Τρίτη 12 Μαΐου 2009

E as Emil

Πρέπει να τον γνώρισα το 92 ή το 93, δε θυμάμαι ακριβώς. Ήταν κολλητός κολλητού μου φίλου. Έγινε και δικός μου. Όταν τον σκέφτομαι, πάντα μου έρχονται στιγμές, απότομες, κάθετες, δυνατές, θυμάμαι και κάποιες ανέμελες όπως το να βάζουμε τις Πρωτοχρονιές στο Alcohol στη Σοφούλη ή να πίνουμε Σαββατιάτικους καφέδες σ’ένα μαγαζί στην Κρήνη. Παλιά.
Βραδινά, παγωμένα, άνευ προορισμού, λεπτά που μετράνε το χρόνο, κολλημένα στην άσφαλτο, τα αφήσαμε να κυλήσουν πολλά...μουσική στη διαπασόν. Όταν το πάρκαρε, είχε παρκάρει μαζί και την εφηβεία του. Εκείνος αντάλλαξε την εφηβεία του, κι εγώ λίγο αργότερα τον αντάλλαξα για ένα πουκάμισο.
Τι έγινε, πώς χαθήκαμε, δεν καταλάβαμε ποτέ, δε μαλώσαμε ποτέ, απλά χαθήκαμε...αυτή η καθημερινότητα... σε καταπίνει. Σήμερα θα τον πάρω τηλέφωνο, μα να ΣΗΜΕΡΑ θα τον πάρω τηλέφωνο, σήμερα το σήμερα φτάσαμε στο 2009! Με βρήκε από το Facebook και μου έστειλε μήνυμα με το τηλέφωνό του.
Την προηγούμενη Παρασκευή, κατά τις 8 και μισή, στην οθόνη του κινητού μου έγραφε Emil, του απάντησα λες και μόλις να το είχαμε κλείσει, σαν απλά να είχε χαθεί το σήμα, και τώρα συνεχίζαμε. Σε μισή ώρα θα είμαι στον Όμιλο, του είπα. Θα έρθω να σε βρω, μου απάντησε! Χοροπηδούσα μέσα στην ντουλάπα.
Βράδυ στον Όμιλο, ένα φεγγάρι ολόγιομο, εμείς στις πολυθρόνες, εκείνος πού?
Εκείνος στο μπαρ μπροστά στη θάλασσα, εμείς πού?
Πώς μπορεί να αγκαλιάζεις φίλο καρδιακό, να ‘χεις να τον δεις 13 χρόνια και να είναι σα να μην πέρασε μια μέρα?? Μπορείς! Και το έζησα! Ωραίο πράγμα να μεγαλώνεις! 33 Φλεβάρηδες μετά, δεν το ανταλλάσσω με τίποτα! Γιατί? Γιατί οι φίλοι γίνονται φίλοι χρόνων. Γιατί? Γιατί μέσα σε ελάχιστο χρόνο ξέρεις πού πρέπει να σταθείς και ποιο χεράκι να κρατήσεις και θα περιμένεις υπομονετικά. Γιατί? Γιατί νέες ζωές, παιδιά αλλοτινών παιδιών μπαίνουν στη ζωή σου. Γιατί? Γιατί έχεις κάνει λάθη. Γιατί? Γιατί μεγαλώνοντας μαλακώνεις. Γιατί? Γιατί μαθαίνεις να αποδέχεσαι ότι δεν είσαι ήρωας κόμικ, αλλά θνητός, πολύ θνητός κι ότι η ζωή θα κάνει τα δικά της, δεν πα να χτυπιέσαι σαν το χταπόδι! Ωραίο πράγμα να μεγαλώνεις. Σαν το Lagavulin το 16αρι.
