Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Ritter & Μαβίλη

Κρυμμένος σχεδόν, πίσω από οθόνες TFT, με μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία δερματόδετα, άλλου αιώνα, ένα τραπέζι οβάλ, μια πολυθρόνα art deco, μια προθήκη με κόκκινα νήματα in between, μου απευθύνει το λόγο.
«Τα σημεία στίξης λείπουν», μου λέει, «και χάνει πολύ». « Έχεις σιωπές, παύσεις», μου λέει, «και δε φαίνονται και χάνει πολύ». «Επανάληψη», μου λέει, «ο γραπτός σου λόγος έχει σημεία επανάληψης»...
Βυθισμένη στον καναπέ με το χρώμα που αγαπώ, αγκαλιά με μαξιλάρια και τα πόδια προνομιακά αφημένα ψηλά, πάνω στην προθήκη, στην προθήκη, που εκείνη, εγκιβώτισε ολόκληρη τη ζωή, τον ακούω. Αναπάντεχα, «να την η επανάληψη!», θα του πω, αναπάντεχα μου το κάνει το δώρο, της αμεσότητας.
Μέσα στη σιωπή την απογευματινή, με ελάχιστο φως, με τη μονταζιέρα μετακινημένη 8 σταθμούς μετρό και εφτά χρόνια, μου δίνει την αμεσότητα, απόγευμα Κυριακής. Με διαβάζει, και με συγκινεί. Μου είναι σημαντικό.
Οι ίδιες λέξεις, το σημαίνον, με άλλη βαρύτητα κάθε φορά, τη βαρύτητα του ανθρώπου που τις εκφέρει. Σκέφτομαι τις λίστες του Eco, «ο πολιτισμός είναι μια σειρά από λίστες». Όλα είναι λίστες, διάφορες λίστες, λίστες για το σούπερ μάρκετ, λίστες μουσικής, λίστες φίλων.
Μια Κυριακή με τους πιο στενούς. Υπάρχουν στιγμές, που κανονικά είναι πικρές σαν το Mandeln syrup, κι όμως έρχονται λέξεις, πράξεις, σιωπές, που την απογειώνουν την essence του σιροπιού.
Θα την πάει στο μετρό, φοράει fleece. Θα ανταλλάξουν μια στιχομυθία. Θα κρατά το κινητό με την οθόνη φωτισμένη στα λόγια του, και θα φτάσει. Το Λόρας θα γίνει Αύγουστος. Το γέλιο της, καμιά φορά, κοστίζει στους πιο στενούς, ένα εισιτήριο ακριβοπληρωμένο, της τελευταίας στιγμής και κάποιες μπίρες. Μερικές στιγμές απύθμενης γαλήνης κάνουν δέκα χρόνια να φτάσουν. Σε ένα μαγαζί που για αυτό πρωτοδιάβασε στο ΚΛΙΚ του ’80, σε ένα μαγαζί, που φιλοξενεί τους τρεις τους, έναν DJ , έναν barman και έναν σκύλο....εκείνη γελά. Η οικειότητα ακουμπισμένη σε μια μπάρα 15 εκατοστών. Η οικειότητα σε μια κλίση αναπάντητη. Η οικειότητα έξω από ένα Lidl. Η οικειότητα σε μια παγωμένη τάρτα. Η οικειότητα σε σοκολατάκια Ritter. Πάνω από σοκολατάκια, οι πιο μύχιες σκέψεις της, ξετυλίγονται δίπλα σε χαρτάκια χρωματιστά. Σε ένα αίθριο του Πράδο, σε ένα εστιατόριο του Πόρτο, σε μια κουζίνα στην Ηλιούπολη, ακούει τις σκέψεις τις και τις επιστρέφει καθάριες. Είναι αυστηρός, δεν πειράζει, οι πιο στενοί είναι πάντα οι πιο αυστηροί.
Σε ένα ταξί, Τρίτη βράδυ, κουβαλώντας σκέψεις πολλές, στο δρόμο για το αεροδρόμιο, μη έχοντας προλάβει να τον αποχαιρετίσω, επιστρέφω ξανά και ξανά στα χρωματιστά χαρτάκια, τα αφημένα στο κίτρινο.
Πόσο θέλω να γράψω για ένα από τα πιο αγαπημένα μου σπίτια...από αυτά που έχουν ψυχή...ο δικός μου παράδεισος...εμένα...της άθεης!!!
«Μα τα έγραψες όλα!», «είπες για το κόκκινο!», «Τι άλλο να πεις?»
Κυνικά, περιεκτικά, τρυφερά, συνωμοτικά! Έτσι μιλάει! Η οικειότητα, έτσι μιλάει. Περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, αυτό το ξέρω. Όπως ξέρω, ότι για αυτό το σπίτι...θα γράψω! Περασμένα τα 34!

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Monokatoikia se nhsi, loipon...

