Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

3 out of 365

33 Φλεβάρηδες μετά αναρωτιέται πώς στο διάολο να χωρέσουν μέσα σε τρεις μέρες 362...δύσκολα τα μαθηματικά πάντοτε τη ζόριζαν, πώς να ξαναμπεί στο void, Βίκυ εσύ που είσαι pyrinee’ physicist...καμιά ιδέα??
Κακό πράγμα η συνήθεια και την ξανα – αποκτάς τόσο εύκολα, ένα φτέρνισμα, ένα αψού και κόλλησες! Να ένα μάζωμα οικογενειακό, ένα μεσημέρι, δύο μεσημέρια, τρία μεσημέρια...θέλει πολύ να αρεστεί ο άνθρωπος?? Να ένας καφές πρωινός, ένα καλημέρα και δυο φιλιά στα μάγουλα, να ένα παγωτάκι στα καπάκια, ένα snorkelling, βάλε και δυο καραφάκια τσίπουρα, τους δένει και το χωρίς γλυκάνισο...θέλει πολλά να κολλήσεις??
Μα και με τα συμπεθέρια? Και με τα συμπεθέρια!! Τα συμπεθέρια του Τάσου, είναι η δική της στενή οικογένεια...γίνεται? γίνεται! Στο σπίτι της Έλλης και του Γιώργου, έβαλε το σωτήριο έτος του 08 που άλλο τέτοιο δεν εύχεται...μακριά από μένα το ποτήριον ετούτο...3ήμερο και τότε, αυτοί ως οικογένεια κάτι έχουν με το τρία..τρεις μέρες στο Μαρούσι, τρεις μέρες στα Χανιά, τρεις μέρες στο δεύτερο, ααα στο γάμο των παιδιών τις ανεβάσανε στις εφτά, όσα και τα θαύματα του κόσμου!
Στους άλλους, τους από έξω μοιάζει εξωτικό, να πετιέσαι για το γάμο στο Σικάγο, να πετιέσαι για καβουροπόδαρα στο Chesapeake bay, εκείνη πάλι περασμένα τα 33 απόκαμε με τους αεροδρόμιους αποχαιρετισμούς, μαζεύτηκαν κι ένα σωρό...φωτογραφιές με καροτσάκια γεμάτα δώρα και χαμόγελα να μη χωράνε στο φακό. Αγκαλιές, πώς να χωρέσουνε τις αγκαλιές των Δευτέρων, των Τριτών, των Παρασκευών και όλων των σε – ων, όλες μαζεμένες, ζιπαρισμένες σε αυτήν τη μία αγκαλιά, σχεδόν ντροπαλή, που απαθανατίζεται με ευλάβεια εδώ και 15 συναπτά έτη. Τόσα πολλά? Πώς πέρασαν?? και Νααα να ανοίγουνε τα μάτια των από έξω με σαστιμάρα. Τους κοιτά κι εκείνη σιωπηλά, τι να τους πει...πώς πέρασαν...έρχεται και στα καπάκια η άλλη ερώτηση, αυτή που την έχει απαντήσει αμέτρητες φορές...θέλει να γυρίσει ο Τασούλης?
Θέλει κυρία μου, θέλει, δε θέλει...χωράνε τα θέλει και τα δε θέλει, σε μια πρόταση??
Χωράνε τα όνειρα, οι προσπάθειες, οι προσδοκίες, χωράνε οι συζητήσεις γύρω από τα τραπέζια με τα καρπούζια, με το τυρί από το Βάβδο και όχι τη Βάβδο, με τις ντοματούλες τις φερμένες από την Ανάπολη, τις ντοματούλες που μεγάλωσαν στο μπαλκονάκι που έγερνε εκείνη ανέμελα Οκτώβρη του 2007...χωράνε όλα αυτά σε ένα ξερό ναι ή σ’ένα όχι??
