από τον κατάλογο. θα σε κοιτάξει, είπαμεεε, με αυτό το βλέμμα που θα τρυπήσει την κόρη του ματιού σου, και θα σου πει κοφτά, «το chocolate muffin που είναι cranchy απ’έξω και μέσα έχει λιωμένη σοκολάτα, αυτό!», θα κουνήσει και το κεφάλι καθησυχαστικά, εννοώντας... «ξέρω εγώ τι σου λέω», τέλος!
-Τέλος;
-Τέλος! Τόσο απλά.
Επιστροφή όμως στην Αθήνα προ Ολυμπιακών, Οκτώβρης, ήταν χωμένος στο δωμάτιο με την πορτοκαλί μονταζιέρα που χρησιμοποιούσε ως γραφείο, μπροστά σ’έναν υπολογιστή. Βιαζότανε κιόλας να φύγει για την πρόβα, μόλις που έκατσε μαζί μας μερικά λεπτά στο σαλόνι. Η μπαλκονόπορτα ανοιχτή, μοσχοβολούσε Αθήνα άλλης δεκαετίας, πιο ερασιτεχνικής. Τότε, μόλις που είχα προλάβει να ανταλλάξω κανά δυο κουβέντες μαζί του. Ήταν ο φίλος της φίλης μου. Ήταν εκεί, αλλά είχε ήδη φύγει, η Αθήνα τον γκάζωνε....
Τώρα, η Βαρκελώνη τον χαλαρώνει. Τον χαλαρώνει τόσο, που θα περάσει ώρες μέσα στο εμπορικό του «Ναού» και δεν εννοώ τον ναό του Γκαουντί, αλλά του Καμπ Νου. Θα φύγει από κει με το πιο ωραίο κατακόκκινο μπλουζάκι, με ύφασμα υψηλής τεχνολογίας, που αναπνέει, κάνει μασάζ και άλλα πολλά, κάνει όσα χρειάζεται ένας μαραθωνοδρόμος, γιατί ο X-man είναι και από αυτό! Είναι και επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά αυτό δεν το ήξερε ούτε αυτός, ούτε η ίδια του η μάνα! Αλλά αυτή είναι μεγάλη ιστορία και θα επανέλθω.
Κάνει τα πιο μερακλίδικα στριφτά, αγαπάει τους εσπρέσο όσο κι εγώ, και κατεβάζει χριστοπαναγιές ενίοτε, όπως κι εγώ, πάντα με τα δίκια του όμως, όχι όπως κι εγώ... Το καταπληκτικό μαζί του, είναι ότι ανεβάζει πίεση, τα χώνει και μετά είναι μια χαρά και με τον εαυτό του και μ’εσένα τον φταίχτη.
Το επίσης καταπληκτικό είναι ότι αυτός δεν έχει περάσει τα 33, όπως εγώ, κι ότι σε λίγες μέρες περιμένει να παραλάβει το καλύτερο δώρο της ζωής του, αυτό που είμαι σίγουρη ότι θα επισκιάσει μακράν και το ταξίδι στην Ιβηρική, και τις σοκολάτες, και τα ξενύχτια μπροστά στον υπολογιστή, και πολλά άλλα και.
Και....χρόνια πολλά!!!!

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Καλυψώ

Οκτώβρης 1991, καθόμαστε δίπλα δίπλα στο εργαστήρι στη Λασσάνη. Είμαι κρυολογημένη. Της φαίνεται πολύ αστείο που το χαρτομάντιλο καλύπτει σχεδόν όλη τη φάτσα μου. Κάνει καταπληκτικές σκιές στο ελεύθερο σχέδιο, εγώ πάλι όχι...Βαριέται στο γραμμικό, λατρεύω το γραμμικό. Κάθε Σάββατο αδειάζουμε τα μελάνια στο νιπτήρα του φροντιστηρίου. Κάθε Σάββατο αδειάζουμε κόκκινες κούπες νες καφέ στο Διατηρητέο. Κάθε Σάββατο πάμε «Αλυσίδα». Κάθε καλοκαίρι για 13 συναπτά έτη πήγαινε Μύκονο. Δεν έχω πάει ποτέ. Είχε το πιο ωραίο μαύρο μπλουζάκι, φερμένο από το Μιλάνο, για τα μάτια της και μόνο στην ηλικία των 15 ετών.