Την ξύπνησε ένα κουνούπι, μου γράφει. Το ανώδυνο.
Το γράψιμο είναι πρέζα...ένα βόλεμα ίσως...Το επώδυνο! Μου γράφει και κάτι που είπε ο Αναγνωστάκης. Σιγά μη το γράψω! Με αποκαλείς coward? Τη ρωτάω. Έχω χάσει επεισόδια, μου απαντάει.
Τα mail της Έλενας είναι σαν καλάθια με τοπικά προϊόντα Τήλου! Έρχονται και όποτε να’ναι. Λατρεύω το αναπάντεχο. Πλεκτά καλάθια, σκεπασμένα με βαμβακερή petits carreaux πετσέτα, που κρύβουν μουσικές, φωτογραφίες, αποστάγματα σκέψεων και άυλα φαγητά, ενίοτε και ρακόμελα.
Τα γράφει σε αναπάντεχες στιγμές, απρόσμενες, εκείνες τις στιγμές που χάνονται στην πόλη. Το φαγητό στη μαρμίτα, κι αντί για αλάτι, τσουπ μια πρέζα mail. Ρακόμελα να ετοιμάζονται στη βεράντα, τσουπ κι ένα shot ηλεκτρονικό!
Αχ ο χρόνος, ίδιος κι εδώ κι εκεί κι εκεί να χωράει περισσότερα! Στην Τήλο ο χρόνος είναι ελαστικός, σα τσιχλόφουσκα μπαμπαλού, έχουν κάνει και κάτι με τη ζάχαρη, δε χαλάει τα δόντια. Ώρες ώρες μου έρχεται να γεμίσω το στόμα μου ροζ μπαμπαλού και να ανέβω στον Διαγόρα. Πάει κι έρχεται ο Διαγόρας,. Καταφτάνει στο λιμάνι με τα πορτοκαλί φωτάκια του, μου γράφει. Τον έχω και φωτογραφία.
Τώρα τελευταία στο κάδρο προστέθηκε κι ένα πιάνο. Για εμένα η Τήλος είναι ξαφνικά ένα πιάνο. Ανάποδο παιδί, 33 Φλεβάρηδες μετά, η Τήλος είναι ένα πιάνο!
Τα πάντα όλα.... Αντί να είναι ένα βότσαλο, ένα ηλιοβασίλεμα, από τα άπειρα που μου χει στείλει, και που σα της πόλης της, της μητρικής παρεπιπτόντως δεν έχει, εγώ κρατάω το πιάνο. Φταίει ένα βιβλίο, πίσω στο 93.
Χτες φτάσανε και οι τελευταίες φωτογραφίες. Απόγευμα νυχτωμένο στην πόλη, το πολεμάω με όλα τα φώτα της μαύρης μου κουζίνας αναμμένα. Η εργασία με κυκλαδικά ειδώλια, κούρους και κάτι άλλους τύπους νεοκλασικιστές στο save as.
Την κοιτάω να ποζάρει κρατώντας το μπαλάκι του τένις σπασμένο στη μέση, άραγε ξέρει ότι κρατά την ευτυχία?
Μια γιαγιά με τσεμπέρι μαύρο περπατά στο χωμάτινο δρόμο, άραγε ξέρει ότι την περπατά? την ευτυχία?
Μια καμπάνα δεμένη με σκοινί ναυτικό, φονταρισμένη σε άδειο από φύλλα δέντρο.
Ελενάκι, ωραία λέξη η «φιλύρα», τι λες?
Μια μέλισσα στο κίτρινο! Ανοιχτό διάφραγμα, τα γύρω θολά, ταχύτητα, δεν ξέρω...ίσως πάνω από 400, τα φτεράκια της δεν κουνιούνται, Κοσμά,τι λες? Το πάω καλά?
Ένα οίκημα μακρόστενο, κεραμίδια σπασμένα στη στέγη...η Γιώτα χωμένη σε ένα αρχοντικό κλεισμένο χρόνια, στην Κέρκυρα, να ανοίγει κώδικες αξεσκόνιστους.
Ένα ρολόι ΔΕΗ δίπλα σε έναν τρούλο λευκό. Ένα λουλακί, ασβέστης κι ένα οξειδωμένο τυρκουάζ. Θέλω να ρθω.
Κάτι παραθυρόφυλλα σε ένα πράσινο μπλε, που δεν είναι ούτε πράσινο, ούτε μπλε.
Περιμένουν να ανοίξουν, όχι ακόμη...παλεύουν το χρώμα, τον τόνο, τον παλεύουν?
Μονοκατοικία σε νησί, λοιπόν...
Καπουτσίνο, πρωινό και η μέρα ξεκινά....
Γαλλικός, πρωινό και η μέρα ξεκινά...
Ελενάκι, ένα κουνούπι με ξύπνησε κι εμένα. Ένα κουνούπι και το μπιζζζζζζ στην καταιγίδα. Ακόμη κολλάει η καταιγίδα, εξακολουθεί να με συγχύζει, αλλά βαριέμαι να την αλλάξω. Λες να ‘χει καταλάβει ότι υπάρχει θέμα?