Χωράνε στις φωτογραφίες, διακόσιες μαζεύτηκαν μάνι μάνι, που έλεγε και η γιαγιά τους, διακόσιες φωτογραφιές η δική της σοδειά, χωριστά οι δικές του, χωριστά της ωραίας Ελένης του Σικάγου, χωράνε ψήγματα, λεπτομέρειες της καθημερινότητας, χωράνε, οι χειρονομίες του, το βλέμμα το τρυφερό, το αρπαγμένο, το της απορίας, το περπάτημα το ίδιο με του μπαμπά τους?
Χωράει στο πορτοκαλί του Massimo η δική της αγκαλιά, αυτή που του δίνει 3 από τις 365 που έχει ο χρόνος? Χωράει στα γεμιστά αυτά με το κρυμμένο κολοκυθάκι, στα γεμιστά που η μαμά τους, τέτοια έμαθε να τα κάνει μόνο και μόνο για να κρύψει ακόμη κι εκεί, στη λεπτομέρεια, στο κολοκυθένιο κυβάκι, το νιάξιμο...πόσα κολοκυθάκια για τα χαμένα μεσημεριανά μαζέματα?? Πόσα να βάλει??
Χωράει μια θάλασσα κι ένα νέο φεγγάρι αυγουστιάτικο τη θλίψη, τη χαρά, τη συνήθεια να πίνουνε την amstel την pulse και τη vodka τους, παρέα?
Πώς να την κάνει τη διαχείριση, 33 Φλεβάρηδες μετά, αναρωτιέται...
Χτες με τη θάλασσα, σήμερα με placibo, αύριο με αντίσκηνο, και μετά βλέπουμε...
Τον κοιτά στην οθόνη, περασμένα τα 33, είναι βαθιά πεπεισμένη ότι το πορτοκαλί του Massimo έγινε αποκλειστικά για εκείνον, τον αδερφό της. Ένα πορτοκαλί βερικοκί, αυτό!

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

V as M!

Άνοιξη του 2008, άνοιξε τη γυάλινη πόρτα, διέσχισε το χώρο και έκατσε στο γραφείο αριστερά. Τις χωρίζει ένα γραφείο και ένας αέρας υπεροπτικής ευτυχίας, της εισερχόμενης, της βαθιά νυχτωμένης. Μιλάνε για σχέσεις και η intruder, αναλύει την επιτυχία του μοντέλλου half and half, σαν το γάλα από το trader Joe's. Βασικά πρέπει να μιλήσουν και για ντουλάπες.
Τέλη άνοιξης, Μάης, θα ξαναμιλήσουν για ντουλάπες, όχι πελάτη, τις δικές της, της νυχτωμένης intruder, της κατά πέντε κιλά πιο αδύνατης. Το half and half ξύνισε κι αντί να το πετάξουνε πετάξαν το ψυγείο, το eco-friendly…
Τις χωρίζει ένα γραφείο και τις ενώνει μια πρόταση. Δε θα σας την πω, ήταν επώδυνη, αληθινή και έκοβε όπως μόνο τα κεραμικά μαχαίρια το κάνουν. Της έτινε το χέρι, την κοίταξε στα μάτια, βαθιά, εισχώρησαν απελπιστικά σοβαρά, δεν την έχουν ξανακοιτάξει πιο σοβαρά, ο πιο αναγκαστικός μονόδρομος της ζωής της, ήταν αυτό το βλέμμα.
Σε ένα μαγαζί με κουζίνες, που μπαίνουν άνθρωποι που συνήθως σχεδιάζουν το ξεκίνημα, τη συνέχεια μιας ζωής συντροφικής, εκείνη εισέπρατε μια πρόταση, αυτό και αποσιωπητικά…Μπορείς να εμπιστευτείς τα αποσιωπητικά? Μπορείς.