Πίσω στον Όμιλο. Χαρά, χαρά, χαρά, χαρά και συγκίνηση. Χαρά να ανταμώνεις 13 χρόνια μετά, συγκίνηση για την ασφάλεια. Κενό? Μηδέν! Να καλύψεις τα 13? Δε χρειάζεται. Η φιλία έχει ένα απίστευτο προτέρημα, όταν είναι Φ κεφαλαίο, ξέρει να κάνει τα καλύτερα resume’ ever! Δε χρειάζεται να το διαβάσεις ολόκληρο το βιβλίο, ένα ξεφύλλισμα αρκεί, τα’χεις πιάσει όλα!
Το πουκάμισο αποδείχτηκε πανηγυρικά αδειανό! Δεν πειράζει! Το αντάλλαξα με την ωριμότητα των 33 Μάρτηδων! Το αντάλλαξα με τα πνευμόνια καρδιακού φίλου. Ο Αιμίλιος είναι μια άνοιξη από μόνος του! Με πήρε τηλέφωνο, τη στιγμή που έπρεπε να με πάρει τηλέφωνο, ούτε πιο πριν, ούτε λεπτό αργότερα. Ακριβώς τη στιγμή που έβλεπα τοίχο. Η ζωή είναι ωραία, 33 Φλεβάρηδες μετά, ακόμη μου επιστρέφει τους φίλους μου, τους ανθρώπους που μοιράζονται την καθημερινότητά μου, τους ανθρώπους που χαίρονται να με κοιτούν στα μάτια, τους ανθρώπους που κι ας άργησα να σηκώσω το τηλέφωνο 13 ολόκληρα χρόνια, θα μου πουν..., «σα να μην πέρασε μια μέρα!» και θα μου πετάξουν σβουριχτό φιλί στο μάγουλο ξανά και ξανά και ξανά! Έτσι απλά επειδή χαίρονται να με συναντούν, έτσι απλά γιατί η χαρά δε χωράει καμιά φορά σε λόγια, αλλά σε σβουριχτά φιλιά στα μάγουλα!
Καλώς σε βρήκα Εμίλ! Η Μελίνα είναι πολύ τυχερή να σε απολαμβάνει, όπως εξάλλου κι εσύ εκείνη!

S as for Sunflower

Δεν μπορώ να πω πότε τη γνώρισα γιατί είναι προσωπικό δεδομένο κι εγώ τέτοια δε δίνω, προσωπικά δεδομένα! Πάμε πάλι!
Ήταν αεικίνητη, ακούραστη, ακάτσωτη, σωστό εκκρεμές του Φουκώ, προγραμματισμένη! Πολλά χρόνια μετά, το ίδιο στιλάκι, εκείνη να τη χαρακτηρίζουν όλα τα α, όχι τα στερητικά, αλλά τα άπιαστα, τα απίστευτα, τα αξιοθαύμαστα. Ένα χάος γύρω της, βλέπω εγώ, το σπίτι μέσα στο λιβάδι αντικρίζει, αυτή! Ξεκούρδιστα όργανα βλέπω εγώ, μια χαρά τα κουρδίζει εκείνη. Κάτι θα πει στη μία, κάπως αλλιώς θα μιλήσει στην άλλη, ένα κινητό θα χτυπάει στο γυάλινο τραπέζι, ένα άλλο θα χτυπάει στην τσέπη την άσπρη, να συνεχίσει τα χάπια η μία, να στείλει τη μαμά της η άλλη...μουσικός χαμός για μένα, Στοστακόβιτς ένα πράγμα. Εκείνη πάλι, μάλλον το ακούει προς chill out.
Δε βλεπόμαστε συχνά. Δεν έχει καμιά σημασία! Απολαμβάνω να με γνωρίζει να αλλάζω στην πορεία των χρόνων. Στην πορεία των χρόνων, εκείνη σταθερή αξία, μόνο κούρεμα άλλαξε, μία, δύο, τρεις φορές, τελικά αποφάσισε ότι τη βολεύει ένα συγκεκριμένο, το πρώτο. Στην πορεία των χρόνων, μου κάνει πάντα μια συγκεκριμένη ερώτηση, συνήθως την κάνει στο γυάλινο τραπέζι, πάντα απαντούσα με τον ίδιο τρόπο, πάντα καπνίζει, φέτος μετά τον Ιούνη όχι. Πάντα τα τηλέφωνα χτυπάνε, πάντα ψοφάω να μιλάω μαζί της, πάντα μου τις γράφει σε χαρτιά συνταγογράφησης, όχι τις συνταγές, αλλά τις κινήσεις, τις συμβουλές, το πόσες πόρτες πρέπει να αλλάξει!