Έχουμε γενέθλια με μια μέρα διαφορά. Έχουμε τον ίδιο ωροσκόπο. Λατρεύω να τη ρωτάω, «Καλυψώ τι ωροσκόπο έχουμε;» για να ακούω κάθε φορά «Τοξότη»! Μέσα σ’εκείνη τη λεξούλα κρύβεται η ισορροπία του σύμπαντος μου. Αγαπάει τη γυμναστική, μισώ τη γυμναστική. Δεν τρώει κρέας, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς κρέας. Κοιμάται αργά, κοιμάμαι με τις κότες. Πίνει καφέ πλασίμπο, χτυπάω τον ένα εσπρέσο μετά τον άλλο. Όταν είμαστε καλά λατρεύουμε να διαβάζουμε. Όταν δεν είμαστε καλά λατρεύουμε να περπατάμε. Λατρεύουμε το θέατρο και το σινεμά, ανεξαρτήτως διάθεσης.
Είναι ο μόνος άνθρωπος που βρίζει το σκυλί μου μπροστά μου κι εγώ από την άλλη της χαμογελάω ντροπαλά. Θυμάται τα πάντα, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Είναι η μόνη που δεν «πήγε» τον Ζάχο. Έχει απίστευτη αδυναμία σε κάποιον που εγώ αντιπαθώ σφόδρα.
Ντύνεται πολύ θηλυκά και φοράει καταπληκτικές γόβες. Όταν βλέπει πώς είμαι ντυμένη, σπάει τρυφερό χαμόγελο και με φωνάζει τρελοκομείο. Είναι ο ένας από τους δύο ανθρώπους που συγχύζω άθελα μου. Τους χωρίζουν τρεις μήνες, τέσσερα χρόνια και κάτι ψηλά. Σχεδόν ποτέ δεν μπορώ να απαντήσω σ’αυτά που με ρωτάει γιατί πολύ απλά είμαι ξεχασιάρα. Εκείνη πάλι δεν ξεχνάει τίποτα. Θυμάται ότι μου αρέσει το τραγούδι νούμερο έξι στο τάδε cd. Κι εγώ την φρικάρω γιατί όχι μόνο δε θυμάμαι ποιο τραγούδι μου αρέσει, αλλά ούτε καν ποιος το τραγουδάει.
Λατρεύει να οδηγεί. Μ’ αφήνει να κλέβω κοκαλάκια από σακουλίτσες Χόντος. Μ’ αφήνει άναυδη ώρες ώρες με την τσαχπινιά της. Βάζει το μωβ φουστάνι μου να λέει πράγματα που νομίζω πως θα έλιωναν και βράχο. Διαθέτει καυστικότατο χιούμορ και μια ψυχή ατόφια, σαν το ασήμι που δουλεύει στα κοσμήματά της. Και όχι ακόμη δεν μου έχει κάνει το κολιέ για τα γενέθλια των 33 μου χρόνων, γιατί όπως θρασύτατα δήλωσε, ευθύνομαι εγώ και μόνο εγώ που τη βγάζω έξω τα Σαββατόβραδα και της σπαταλάω τον ελεύθερο χρόνο της.