Όταν ανεβαίνει για να τη δει, και σπρώχνει εκείνη τη γυάλινη πόρτα, χρώματα λάκας, ξύλα, μοντέλλα ανάμικτα και στη μέση εκείνη, την αγκαλιάζει σφιχτά πια, της σκάει φιλιά ζουμερά και την αφήνει να λιώσει σε μια καρέκλα απέναντι της. Την αφήνει πια, αυτήν την intruder της άνοιξης, να της καταναλώνει τον χρόνο της, ακόμη και τον επαγγελματικό. Μοιάζει διαστροφή, αλλά νομίζω ότι το μαγαζί της είναι από τα πιο ωραία μπαρ της πόλης! Η μια πίσω από την μπάρα – γραφείο και η άλλη από μπροστά. Το σούρουπο να βαθαίνει κι η συζήτηση επίσης. Μαζί της νιώθω να περπατάμε τη ζωή μέσα από προτάσεις και σκέψεις. Εγώ να τις περιγράφω το μετά τους 33 Φλεβάρηδες, προτάσεις, προτάσεις αραδιασμένες πάνω στο γυάλινο τραπέζι, πάνω στο δερμάτινο τραπέζι κι εκείνη να ξεκινά τις δικές της, μ’ ένα “δεν ξέρω”, όχι εκείνο της άγνοιας, αλλά εκείνο της μεστότητας, εκείνο που αφήνει χώρο και χρόνο για να δει παρακάτω, της εγκράτειας, του να αφήσουμε τον ποιητή, τη ζωή, τον άνθρωπο, να μας πει αυτό που θέλει να μας πει…
“Δεν ξέρω” και το όνομά μου να ακολουθεί, και τα αποσιωπητικά, πάαααντα τα αποσιωπητικά. Πια τα αποσιωπητικά της, τα λατρεύω…και τον τρόπο που εκφέρει το όνομα μου. Με χροιά ζεστή, όπως αργοψήνεται το φαγητό μέσα σε γάστρα terracotta τοσκάνικη. Αντιστάθισμα για την κεραμική λεπίδα που μου βάλλε στο χέρι, νομίζω, τότε τον Μάη του '08.
Την κοιτούσα χτες, να γελά και την απολάμβανα. Το βλέμμα της κανονικά είναι πικάντικο, μαλλιά σπαστά, και δυο κοκαλάκια τοσοδούλια να συγκρατούν μερικές αφέλειες, δυο κοκαλάκια συγκρατούν αυτό που είναι εκείνη, εκείνη είναι στις λεπτομέρειες, τις λεπτομέρειες που πρέπει να τις ανακαλύψεις.
Η γοητεία βρίσκεται στις λεπτομέρειες.
Η ζωή βρίσκεται στις λεπτομέρειες.
Οι φίλοι κάνουν τη διαφορά με λεπτομέρειες.
Σημαντική λεπτομέρεια, έχει γενέθλια ίδια μέρα με τη μαμά μου. Δε μοιάζουν καθόλου!!! Παραδόξως, είναι ίδια με εμένα!!! Και όχι δεν είναι απρόβλεπτη, απλώς κόβει ορθολογιστικά με κεραμικό μαχαίρι και αν είσαι τυχερός μπορεί μια λεπτομέρεια να σου ανοίξει το καπάκι μια τοσκάνικης γάστρας. Φαγάκι ζεστό, πικάντικο, θαλπωρής, comfy food!!
Σημαντική λεπτομέρεια, έχει σήμερα γενέθλια και υπάρχει μια λεπτομέρεια που αδημονώ να της στείλω, για τη λεπτομέρεια που ενηλικίωσε τους Φλεβάρηδες, στα 32! Χρόνια πολλά!

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

K as Konstantinos

Τον γνώρισε έξω από μια στάση μετρό, ήλιος κίτρινα καταλανικός, κόσμος πολύς, καθημερινή. Βερμούδα διακοπών σε χρώμα ντοματί, σα θαλασσοδαρμένη, την ώρα που τον καλωσόριζε στη Βαρκελώνη και στη ζωή της, ήξερε ήδη ότι αυτός ο νότιος με καταγωγή το ιόνιο, ήταν χαλαρός, βασικά...θετικά χαλαρωτικός.