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

ena kitrino

Την ξαναβρήκε θρονιασμένη σε ένα καρότσι κόκκινο. Δρόμος στενός, ανάποδος, σηκωμένη από τα χαράματα εκείνη, πεζοδρόμιο μια σταλιά, με μια βαλίτσα κόκκινη, πάτησε σταθερά στο γκρι, ανασκουμπώθηκε, κοίταξε δεξιά της...και τις είδε.
Να έρχονται, από τη στροφή, να έρχονται. Ένας ουρανός γαλάζιος, αφημένος δέκα χρόνια πίσω, ένας δρόμος άγνωστος και η οικειότητα, αυτό.
Να σκύβεις στο ύψος των ματιών της, να τσουλάς το καρότσι στο ποτάμι, να την αφήνεις πάνω στο γκαζόν. Σκιουράκια, καθίσματα μεταλλικά, εδώ κι εκεί, κι εκείνη εκστασιασμένη...το γκαζόν δίπλα της, τόσο κοντά, τα δέντρα δίπλα της τόσο ψηλά, κι όλα τα χρώματα αναπάντεχα τόσο καινούρια. Το Monterey και το Potsdam, να γίνονται ένα και να συγκλίνουν εδώ, εδώ σε αυτά τα χώματα που πατά εκείνη, χεράκια ανοιχτά, ματάκια να ανοιγοκλείνουν, στοματάκι σαστισμένο, μισή μπανάνα, ένας κόσμος ολόκληρος...
Ο πρώτος μας καφές έξω, κραγιόνια απλωμένα στο τραπέζι, καπουτσίνοι και γλυκά τούρμπο στη σοκολάτα, κι εκείνη με το ραβίολι το χειροποίητο στο χέρι, να νοστιμεύεται το τυράκι. Παρασκευή απόγευμα, να μην μπορεί να πάρει τα μάτια, από πάνω της.
Πρωινά σε έναν διάδρομο, κίτρινο παιδικό, να φωνάζεις το όνομα της, να ακούς βηματάκια να τρέχουν, να χάνεται στην αγκαλιά σου, η ευτυχία να έχει χρώμα κίτρινο. Tο χρώμα μας, το δικό της και το δικό μου, είναι ένα κίτρινο, το έχουμε αποφασίσει...
«Κίτρινο», της λέω, στις 7 το πρωί...
Με κοιτάει, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι μου το λέει πίσω, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι είναι το πιο πιο πιο έξυπνο παιδί του κόσμου. Μαγουλάκια αναψοκοκκινισμένα, νομίζω ότι είναι ενθουσιασμένη με τη νέα κίτρινη κατάκτηση!
Κίτρινο, αχ Ηλέκτρα, και μπλε σαν τα τζην που φοράμε, και κόκκινο σαν τα παπάκια που θα βάλεις για τον παιδικό. "Εσύ κι εγώ", της λέω συνωμοτικά, "φοράμε μπλε!"
«Ανάποδα», με μαλώνει η μαμά της, "ανάποδα της τα λες, θα νομίζει ότι φοράμε μπλε, θα κοιτάει το τζην και θα λέει μπλε!"
Στον κόσμο της Ηλέκτρας και τον δικό μου, έχει γίνει ήδη μια σκανταλιά, μοιραζόμαστε ένα τζην, έναν τοίχο και δυο παπάκια! Ανυπομονώ να είναι δικά μου, το πρώτο της κίτρινο, και το πρώτο μπλε, και το πρώτο κόκκινο, τα βασικά χρώματα, ανυπομονώ να είναι δικά μου.
Σκέφτομαι τον Στέλιο και την απάντηση του, εκείνη την παιδική, στην επιστροφή από την πρώτη έξοδο στην Ευρώπη. Σκέφτομαι εμένα και την απάντηση μου, την τωρινή, όσον αφορά την Αγγλία. Κίτρινο, θα του πω, ένα κίτρινο ούτε λεμονί, ούτε πορτοκαλί, ένα κίτρινο ιδανικό, στα 10 εκατοστά από τα μάτια μου, ξαπλωμένες στο διάδρομο, εκείνη κι εγώ, τι κρατώ? Έναν διάδρομο κίτρινο, αυτό!
Ανάποδα, αχ Ηλέκτρα, ανάποδα στα μαθαίνει όλα η θεία σου, τον διάδρομο και το κίτρινο, ανάποδα, Αγγελικούλα, ανάποδα, περασμένα τα 33, ανάποδα για να προλάβει, να προλάβει να της περάσει την οπτική της. Αχ Αγγελικούλα, ανάποδα, όπως μια ζωή όλα ανάποδα, τι λες?
Μας κοιτά, περασμένα τα 33 εγώ, μας κοιτά. Ένα βλέμμα να ξεχειλίζει κατανόηση, περασμένα τα 33 με αφήνει, να μαθαίνω ανάποδα πράγματα σε ό,τι πιο λατρεμένο έχει. Να σου εμπιστεύονται τα ανάποδα...αχ η οικειότητα, πόσες αναγνώσεις πίσω, από αυτό που βλέπουν οι άλλοι, πολλές!
Τι κρατάω, Στέλιο μου, από αυτήν την έξοδο στη γηραιά Αλβιώνα?
Με τη λογική...την Tate Modern, με το στομάχι...μια gallery, με το συναίσθημα...την Ηλέκτρα στον πιο ωραίο διάδρομο της ζωής μου...και να’ναι κίτρινος!
Ένα χρώμα, ένα κτίριο και δύο κείμενα, περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, για την Ηλέκτρα, της ζωής μου!