Νομίζω όμως ότι κατά βάθος με αγαπάει αν κρίνω από το πόσες φορές με πήρε τηλέφωνο ωρυόμενη όταν ανακάλυψε έντρομη, πως περασμένα τα 33 και δε φοράω κρέμα νυκτός. Της ανταπάντησα ότι η φιλοσοφία της γερμανικής εταιρείας που φοράω, εγώ και οι πρωταγωνίστριες στο Sopranos, θέλει την επιδερμίδα να αναπνέει ελεύθερα το βράδυ. «Μαλακίες», μου είπε, «επειδή ο δικός μας πρίγκιπας θα αργήσει, άσε τις γερμανικές μπούρδες και πάρε μια La prairie». Κι επειδή θα ξεπαραδιαστώ, μου πρότεινε κι αυτό το άλλο το θαυματουργό με το ασπράδι αυγού...δεν τόλμησα να διαμαρτυρηθώ ότι βρομάει...μου είπε και κάτι για αγνό παρθένο ελαιόλαδο, και όχι, με κοίταξε με επιτιμητικό βλέμμα, δε θα κάνεις σαλάτα! Αν και θα έπρέπε να τρως κι απ’ αυτό!
Σήμερα Σάββατο μεσημέρι, θα της προτείνω να πάμε Διατηρητέο, γιατί ο καιρός φέρνει στη διαφήμιση του νες καφέ, τη χειμωνιάτικη, της εποχής μας. Δεν το ξέρει ακόμη, αλλά νομίζω πως θα κατέβει, εξάλλου θα θέλει να πάρει και τις μωβ μπάλες από το Fresh, αυτές που μοσχοβολάνε Καλυψώ!

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

B.

Την πρώτη φορά που της μίλησα, ήταν στο τηλέφωνο. Εκείνη στην Κομοτηνή κι εγώ εδώ, η φωνή της απέπνεε μεγάλη αυτοπεποίθηση. Μιλούσε κοφτά, γρήγορα και ήξερε τι ήθελε. Δυσανασχέτησα. Το τηλεφώνημα ήταν επαγγελματικό. Μου περιέγραφε πώς ήθελε το χώρο της. Δυσανασχέτησα. Ήθελα το χώρο της – μου, ελεύθερο.
Ήταν αρχές Φλεβάρη του 2008, απόγευμα, μπήκε στο γραφείο μου, μαλλιά κατακόκκινα και σγουρά. Θυμάμαι φορούσε γκρι ωραίο υφασμάτινο παντελόνι και τακούνια. Έλαμπε και βιαζότανε πολύ. Έλαμπε. Αρχίσαμε να τα βρίσκουμε κάπως.
Είχε σπουδάσει στη Γαλλία. Μαλάκωσα. Κρασιά και γαλλικές παροιμίες, μαλάκωσα περισσότερο. Γαλλικός νότος και λεβάντα μου είπε. Συνεννοηθήκαμε.
Τον Μάρτη πάλι στο γραφείο μου, της ανακοίνωσα κάτι και άναψε τσιγάρο. Τον Ιούνη μου ανακοίνωσε κάτι, το απόγευμα θα έγραφα φιλοσοφία, με αλλαγμένη μια και για πάντα φιλοσοφία ζωής.
Τον Αύγουστο στήσαμε Κυριακάτικα σκαλωσιά στο κέντρο της πόλης. Ήδη στις μεταξύ μας συνομιλίες χρησιμοποιούσαμε το «μαλάκα» σα χαϊδευτικό. Τον Οκτώβρη μου έδωσε λευκή κάρτα για το σπίτι της. Εκείνη σκεφτότανε, όλο μαύρο, εγώ πάλι χρώματα, έντονα χρώματα, καθαρά, σκούρα όμως. Παρίσι αυτήν τη φορά, είπα. Κάνε ότι θες, φιλενάδα, μου απάντησε.
Βάζοντας τον καινούριο χρόνο, ήταν ένας από τους πολύ πρώτους ανθρώπους που τηλεφώνησα. Ήξερε. Τον Ιανουάριο όταν της ζήτησα την άδεια να πάω στο τελειωμένο σπίτι της με τα spare keys που είχα, μου έστειλε ένα μήνυμα. Βάλε μουσική τέρμα, έχει γαλλικό καφέ και αφιέρωσε! Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού της και ανέπνευσα. Εκεί, ανοίγοντας την εξώπορτα, σ’ ένα διάτρητο screen, εναπόθεσα όλη μου την ευγνωμοσύνη για το χώρο και το χρόνο που τόσο απλόχερα μου χάρισε.