Όταν ο Κωνσταντίνος γελάει, γελάς κι εσύ. Ανοίγει εκείνες τις ματάρες του, μπλε σκούρο μοναδικά δικό του, βαθύ και υγρό και με ένα τόνο πειράγματος στο βάθος. Όταν ο Κωνσταντίνος μιλάει, η τελευταία πρόταση θα είναι σχεδόν πάντα με ένα ερωτηματικό ακολουθούμενο από αποσιωπητικά....σε ψάχνει πίσω από τις λέξεις, «τι εννοείς;», μ’ ένα στριφογύρισμα στο τέλος, σχεδόν απειλητικό, κι εσύ ο έρμος να ψάχνεις εναγωνίως να τον καλύψεις ικανοποιητικά. «Τι εννοείς;» και το μπλε καρφωμένο απάνω σου, δε θα το πάρει μέχρι να πάρει την απάντησή του. Όταν ο Κωνσταντίνος μιλάει, σε παρασέρνει στον ενθουσιασμό και στο τέμπο του, ξαφνικά πιάνεις τον εαυτό σου, και μαζί όλους τους άλλους, να μιλάτε δυνατά, να φωνάζετε, να ξελαρυγγιάζεστε.
Μια κίνηση τα πρωινά, που κρύβει όλη τη στοργή του κόσμου συμπυκνωμένη, σα γάλα ζαχαρούχο, booster για την ημέρα, ένας ήχος στο back ground, παρηγορητικά αχνός, να αποπνέει ασφάλεια και μια στιχομυθία. Τελετουργικό. Πρωινά του κόσμου, να τα περπατάς νωρίς, ταξιδιώτες μέσα στο κίτρινο της Ανδαλουσίας. Μεσημέρια αργά, ένας ήλιος αδυσώπητος στο κυνήγι για Ajulehos. Μac Donald’s και Starbuck’s σε μια πόλη που αυτό θεωρείται ύβρις, εκείνοι χαμογελούν δίχως ενοχές, δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα, είναι φαγανά, βασικά παμφάγα, κι έχουν ταλέντο να οσμίζονται τα καλύτερα, τα πιο εξωτικά, τα πιο ντελικάτα εστιατόρια σε όλη την ιβηρική.
Πανηγυρικά απενοχοποιημένος, πίνει το γάλα του όποτε ακριβώς του την βαρέσει...μια αυτοπεποίθηση να ξεχειλίζει. Τον απολαμβάνω. Τον απολαμβάνω, να ρωτάει με ευθύτητα, τον απολαμβάνω να σε κοιτάει βαθιά στα μάτια με ευθύτητα, να περιμένει ευθείς απαντήσεις.
Έχει εκείνο το χάρισμα, να σε κάνει να εκμαιεύεις πράγματα για τον εαυτό σου, να περπατάς ντάλα μεσημέρι, χαμένος στο πουθενά, να μην έχεις ιδέα που να πέφτει το ποτάμι, που ο βορράς και που ο νότος γιατί στην ουσία το σημαντικό είναι ότι ανακαλύπτεις μαζί του, όχι μόνο την πόλη, αλλά βασικά τον ίδιο σου τον εαυτό.
Όταν ο Κωνσταντίνος μπαίνει στο public, το public αποκτά αέρα κοσμοπολίτικο και προσιτό συνάμα, αρώματα ανατολής, εκείνος λατρεύει την ανατολή, μπερδεύονται με δυτικά μεγαλώματα. Έχει ταλέντο στο να διαλέγει, και το εννοώ με όλη τη σημασία της λέξης.
Όταν ο Κωνσταντίνος μιλάει στο τηλέφωνο, με τρεις προτάσεις θα έχει πει όσα άλλοι θα χρειάζονταν δέκα για να φτάσουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Μπαμ και κάτω. Ρωτάει, απαντάς, εκμυστηρεύεσαι, τέλος! Ααααα και κατανοεί. Ο χώρος που σου δίνει, με έναν μοναδικά δικό του τρόπο, πολύ απλά δεν υπάρχει. Στα σκαμπανεβάσματα της ψυχής, βάλσαμο. Δίπλα του, αναπνέεις έναν αέρα πιο αλαφρύ, αττικά γαλανός σχεδόν ζαλιστικά, σχεδόν λευκός αιθέρας. Αυτό! Περπατάς δίπλα του και σου κολλάει αυτό το χαλαρωτικά θετικό και ανάλαφρο.