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

M as dad

Αν ήταν να διαλέξει τη στιγμή που τον γνώρισε, θα διάλεγε εκείνη που την κρατά στα γόνατα του αγκαλιά. Εκείνη να φορά, φορμάκι ριγέ άσπρο με πράσινο του πεύκου, κι εκείνος με τη βέρα στο αριστερό. Την κοιτά και τον κοιτά. Μια ζωή τους περιμένει. Μπροστά αλάνα, μπαλκόνι στο 1.20, μετρημένο. Αυτό. Φως απογευματινό, πορτοκαλί, μελάτο.
Αν ήταν να διαλέξει γιατί τον αγαπά, θα διάλεγε εκείνο το επειδή, που χωράει μέσα του, όλα τα όνειρα. Πολύ πριν τους δικούς της 33 Φλεβάρηδες, φοιτητής νομικής, στην πόλη να κυνηγάει τα δικά του. Χρόνια αργότερα, να τους αφήνει να ονειρεύονται, να δημιουργούν, να πέφτουν και να σηκώνονται, να αγχώνονται, να μην κοιμούνται τα βράδια, να έχουν λεφτά, να μην έχουν δεκάρα τσακιστή, να μπαίνουν στο σπίτι το πατρικό με χαμόγελα ως τα αυτιά γιατί η δουλειά πήγε καλά, να μπαίνουν στο σπίτι με τα μούτρα στα πατώματα γιατί δεν την αφήνουν να εκφραστεί κι εκείνη τις λύσεις τις μεσοβέζικες δεν τις αντέχει. Να έρχονται γράμματα από την άλλη ήπειρο, με αγωνίες, δεν ξέρω ακόμη τι με κάνει ευτυχισμένο στη δουλειά....με τέτοια διάφορα να πέφτουν σα μετεωρίτες πάνω στο κεφάλι του, κι εκείνος εκεί, γκρίνια μηδέν, με ένα γραφείο δικηγορικό που ενάντια στα δεδομένα, δεν τους το πάσαρε. Τους άφησε να είναι αυτοί. Ένα «αυτοί», ευρύχωρο.
33 Φλεβάρηδες μετά, αν ήταν να διαλέξει μια στιγμή από τις συναντήσεις τους τις φοιτητικές με τη μαμά, θα ήταν στο Ντορέ, Κυριακή, με σοκολατί γλυκό και το Βήμα αραδιασμένο. Το δώρο του μπαμπά στη μαμά, τουλάχιστον αυτό που επιλέγει αυτή, είναι οι κυριακάτικες, και όχι μόνο, εφημερίδες. Η θαλπωρή περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες μυρίζει μελάνι, ανάποδο διάβασμα και λιωμένη σοκολάτα, σ’ένα προφιτερόλ στο Ντορέ που πια δεν υπάρχει...
Αν ήταν να επιλέξει μια στιγμή, θα ήταν προβολή σινεμά σε μια πόρτα δωματίου παιδικού, σκοτεινιά, μπανανόφλουδα και γέλια ξεκαρδιστικά παιδικά, από αυτά τα ανέμελα ολοκληρωτικά, γέλια παραδομένα.
Αν ήταν να επιλέξει μια αναποδιά, θα ήταν αυτή, της χρονιάς του 08. Επειδή το 08 την έφερε πιο κοντά στο μεγαλείο της ψυχής του. Κοντά στον μπαμπά της, αναπνέει. Να την έχει εκεί αντικριστά, να κυλάν τα δάκρυα βουβά, σε πιάτα φαγητού, ψάρι απαγορευμένο για καιρό, νερό, νερό, πολύ νερό, κι εκείνος πάλι δίκαιος με το παρελθόν και ψύχραιμος με το μέλλον. Στο παρόν τότε, βάλανε τελεία. Το Μάη του 08, βάλανε μια τελεία. Το δίπλωσαν προσεκτικά το πριν, το βάλαν στο κουτί, κι από εκεί στο πατάρι, να κάνει παρέα στο γκρι Atari.
33 Φλεβάρηδες μετά, είναι αυτό που είναι γιατί εκείνος την άφησε να είναι, αυτή, αυτή με τα λάθη της, τις αποκλειστικά δικές τις επιλογές, το επιλεκτικά πεισματάρικο του χαρακτήρα της, το παρορμητικό, το ενθουσιώδες, το δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνει του κεφαλιού της όσον αφορά τα δικά της.
33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνος είναι ο λόγος που λατρεύω το μη γλυκερό, γιατί η τρυφερότητα μπορεί να υπάρχει αλλού. Την έχω νιώσει πολύ παλιά σε ένα μπαλκόνι. 33 Φλεβάρηδες μετά, λατρεύω τη λιτότητα, τη διαύγεια, αυτό το ελάχιστο που μένει στην κουβέντα, το μόνο που χρειάζεται. Ένα, δύο, τρία. Καμιά φορά το να είσαι κοντά μπορεί να απλώνεται σε δυο βιβλία ανοιχτά, απόγευμα Σαββάτου, σε διπλανά δωμάτια.
33 Φλεβάρηδες μετά, λατρεύω να βάζω το κλειδί στην πόρτα του πατρικού μου σπιτιού, εκείνος θα διαβάζει εφημερίδα, ο καφές θα στάζει στην καφετιέρα, το φως στην μπερζέρα του –μου αναμμένο, η μαμά θα λείπει για το προφιτερόλ. Είναι η αδυναμία του και σήμερα εκείνος γιορτάζει. Ο Τάσος θα τον πάρει τηλέφωνο να του ευχηθεί, κι εκείνος θα γυρίσει την κουβέντα στις τελευταίες κινήσεις του Ομπάμα. Στη δική μου οικογένεια, αυτός είναι ο τρόπος να λέμε «σ΄αγαπώ»!
So Daddy, ...σήμερα αποφασίζουν για το health care in the House!