Σήμερα, Παρασκευή, θα πάω να σε συναντήσω, όχι πια για δουλειά, αλλά για καφεδάκι στο Δάιος. Αν έχει φτάσει πρώτη, θα μου έχει ήδη παραγγείλει τον καφέ μου γιατί ξέρει. Όπως ξέρει ότι θα αγαπάει πολύ τη μαμά του και άρα και εμένα, σκέψη ψυχαναλύτριας. Δε φοράει ακόμη τακούνια, αλλά αθλητικά, κι εγώ που έχω πια κλείσει τα 33, ονειρεύομαι τη μέρα που θα τη δω πάνω σε δεκάποντα ξανά.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Angie

Σεπτέμβρης μήνας του 1991, ημέρα έναρξης, του σχολικού έτους που μας έβρισκε στη Β’ λυκείου, ακριβή δε θυμάμαι. Θυμάμαι όμως τα πεσμένα μέχρι το πάτωμα μούτρα μου, για το καλοκαίρι που είχε δυστυχώς τελειώσει και για την ανηφόρα που μας περίμενε μέχρι το επόμενο...
Το βλέμμα μου θα πλανήθηκε στην τάξη, γύρω πρόσωπα οικεία που όχι, δεν χαιρόμουν που γύρισα σχολείο για να τα δω....θα προτιμούσα σίγουρα να τα έβλεπα στο Aldebaran...
Εκεί λοιπόν εν μέσω κακοθυμίας και μεγάλης βαριεστημάρας, το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια κοπελίτσα που στεκόταν όρθια περιμένοντας κάποιος να της υποδείξει το πού θα καθίσει. Φορούσε μια μπλούζα ριγέ, το κλασικό jean της εποχής μας, Levi’s και Timberland, με άλλα λόγια τη φθινοπωρινή – ανοιξιάτικη στολή του 14ου που σήμαινε ότι ναι είχε έρθει στο σωστό μέρος!
Με το πέρας της πρώτης σχολικής ώρας και με την αδρεναλίνη να έχει χτυπήσει κόκκινο για το εναρκτήριο φραπεδάκι στο στέκι των στεκιών, που άλλο τέτοιο δε θα υπάρξει, και ας βρεθεί άνθρωπος που έζησε εκείνη τη χρυσή εποχή για να με διαψεύσει, την προσκαλέσαμε λοιπόν να μας κάνει join όχι στο Facebook, αλλά στο Aldebaran!
Περπατώντας δίπλα στο Αλλατίνη ανακαλύψαμε ότι ο γιος της νουνάς της ήταν πολύ φίλος της πιο μα πιο παλιάς μου φίλης...κοινώς ήμασταν συγγενείς, ένα πράγμα! Αυτό προσέδωσε στο διάλογο μια άλλη ώθηση, χαλαρώσαμε όσο να’ναι αφού βγήκαμε σχεδόν μπατζανάκια, η γλώσσα άρχισε να τρέχει ροδάνι και με έκπληξη και τρόμο διαπιστώσαμε ταυτοχρόνως ότι υπήρχε κι άλλος ένας άνθρωπος στον κόσμο, που μιλούσε τόσο γρήγορα και πεταγόταν από το ένα θέμα στο άλλο, έτσι απλά και ασύνδετα χωρίς καμιά λογική...
Στον πρώτο εκείνο φραπέ, που ρουφήχτηκε μέχρι τελευταίας ρανίδας και ξεράθηκε από τις ώρες που περάσαμε στο «void» του Aldebaran (να θυμηθώ να ρωτήσω τον αδερφό, αν ίσχυαν κάποιες ειδικές αστροφυσικές συνθήκες στο συγκεκριμένο χώρο), καταλήξαμε σε κάτι απίστευτο, αλλά και πιστευτό!