33 Φλεβάρηδες μετά, όταν ανοίγω τις βιβλιοθήκες του Κωνσταντίνου, νιώθω τη γαλήνη των παιδικών αναγνώσεων. Εκεί μπροστά μου, οικονομικά, κι εγώ να βλέπω το «καπλάνι στη βιτρίνα», Τσόμσκυ στο τραπέζι κι εγώ να χαμογελάω σα να διαβάζω «μυστικούς εφτά». Κάρδαμο, γιουβετσάκι, Εξάρχεια, Κολωνάκι, ουίσκι, τοστάκια, ένα συνονθύλευμα, συναρπαστικά ταιριασμένο. Μια ισπανική φίρμα, μεσαίας τάξης, μια βρετανική, υψηλής, και μια που δεν είναι καν μάρκα, κρεμασμένες δίπλα δίπλα στην ντουλάπα της πιο πετυχημένης παγίδας που έχω δει στη ζωή μου! Αυθεντικά δικής του, αυθεντική όπως κι αυτός. Πέρσι στο Bilbao τέτοιες μέρες παίρναμε το δρόμο της επιστροφής. Μια alfa romeo κατακόκκινη, δίχως πινακίδα, και δίχως το πειραχτήρι της παρέας, πολύ πιο ήσυχη, τσούλησε προς την Avignon. Το πολύ ωραίο, 33 Φλεβάρηδες μετά είναι, κολλητή σου φίλη να σου ανοίγει το παράθυρο στους δικούς της κολλητούς φίλους. Και οι κολλητοί κολλητών είναι εγγύηση με σφραγίδα. Καμιά φορά τα ταξίδια δεν είναι μόνο οι τόποι είναι και οι άνθρωποι. Ένα χρόνο μετά, περασμένα τα 33, οφείλω να ομολογήσω ότι το περσινό καλοκαίρι, ήταν από τα συναρπαστικότερα της ζωής μου.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

S as Sukia or 12 Mahdes - Iounhdes - Septembrhdes

Διαβάζει το νέο του «τέλους», στην καταιγίδα. Με τα πόδια ψηλά, μια μαυρισμένη και μια πιο μαυρισμένη, πίνοντας τσάι παγωμένο από το μοδάτο μαγαζί των τσαγιών. Αντιπροσωπευτικό τέκνο αυτής της γενιάς, της τόσο μα τόσο, «με χαμένη την μπάλα», της πετυχημένης επαγγελματικά και δίχως μπούσουλα συναισθηματικά, διαβάζει φυσικά, την αναγγελία του θανάτου, ηλεκτρονικά....
Περασμένα τα 33, διαβάζει για το θάνατο ενός, κατά 21 χρόνια, μικρότερού της. Συκιά. Η κηδεία θα γίνει αύριο στη Συκιά. 33 Φλεβάρηδες μετά, 12...Ιούληδες, Μάηδες, Νοέμβρηδες? σήμερα σιωπούν. Να σιωπήσει κι αυτή. Να σκεφτεί. Να σκεφτεί για αυτήν και για όλους αυτούς σαν κι αυτή. Για αυτούς που δεν τολμούν να ζήσουν τη ζωή με ουσία, αλλά μόνο ανούσια. Για όλους εμάς που τρέχουμε πάνω κάτω και που ζούμε ουδέτερα. Για όλους εμάς που ξεχάσαμε να αναγνωρίζουμε τα σημάδια...Ναι Βίκυ, όταν περπατάς ώρες ατελείωτες αξημέρωτες εκείνα τα πεζοδρόμια που μοσχοβολάνε Νεραντζιές, όταν περπατάς τη ζωή, σημαίνει κάτι, κάτι αυτονόητο...σημαίνει: σήκωσε το, το ρημαδοτηλέφωνο, και ζήτα του αυτό που τόσο θέλει κι αυτός να ακούσει, αλλά φοβάται να πατήσει το πληκτρολόγιο αφής, το touch-screen, που όχι, στην τελική, δεν έκανε την επικοινωνία μας – σας πιο εύκολη. Η τεχνολογία μπορεί να απογειώθηκε, αλλά η επικοινωνία καταβυθίστηκε, σαν το Κούρσκ, ένα πράγμα.