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

H as Hotel

Σε μια μπάρα τον γνώρισε. Μήνας Μάρτης. Διαφωνούσαν για το πού πέφτει ο Όλυμπος. Σποραδικές οι συναντήσεις, μετρημένες στα δάχτυλα. Κολλημένοι και οι δύο, μαζί και πολλοί άλλοι με το “ωραιότερο” μαγαζί της πόλης. Εκείνη το έχει στα εφτά λεπτά μετρημένα από το σπίτι της. Βασικά, μόλις περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες…ζούσε εκεί, το καθιστικό το δικό της δε βρισκόταν στη θέση του, αλλά κανά τρεις στάσεις παραπέρα. Λάτρευε να πηγαίνει με αθλητικά. Υπογράμμιζε, το συνοικιακό της κατάστασης κατά πρώτον και κατά δεύτερον….το χαλαρό της κατάστασης.
Τον ξαναπέτυχε σε μαγαζί στο κέντρο. Πάνω από τρεις φραπέδες, και μέσα από κουβέντες ουσιαστικές, χαμογέλασε στον όμορφο τρόπο σκέψης του. Συνειδητοποιημένος, ήρεμος, ήξερε να κάνει διαχείρηση. Εκείνη πάλι, περασμένα τα 33 έκανε trekking σε ποτάμια νοερά. Νερά ορμητικά, δείνες, κοτρώνες, γλύστρες…ήταν πανηγυρικά απασχολημένη. Ενίοτε προλάβαινε να ρίξει καμιά ματιά σε ανοίγματα απρόσμενα ωραία. Και ναι, εκείνος τότε ήταν μια όαση.
Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο….
Ένα φθινόπωρο χειμωνιάτικο και ένα φθινόπωρο φθινόπωρο, είναι το φθινόπωρο φέτος. Καθισμένοι στο μαγαζί της gang, τον ψυχανεμίζοται. Πόσος πόνος, πόσος δρόμος, πόση ενέργεια, πόσο…πόσο ακόμη…
Πόσο ακόμη, πόσα τραπέζια, πόσες κρατήσεις, πόση οργάνωση, πόση καταπόνιση σωματική, πόσος ύπνος ανύπαρκτος, πόσες σκέψεις την ώρα που το κλειδί μπαίνει στην εξώπορτα, πόσα πρωινά, πόσα βραδυνά, πόσα να περάσουν, πόσα?
Πόσες αναχωρήσεις ξαφνικές από μαζώματα με στενούς, τους πιο στενούς, αφημένους πίσω, πόσα βλέμματα στην πλάτη σου, πόσες σιωπές με αποσιωπητικά, πόση μοναξιά, πόση?
Πόσες προκλήσεις, πόσο απότομος, πόσο απόμακρος, πόσο γκρι, πόσο ώχρα κακιά, πόσα τηλεφωνήματα κλεισμένα στη χούφτα σου που δεν πήγαν πουθενά. Πόσα να θες και πόσα να μην επιτρέπεται.
Πόσα πλακάκια στην παραλία, πόσην ώρα Μακεδονία – σπίτι και πόσην ώρα σπίτι – Πύργος Λευκός και πόσην άλλη στο Παλατάκι. Πόσες αδιάβαστες παρατημένες κυριακάτικες εφημερίδες, πόσοι εσπρέσο, πόση σιωπή, πόση?
Πόσα ταξίδια αταξίδευτα, πόσοι φίλοι ανήμποροι προς τα εσένα, πόσο άχαρο για εκείνους, πόση ομίχλη για σένα, πόση ασυνενοησία…
33 Φλεβάρηδες μετά, το βλέμμα της σταματά απάνω του, δεν είναι δικός της στενός φίλος, εξάλλου τώρα δεν μπορεί, προσπαθεί να φιλιώσει με τον εαυτό του. Τον κοιτά από την αντιπέρα όχθη και κρατά την αναπνοή της. Αχ αυτός ο παγωμένος αέρας, να περιονιάζει τα κόκαλα, σαν τον αέρα στην Πλάκα…
Πώς να του πεις ότι το φθινώπορο θα ξαναγίνει όμορφο, πιο όμορφο, οι καφέδες με φίλους πιο αρωματικοί, και πως μακάρι τη μετακόμιση στο νέο του σπίτι να την έκαναν φίλοι…
Πώς να του πεις, ότι περασμένους τους δικούς του 33 Μάρτηδες, Απρίληδες, δε θα χρειάζεται την κράτηση στο Hotel, όπως κι εκείνη άφησε το Β, αλλά θα αδημονεί να τραπεζώνει τους φίλους τους καρδιακούς που τον περιμένουν στην άλλη πλευρά.
Τον περιμένουν, το βουνό τον περιμένει, τα χρώματα τον περιμένουν, τα χαμόγελα τον περιμένουν. Όλα είναι εκεί και περιμένουν, το ακούς?
33 Φλεβάρηδες μετά, "άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας", στο αφιερώνω, το είδα σε μια άλλη ζωή, σ' ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά σινεμά του ανατολικού Βερολίνου. Του Βερολίνου που με κάνει να χαμογελάω. Θα δεις!