Το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου βρισκόμασταν και οι δύο στο θερινό θεϊκό Μπουντρούμ!!! (να κάνουμε ένα γκρουπάκι στο FB επί τη ευκαιρία). Καλά μέχρι εδώ...εμείς και όοολη η Θεσσαλονίκη, θα μου πείτε. Τι θα πείτε όμως όταν διαπιστώσαμε ότι καθόμασταν δίπλα δίπλα στο βάθος του κήπου, σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, πάνω σε ένα τσιμεντένιο πράγμα σα σκαλοπάτι την ώρα που έπαιζε το επίσης θεϊκό και ανεπανάληπτο μουσικό κομμάτι It is raining men!!!
Και όχι το, It’s a rainy man, όπως νομίζαμε για πολλά χρόνια ο αδερφός μου και η αφεντιά μου. Άσχετο, ο μύθος κατέρρευσε σ’ένα μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα, όταν με παλλόμενη από ενθουσιασμό φωνή, το μεγάλο αδέρφι, όντας εκείνη τη στιγμή σε club στο L.A. «άκουσε» τι ήθελε να πει ο ποιητής...και ο ποιητής είπε: βρέχει άντρες!!!!
Επιστροφή στην Αγγελική! Ξέρετε τι θα πει να είσαι 16 χρονών και να διαπιστώνεις ότι έχεις κάτσει δίπλα δίπλα με κάποια άγνωστη στο Μπουντρούμι πριν ένα μήνα, και τώρα να βρίσκεστε στο ίδιο μαρμάρινο τραπεζάκι; Αυτό θα πει καρμική συνάντηση παίδες!!! Και έμελλε να είναι...η Σοφούλη, το εκκλησάκι μετά το Azzuro, θα μπορούσαν να γράψουν Φωσκολειάδες από όσα ακούσανε μέσα στην επόμενη χρονιά. Όσο για την πρώτη επέτειο της γνωριμίας μας, γιορτάστηκε με σφηνάκια κερασμένα από τον barman του Belair, που τα τελευταία, πάντα ευγενικά κορίτσια εκείνες, τα έχυναν μέσα στις γλάστρες γιατί είχαν και σ’έναν απογευματινό αγιασμό να πάνε...είχαν να πάνε και Γ’ λυκείου, είχαν να πάνε και «Αλυσίδα», είχαν να πάνε Πολύχρονο και Χανιώτη, είχαν να πάνε Σαντορίνη και αργότερα Ύδρα και Σπέτσες...είχαν να πάνε σε πολλά άλλα μέρη μέχρι τα 33 τους που και πάλι πρέπει να πάνε κάπου...η Αγγελική πρέπει να γυρίσει Λονδίνο. Χτες ήπιαμε τα κρασιά μας καθισμένες στην κουζίνα της, αλλά ξεχάσαμε να κάνουμε την πρόποση που συνηθίζαμε να κάνουμε πολλά χρόνια πριν....μμμ, αλλά αυτήν θα μου επιτρέψετε να την κρατήσω μυστική...κάποια πράγματα πρέπει να μένουν έτσι, απλά γιατί πρέπει.
Αγγελικούλα ζάχαρη, Αγγελικούλα μέλι, θα επανέλθω ξανά και ξανά και ξανά...

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Ann

Ιούλιος του 2000, κατέβαινα την Καρακάση θυμάμαι να πετάω στα σύννεφα...ετοιμαζόμουν για ένα ακόμη ταξίδι στη δυτική ακτή προς αντάμωση του μεγάλου αδερφού. Υπήρχε κι ένας όμως ακόμη λόγος που πετούσα στα σύννεφα, ο μικρός μου αδερφός είχε κάνει το ίδιο ταξίδι, αλλά ανάποδα!! Άφηνε τη γη της επαγγελίας, και επέστρεφε στην πλανεύτρα πόλη του Θερμαϊκού!