Κυριακές πριν, εκείνη κρατώντας την καταιγίδα στο χέρι, συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη περάσει τα 60 πρώτα, από τα υπόλοιπα λεπτά, της ζωής που της απομένανε με το βλέμμα καρφωμένο στον διαδικτυακό ωκεανό, λιωμένη σε μια ξαπλώστρα, με τη θάλασσα στα 30 εκατοστά, μετρημένα, να τη χωρίζουν από την αλμύρα της ζωής...σήκωσε έντρομη το κεφάλι και έτρεξε να το βουτήξει στο θαλασσί, μπας και το σώσει, μπας και σώσει τη γενιά της, έστω και για μια μέρα, από την τεχνο – life nirvana στην οποία έχει πέσει , όλη η γενιά, με τα μούτρα.
Μεσοβδόμαδα νυχτερινά, αναρωτιέται τι είναι αυτό που καθιστά την επικοινωνία σ’ αυτήν τη γενιά των περασμένων τα πρώτα άντα τόσο ανάλατη...τι είναι αυτό που μας γυρνά στην ασφάλεια της παρέας, της ετερόφυλης, της δίχως το παραμικρό ίχνος αλατιού, τι είναι αυτό που μας κάνει να προτιμάμε την παρεϊστικη ασφάλεια από το να φάμε τα μούτρα μας, να δοκιμάσουμε, να αναμετρηθούμε. Μια παρτίδα ping - pong, βρε αδερφέ...παίξ’ την τη ρημάδα, το πολύ πολύ να ΄φας κανά καρφί φαλτσαριστό, ε και?? Καλύτερα, από το να παίζεις το ζευγάρι το παντρεμένο από τον καιρό της μεταπολίτευσης....flat καταστάσεις, όλα flat αρκεί να μην πληγωθούμε.
Flat ενθουσιασμοί, flat μπαρότσαρκες, flat ξαπλώστρες...33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη σκέφτεται τους 12 Ιούνηδες – Μάηδες, και όλα αυτά που εκείνοι δε θα μεγαλώσουν για να ζήσουνε...κι εμείς εδώ πολύ περασμένα την τέταρτη δεκαετία της ζωής που μας χαρίστηκε, να ξεχνάμε να τη ρισκάρουμε με συναίσθημα, έστω με αίσθημα. Ρίσκο να βάζουμε μόνο στα σπορ, στα extreme και στη ζωή κοτόπουλα...