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

R as Rachmaninoff

Ξέρω ότι τον γνώρισε σε άλλη πόλη. Αν έμενε στη γηραιά Αλβιώνα, ίσως και να έμενε στο southbank. Εκείνη πάλι, από όσο ξέρω, θα ψοφούσε να έμενε σε κάτι βιομηχανικό. Συμπτωματικά, στην κανονική τους ζωή μένουν δίπλα στο concert hall.
Εκείνη αγνοεί τις ιόνιες σπεσιαλιτέ, αναρωτιέται τι κάνει λάθος στον τηλεφωνικό λογαριασμό ώστε να πληρώνει penalty...ρωτάει όλον τον κατάλογο ποτών, ενώ ξέρει από την αρχή ότι στο τέλος θα το πάρει το esmeralda...
Εκείνος τυγχάνει να γνωρίζει ένα προς ένα τα συστατικά του sofrito, ξέρει από την αρχή ότι εκείνη θα πάρει το μοσχαράκι, ενίοτε τις φορτώνει σακούλες και έχει τεράστια διάθεση να την τραβολογάει στα καταστήματα που σχεδόν κατεβάζουν κεπέγκια.
Εκείνη πάλι, προτιμάει να περνάει τα δεκάλεπτα τζατζαλιάζοντας το γιουβετσάκι. Είναι σχεδόν πεπεισμένη ότι εκείνος δεν έχει ιδέα τι πα να πει «τζατζαλιάζοντας» ή "κεπέγκι". Είναι απολύτως πεπεισμένη ότι ξέρει πολλά πράγματα για τους νόμους της στατιστικής....εκείνος.
Εκείνος πάλι χάρη σε αυτήν την κατακτημένη γνώση στατιστικής ξέρει εκ των προτέρων ότι εκείνη θα κάνει λάθος στα νούμερα και θα εκτινάξει το λογαριασμό του τυχερού παιχνιδίου σε νούμερα που πλησιάζουν τους τηλεφωνικούς της λογαριασμούς. Για λόγους που όλοι αγνοούν, εκείνη δεν έχει κανένα πρόβλημα να συμπληρώνει λάθος δελτία, να παίρνει λάθος δρόμους και να αγνοεί πανηγυρικά βασικές πληροφορίες.
Εκείνος ενίοτε τσουλάει τετράτροχες παγίδες και ξενυχτάει με τα λάθος άτομα, κατά τη γνώμη της. Εκείνη τώρα τελευταία, διαβάζει κριτικές πάνω σε έναν συγκεκριμένο κοινωνιολόγο - οικονομολόγο, μέγα σφάλμα κατά τη γνώμη του, και σπαταλάει κάθε σεντς από τα λεφτά της σε άυλα πράγματα ή σε υλικά αγαθά που βρίσκονται σε προθήκες μουσείων.
Εκείνος σκοπεύει να προβεί σε κίνηση ματ προς όλους και να κατεβάσει την παγίδα στο δρόμο. Βασικά πρόκειται για ένα μηχάνημα που θα παίζει μουσική. Παραδόξως δε θα είναι ηλεκτρονικό...
Τους κοιτάζω να κάθονται αραχτοί στον κόκκινο καναπέ. Μαξιλάρια από δω κι από κει, φωτισμός τέλειος για αυτήν, ανακριτικός για αυτόν. Λεκτικοί διαξιφισμοί, σε υποθετικά σενάρια. Τους παρατηρώ, περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, είμαι βαθιά πεπεισμένη ότι πρόκειται για άτομα με πολυσχιδείς προσωπικότητες και με μια τάση που φέρνει στα όρια του σαδισμού.
Ξέρω ότι εκείνος έχει ανοιχτούς λογαριασμούς και διάφορους άλλους που δε σκοπεύει να κλείσει. Ξέρω ότι εκείνη έχει κλειστούς λογαριασμούς, αλλά ίσως και να μπλοφάρει. Ξέρω ότι στις παρτίδες πόκερ τους, ισχύει ένας άγραφος νόμος που κάνει το πόκερ σχεδόν Rachmaninoff.
Περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, και έχοντας μεγάλη αδυναμία σε έναν ρώσο συνθέτη, τους παρατηρώ, σε αυτές τις αραιές μαζώξεις τους. Τις προάλλες της δήλωσε ευθαρσώς ότι, ξέρει το λόγο. Ευθαρσώς του τον σέρβιρε στα μούτρα. Έχουν εξαιρετικό χιούμορ αμφότεροι, είναι book worms και υπερβολικά πεισματάρηδες. Ααααα και το κυριότερο, περασμένα τα 33, ομολογώ ότι ζηλεύω τα ταξίδια τους, αυτό. Δεν είναι και λίγο...και όχι το concert hall απέχει πολύ το ένα από το άλλο.