Σχημάτισα το νούμερο του, για να ακούσω κλάσματα αργότερα μια γυναικεία φωνή που το ηχόχρωμά της...έκλεινε αν είναι ποτέ δυνατόν να γίνει αυτό...όλο μα όλο το ταμπεραμέντο της Ανν...
Δε μπορώ να ανακαλέσω τις πρώτες μας κουβέντες, πάντως θυμάμαι τον ενθουσιασμό στη φωνή της, ότι επιτέλους μιλούσαμε και θα μιλούσαμε ακατάπαυστα, όπως μετά από 7 χρόνια σ’ένα αεροπλάνο της Aegean στην πτήση Θεσσαλονίκη – Φρανκφούρτη βγάζοντας νοκ ουτ τον ατυχή συνεπιβάτη που καθόταν δίπλα μας. Αλλά αυτό θα αργούσε ακόμη...
Ιούλιος λοιπόν του 2000, την ώρα του τηλεφωνήματος, η Αννούλα ήταν σκαρφαλωμένη σ’ έναν τρακτέρ τεραστίου μεγέθους και όργωνε, ναι, όργωνε το οικόπεδο στους Ελαιώνες, συμμετέχοντας στο φιλόδοξο σχέδιο του Στέλιου, στο πώς θα πρασινίσουμε με γκαζόν τη νεόφερτη έδρα της εταιρείας. Δεν ήμουν εκεί για να απολαύσω τη φάτσα του τύπου που είχε προσληφθεί για να κάνει τη δουλειά, αλλά μπορώ να τη φανταστώ γιατί αργότερα είδα πολλές τέτοιες αποσβολωμένες φάτσες να κοιτάνε αυτόν τον κατάξανθο εκ φυσικού σίφουνα, να αφιερώνει!
Η Άννα έφερε το γέλιο στη ζωή μου, έφερε τον καυτό ήλιο του Corpus Christi στις μέρες μου και τις ξεχείλησε....
Όπως ξεχείλησε μια φορά και τον νεροχύτη στη Σοφούλη αδειάζοντας τα γεμάτα μπουρμπουλήθρες «καλά φυλαγμένα» εκπληκτικά κρασιά της, ένα ένα!!! Οι πιο ωραίες μαργαρίτες και τα πιο γευστικά mojitos κατοχυρώνονται σ’εκείνη γιατί μέχρι κι αυτά ξεχείλιζαν από το πάθος της, δυναμιτίζοντας ακόμη περισσότερο τη γεύση τους.
Με την Άννα στη Habanera που ξεχάσαμε τα ονόματα μας από τα ποτά, λίγο πριν φύγω για Βερολίνο, με την Άννα στην Κωνσταντινούπολη να μιλάει και να γνωρίζει τον καλύτερο εισαγωγέα χαλιών, με την Άννα στο φαράγγι του Βίκου να μιλάει και να γνωρίζει κάθε τιμημένο γέροντα, πολύ πριν τέτοια σκηνικά γίνουν concept ελληνικών διαφημίσεων, με την Άννα στους Ελαιώνες....να ετοιμάζει την guacamole sauce...αυτή τη σάλτσα που ετοίμασα χτες, για πρώτη φορά εγώ και όχι εκείνη, γιατί εκείνη ζει πλέον πολύ μακριά, σε άλλη ήπειρο, αλλά και πάλι τόσο κοντά μου.
Θα επανέλθω γιατί η δική μου Άννα δε χωράει εύκολα σε γραμμές...
Guacamole λοιπόν....και τσίπουρα στα χειροποίητα ποτηράκια τεκίλας που μου έφερε από το Μεξικό μια χρονιά για να συνοδεύουν τα τσιμπούσια μας. I’ll drink to those unforgettable moments and I salute her!

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Σάρα

Τη γνώρισα ένα παγωμένο πρωινό του Φλεβάρη, το σωτήριο έτος 2003, στο Schoeneberg του Βερολίνου. Μόλις είχαμε τελειώσει το πρώτο μάθημα γερμανικών μετά διδασκάλου σε μία τάξη που συμπεριλάμβανε "τη Σάρα και τη Μάρα και το κακό συναπάντημα", από την εξωτική Ιαπωνία, την Κίνα, τη Ρωσία, την Αμερική, μέχρι την κοντινή μας Ιταλία και την Ελλάδα.