Να θες να την – τον καλέσεις, κι αντί να το σηκώνεις το ρημαδοτηλέφωνο, να στέλνεις ίσως sms, mms, κάτι πάντως σε –s και να’ναι ουδέτερο! Το γένος και το αίσθημα! Να αποφεύγεις «το απευθείας» δια ροπάλου, λες και ο άλλος θα σε φάει ζωντανό, λες και θα τον ενοχλήσεις...να μη του διαταράξουμε την ηρεμία, τη nirvano – κατάσταση. Κι από την άλλη πάλι, να το σηκώνεις το κινητό με τη μέγιστη ευκολία Κυριακή βράδυ για να ενοχλήσεις τον έρμο τον ελεύθερο επαγγελματία με την κάθε είδους ανούσια ερώτηση που σου ‘ρθε εσένα του παλαβού και που δεν αντέχεις να την κρατήσεις μέχρι αύριο το πρωί Δευτέρας. Μόνο τέτοιας φύσεως τηλεφωνήματα...βρε δε πα να έχει πανσέληνο, δεν πα το φεγγάρι να είναι βαθιά πορτοκαλί, τεράστιο σαν σινί πίτας, τεράστιο να μην το χάνεις ένα πράγμα! του Έλληνα η ψυχή δε χαμπαριάζει...τρέχει στο γήπεδο, τρέχει στην παραλία, τρέχει στην εφορία, τρέχει στο ιόνιο, στην κυκλάδα, κάπου τρέχει και τρέχοντας...χάνει πολλά, χάνει όλα αυτά που νομίζει ότι τρέχει να προλάβει. Κι αυτά ρε παιδιά, μερικές φορές είναι κάτω από τη μύτη του = της, μια Kaiser μακριά, ένα τσιγάρο δρόμος, πάντως...εκατοστά, μετρημένα με το κλιμακόμετρο...κι εκείνοι οι 12 Ιούνηδες, Μάηδες δε θα μπορέσουν να τα αγγίξουν όσο κι αν τρέξουν, γιατί πολύ απλά δε θα τρέξουν. Αναπαύονται πλέον στη Συκιά της Σιθωνίας, στη Συκιά που εκείνης, των 33 Φλεβάρηδων, απλόχερα της χάρισαν αλάτι...για να νοστιμέψει η ζωή. Ευτυχώς εκείνη καμιά φορά θυμάται να σταματά, να τολμά, να δοκιμάζει κι ας νιώθει ούφο. Να τολμήσει να το παίξει το ping - pong, μια παρτίδα είναι κι ας χάσει, εξάλλου δεν είναι η Ιθάκη, είναι ο δρόμος, που μετράει. Ο δρόμος που οι 12 Μαήδες – Ιούνηδες δε θα περπατήσουν. Είναι η Συκιά σούρουπο Ιουλιανό, για εκείνη, είναι οι αθηναϊκές Νεραντζιές για τη Βίκυ, είναι ένα χειρόγραφο για τον Κωνσταντίνο, κάτι πάντως είναι...το αλάτι της ζωής, και όχι δεν είναι γένους ουδέτερου!

Αυτό το "ίδιο"

Τι είναι αυτό που κάνει τη γενιά των περασμένα τα τριάντα να τρέχουν πάνω κάτω στην Ελλάδα, να απολαμβάνουν αποχρώσεις θαλασσιές, πράσινες και κίτρινες ξασπρισμένες και τελεία πουθενά?
Κυριακάτικο πρωινό, δίχως hangover κυριολεκτικό, αλλά με αυτό το άλλο το μεταφορικό...πού θέλω να την πάω τη ζωή μου, σε ποια θαλασσιά απόχρωση να θέλω τώρα να βουτήξω...οι options να περνούν στιγμιαία από το μυαλό και ο «ποταμός» να μοιάζει εξίσου τραβηχτικός με εκείνη την παραλία που περιγράφει η Έλενα στην ανατολική Μακεδονία, το Ζαγόρι με την πλατεία που φιλοξενεί τον μικρό μου Ίβηρα να μοσχοβολάει υψόμετρο, τα ορεινά καλέσματα για την ονομαστική γιορτή να μοιάζουν απίστευτα τραβηχτικά, σχεδόν αναπόφευκτα, τα Σύβοτα που φέτος, αν είναι δυνατόν, να τα έμαθα φέτος περασμένα τα 33...και να ντρέπομαι φριχτά, να φαντάζουν ιόνεια στραφταλιστά...η Λήμνος μόλις τέσσερις ώρες από κάπου πιο ανατολικά, ο Άθως να τερματίζει το τρίτο πόδι....καταλυτικά και να βάζει την πιο ωραία τελεία, σούρουπο ιουλιανό...κι εγώ να μένω άφωνη και χωρίς όρεξη για φαγητό...
Τι είναι αυτό που κάνει τους φίλους μου, να καβαλούν ένα τετράτροχο και να χάνονται προς κάθε γωνιά της ελληνικής παράκτιας και όχι μόνο ελληνικής γης?