Οι φωτογραφίες του υπερήχου είναι συρραμμένες με μπεζ κίτρινο χαρτί που γράφει τις ώρες που δέχεται, κι από κάτω ακριβώς αριθμημένες και κυκλωμένες οι συμβουλές της χρονιάς!
Πάντα ο χρόνος είναι μετρημένος, πάντα είναι κινηματογραφικός. Γυρνάμε μια σκηνή και cut! Είμαι ήδη στο δρόμο, κατηφορίζω, συνήθως είναι Μάης, συνήθως είναι μεσημέρι, συνήθως η θάλασσα στο βάθος στραφταλίζει, συνήθως...πάντα χαμογελάω. Δεν ξέρω τι φταίει, αν είναι αυτό το περιορισμένο που βοηθάει την κατάσταση. Εμένα πάντως μάλλον με βοηθάει, αυτό το να φαντάζομαι μια κλεψύδρα να αναποδογυρίζει, την άμμο να τρέχει κι εγώ να της αραδιάζω τη σοδειά συμπερασμάτων της συγκεκριμένης χρονιάς. Εκείνη μου απαντάει κοφτά και με ατάκες. Οι ατάκες ξεκινάνε με μια συγκεκριμένη πρόταση. Κάθε χρονιά κι ατάκα, σοφία συμπιεσμένη, σαν τις μερίδες του Nespresso, παρ'την για να στανιάρεις! Μέσα σε χρόνο dt, κάτω από ασφυκτική πίεση, μ’ έναν χώρο υποδοχής φουλ, συχνά άυπνη λόγω επαγγέλματος, εκείνη θα ακούσει και θα αποφανθεί και θα χτυπήσει διάνα.
Φέτος δε, έγραψε!!! Κατέβηκε από την κλινική, είχε κάποια έκτακτα ραντεβού, μ’έβαλε τελευταία, μου έκανε ελληνικό καφέ, μου το βαλε και σε πιατάκι η αθεόφοβη, στο ένα και μοναδικό! την πειράζω. Εγώ πιατάκι δε χρειάζομαι, εκείνη χρειάζομαι. Είχε όλη την καλή διάθεση να μου κάνει ιατρικό σεμινάριο πάνω στον υπέρηχο μου. Την κοίταξα στα μάτια και της το έκοψα κατευθείαν. Ρε, της λέω, ασ’ τα κλινικά για μια φορά και πιάσε τα συναισθηματικά. Οκ, μου λέει, έπεσε! πάμε στο άλλο δωμάτιο, το γυάλινο. Της τα ‘πα, μου τα ‘πε. Μπήκαμε στο ασανσέρ. Βγάλε, μου λέει να δω και τα αποτελέσματα. Τα είδε. Φτάσαμε ισόγειο. Φιλί στον αέρα γιατί δεν προλαβαίνει, πίσω στην κλινική! Θέλει να με πάρει και κάπου που παίζουν ωραίες μουσικές και τραγουδάνε. Την κοιτάω δύσπιστα, είσαι σίγουρη? της λέω.
Πέμπτες, Παρασκευές, μου λέει.
Σου κάνει? με ρωτάει.
Μου κάνει!, της απαντάω.
Και που είσαι, μου λέει, όπως είπαμε, ε!
Όπως είπαμε, Σταμάτια, όπως είπαμε! 33 Φλεβάρηδες μετά, είναι ακριβώς όπως τα είπαμε.