Sent from my BlackBerry® from Vodafone

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Salt, ginger & 10 kisses!

Αναρωτιέται καμιά φορά γιατί, γιατί φεύγει πριν το έργο τελειώσει. Φοράει το fleece με τη neutrogena, το κορδελάκι με τη δεύτερη μόλις Biennale της πόλης της, τα κλειδιά να κουδουνίζουν, περπατά μέσα στη βροχή και χαμογελά.
Δεν περιμένει τίποτα, μπορεί πια να μην περιμένει τίποτα, ένα τίποτα παραδόξως απίστευτα αισιόδοξο.
Αλμύρα, έβαλε την Εύα στο κρεβάτι, την κουκούλωσε με το παπλωματάκι το patchwork, είπανε για θαυμαστικά, για συν και πλην στο μπράβο της ορθογραφίας, αναρωτήθηκαν τι να είναι το δώρο στα δέκα θαυμαστικά. Μπορεί να είναι δέκα φιλιά, της ψιθύρισε, να μην ξέρεις την επιβράβευση, αυτό είναι η αλμύρα στη ζωή, θυμήθηκε τον εαυτό της, να έχει γιορτή, να σκύβει από πάνω της, πάνω από το παιδικό κρεβάτι ο παππούς της και να την ρώτα τι δώρο θα ήθελε κι εκείνη να αδημονεί να ακούσει και να παίρνει ως απάντηση, ως δώρο...φιλιά, αχχχχ την παιδική απογοήτευση, καλοκαίρι καιρός, χίλια μύρια δώρα θα μπορούσε να φανταστεί κι αντί αυτού...φιλιά, ουφ...
Φιλιά, προτείνει στην ανηψιά της, ως επιβράβευση, αυθόρμητα, περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες. Αλάτι, προτείνει στους φίλους της, αυτή που τρώει τις ντομάτες ανάλατες. Περπατά βράδυ, Εγνατία, φώτα, δεν την αφορούν, χαμογελά, το δοκίμασε το αλάτι, μέρα τη μέρα για πολλά καλοκαίρια, αχχχ το άτιμο, τι νοστιμιά! Τσίπουρα και σκουμπρί καπνιστό, σαρδελίτσα στη σχάρα και Kaiser, σε ένα τραπέζι πλαστικό, κάτω από τον ήλιο της Κασσάνδρας, χόρτα βραστά, και τον καφέ της, ακριβώς όπως τον ήθελε.
Τι κι αν βούτηξε στη θάλασσα, ο ήλιος, τι κι αν δεν ξαναφάει το μυδοπίλαφο στο μαγαζί που φέρει το όνομά της, τι κι αν πολλά αν, τι κι αν ο πρώτος καλοκαιρινός φραπές είναι σε ένα beach bar στον μόνο ωραίο δρόμο του πρώτου και να’ναι χωμάτινος, ξεχασμένος. Να ανοίγει το παράθυρο, να μπουν οι μυρωδιές και οι ήχοι και οι μουσικές, να είναι ονειρεμένες.
Το έκλεισε το κουτί με τις ονειρεμένες μέρες, μήνες πριν, πριν τους 33 Φλεβάρηδες. Βασικά, μόλις το ανακάλυψε! Χαμογελά. Επιτρέπει στον εαυτό της να χαμογελά. Ακούγεται παράδοξο, σαν τα παράδοξα του Βέμπερ, αλλά πέρασε ωραία, μέχρι τη μέρα που έφυγε, εκείνη πέρασε ωραία.