Πώς να χωρέσει το ελληνικό καλοκαίρι του κάθε, Έλληνα στην ψυχή, μέσα σε λέξεις?? Η Αννούλα στο Corpus Christi και η ψυχή της στον «Τάκη» και στα βυθισμένα στη θάλασσα τραπέζια του, κι ένα καρώ τραπεζομάντιλο σε αποχρώσεις κλεμμένες από τη θάλασσα του αιγαίου για φόντο στα μουσμούλια...χτες τα’ μαθα κι αυτά, 33 Φλεβάρηδες μετά, ένα καλοκαιρινό μέχρι πρότινος φρούτο...., «φρούτο» θαλασσινό στο πιάτο μου...σιωπηλά έδωσα τη συγκατάθεση, νοερά, στους γονείς...καμιά φορά ένα ψάρι μπορεί, ναι μπορεί να είναι ...φρούτο!!!
Ο Τεό σκαρφαλωμένος σε ελληνικό σκουτεράκι, σε ένα νησί που ξεκινάει με Αν- και που όπως όλα τα νησιά με Αν- τα ολίγον ανάποδα, τα άβολα, τα ανέγγιχτα, τα δικά μου πιο αγαπημένα, να μου εκμυστηρεύεται ότι φέτος το νιώθει πως θα την αγοράσει τη γη, την πατρική, κι εγώ να παραλαμβάνω το mail, στο δικό μου, ολόδικο μου πλέον Θερμαϊκό, και να ονειρεύομαι ήδη φασολάδες μαζί του, στα Χάνια του Πηλίου.
Ο Τάσος να μετράει ανάποδα τις μέρες, κι εγώ μαζί να μην μπορώ να συγκρατήσω τα χαμόγελα για ένα τέρμα, στην πιο πιο νότια αγκαλιά που κρύβει αυτή η γη που σαν αυτή δεν έχει, με κρασιά από κάτω από το αυλάκι και τσίπουρα ντόπια και φρούτα όλων των ειδών...
Τι είναι αυτό που κάνει τους φίλους μου, να τραβολογούν ιόνιο - αιγαίο, βαρκαρόλα ένα πράγμα, το φουσκωτό λες κι είναι Παγκράτι Κολιάτσου. Τι είναι αυτό που κάνει την Ανάβυσσο και τα σπίτια της δεκαετίας του ’70, του ελληνικού ’70, τα σπίτια της Ριρής, της Άλμας, της Μαριάνθης, σπίτια καλοκαιρινά, με ψυχή, με αλάτι και ιώδιο και ίδια ερασιτεχνικά σερβίτσια κρυμμένα στα ντουλάπια της παιδικότητας μας...ακαταμάχητα ελκυστικά?
Τι είναι αυτό, το ίδιο, στη φωνή του Αιμίλιου, κάτω από πηλιορείτικο πλατάνι, του Κωστή, δίπλα σε Σιφνιακή παραλία, αυτή η ίδια χροιά στη δική μου φωνή όταν περιγράφω τραπεζώματα κάπου στη Βουρβουρού?
33 Φλεβάρηδες μετά, αυτό το «ίδιο», είναι τα τζιτζίκια, τα τρυζόνια, το πράσινο φιδάκι, τα πορτοκαλί μπρατσάκια, το απλωμένο χταπόδι, τα χάρτινα τραπεζομάντιλα με ζωγραφιές από Bic στυλό, η αμμουδιά φερμένη πάνω σε πηλιορείτικες πλάκες, κάτω από ξύλινα τραπέζια, πάνω πιάτα αραδιασμένα, πιρούνια ανάκατα ολονών μαζί μπερδεμένα, πιο πάνω ένα φεγγάρι πορτοκαλί αυγουστιάτικο και γύρω γύρω φωνές και γέλια αραδιασμένα! Αυτό, ναι είναι το «ίδιο» για όλους μας, βαθιά, αγιάτρευτα ελληνικό καλοκαίρι!