Στο καφέ, που σύχναζε τη δεκαετία του 80 ο Nick Cave και η Blixa Bargeld, εκμυστηρεύτηκαν η μία στην άλλη, την πρωινή γλύστρα στους ύπουλα παγωμένους δρόμους του Βερολίνου.
Περιπλανήθηκαν στη λαική που οργανώνεται στη Winterfeldplatz, και που η δαιμόνια ιταλίδα έπαιζε στα δάχτυλα, διότι μπορεί τη γερμανική να μην την κατείχε ακόμη, αλλά ήξερε ήδη τα γερμανικά ονόματα από όοολα τα φρούτα και τα λαχανικά!
Μπορεί να μη θυμάμαι τι φορούσε η Σάρα εκείνο το παγωμένο πρωινό, αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ τα γλυκάκια από το καναδέζικο Deli του Tim, όπως δε θα ξεχάσω ποτέ το λευκό φόρεμα δίχτυ μέχρι τους αστραγάλους και με μακρύ μανίκι, φορεμένο πάνω από το μαγιώ της, με το οποίο εθεάθη ένα καλοκαιρινό πρωινό στην Αντίπαρο. Και που για άλλη μια φορά μου επιβεβαίωσε ότι το γούστο κυλάει στις φλέβες των Ιταλών, έτσι απλά...όπως σε αλλωνών ρέει το αίμα!
Όπως αρμόζει σε φυσιολογική ιταλίδα, οργανώθηκε η πρώτη βεγγέρα στο σπίτι της για το καλοσώρισμά μου στο Βερολίνο. Και όπως αρμόζει στη Σάρα, το μενού έπρεπε να περιλαμβάνει τριών ειδών πάστα, άπειρα τουρσιά, κυρίως πιάτο, Ιταλικά κρασιά και φυσικά, μα φυσικά γλυκάκι, βλέπε ταψί ελληνικής πίτας με tiramisu, τα απομεινάρια του οποίου τυλίχθηκαν με ευλάβεια και τρυφερότητα σε αλουμινόχαρτο για να μεταφερθεί σώο και αβλαβές στο δικό μου σπίτι ως φαγητό παρηγοριάς. (βλ. Νταϊάνα Κόχυλα, για τον όρο φαγητό παρηγοριάς, στον οποίο θα αναφερθώ μελλοντικά).
Στο σπίτι της, όπου κατέληξε φυσικά η πρώτη μαραθώνια συνάντηση μας, αντίκρυσα το πιο μεγάλο κομμάτι προσιούτο που είχα δει μέχρι φέτος, διότι μια άλλη ξενιτεμένη Ιταλίδα έσπασε το ρεκόρ με το ακόμη μεγαλύτερο μπούτι χαμόν που φιλοξενούσε στη βαρκελωνέζικη κουζίνα της.
Σπίτια με καλές προμήθειες φαγητού...μην τα φοβάσαι! κρύβουν φιλόξενους ανθρώπους και μερακλήδες.
Η πρώτη συνάντηση μου με τη Σάρα, έκλεισε μ'έναν καπουτσίνο, που τέτοιο μπορείς να απολαύσεις μόνο από ιταλικά χεράκια, σερβιρισμένο στην κλασική κούπα της danesi, που πλέον συνεχίζει τη ζωή της στο δικό μου σπίτι, σαν ενθύμιο έναρξης αυτής της φιλίας που ξεκίνησε 6 χρόνια πριν και με συνοδεύει μέχρι σήμερα.
Το πρωινό chat μεταξύ μας σήμερα, στάθηκε η αφορμή να ξεκινήσω το ιστιολόγιο για το πώς γνώρισα τους φίλους μου, τους ανθρώπους που με συνοδεύουν στο... μετά τα 33!