Και σήμερα, 33 Φλεβάρηδες μετά, περνάει ωραία με το τίποτα! Λάθος, περνά ωραία με τους φίλους της. Ένας άνθρωπος έφυγε και πόσοι άλλοι μπήκαν ουσιαστικά στη ζωή της ή ξαναέπεστρεψαν. Σε τέσσερις μέρες θα σηκώνει στην αγκαλιά της την Ηλέκτρα, πιθανόν να βρέχει όπως έβρεχε και τότε, πιθανόν να πιεί Pimm's. Λίγες μέρες αργότερα θα μπει σε ένα σπίτι που δεν έχει πάει ποτέ μόνη της, σε ένα σπίτι που είναι γεμάτο αναμνήσεις από μια άλλη ζωή, που παραδόξως πια δεν την πονάει.
Τι κι αν είχε μια ζωή και την έχασε, ήταν ωραία για όσο ήταν. Να αποδέχεσαι να χάνεις, να σε «κρεμάνε», να αποδέχεσαι ότι έχτιζες κάστρα στην άμμο, να αποδέχεσαι να γκρεμίζονται κι εσύ εκεί να προχωράς.
Αλάτι, να μην ξεχάσει το αλάτι. Να δοκιμάζεις, να πέφτεις, να τρως τα μούτρα σου, να τολμάς.
Να παίζεις το πινγκ πονγκ και να χάνεις, ε και? 33 Φλεβάρηδες μετά, είναι πεπεισμένη ότι η ζωή είναι καλύτερη αλμυρή, παρά ουδέτερη. Και ναι, επιτρέπει στον εαυτό της, να φεύγει από χαζά αποστειρωμένα έργα. Τις ανθρώπινες σχέσεις τις δοκιμάζουμε στο αλάτι, αν τσιμπάνε, αν φέρνουν δάκρυα στα μάτια από το κάψιμο, αν είναι καυτερές και γλυκές συνάμα σαν το ginger...
Εκείνη το λατρεύει το ginger, το φρέσκο, όπως λατρεύει να συναντά και τη σοκολάτα σε συνταγές απρόβλεπτες. 33 Φλεβάρηδες μετά, επιτέλους αποδέχεται χαμογελαστά το απρόβλεπτο. Λατρεύει και τα τραπεζώματα. 33 Φλεβάρηδες μετά σκοπεύει να τα ξεκινήσει. Η ζωή είναι σε τραπέζια γεμάτα φίλους. Ακούς Εύα? Φιλιά λοιπόν για το άριστα στην ορθογραφία!

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

M as B

Μετρημένες οι φορές που τον είδε. Τον γνώρισε τα καλοκαίρια του 80. Μια Mercedes Bordeaux. Εκείνη να φοράει ένα λεμονί φραμπαλωτό, φράντζα πυκνή, κορδέλα στα μαλλιά και πατίνια. Φωτογραφία αναμνηστική στη γέφυρα απάνω, εκεί δίπλα στο Μακεδονία Παλάς, στο Παλάς της ζωής της.
Το λεμονί ήρθε από πολύ μακριά από τη χώρα που ονομάζουμε down under. Καλοκαίρια με σταφύλια, με μπάνια πρωινά και απογευματινά στην παραλία των φοινίκων. Τραπέζι από τα πρώτα πλαστικά, με το πιο πιο αγαπημένο συναισθηματικό καρώ και να ‘ναι πορτοκαλί. Καφέδες ελληνικοί σε φλυτζανάκια με ένα μοτίβο που δεν έπαιζε πολύ. Δύσκολο, καφέ au lait διάστικτο με κουκιδούλες πιο σκούρες, απειροελάχιστες, να αντέχει στην πυρρά.
Διαδρομές, μέσα έξω, ανυπόμονες, πότε, μα πότε θα φύγουν για τη θάλασσα. Αυτό ήταν το μόνο πρόβλημα, αυτό και οι ειδήσεις στις εννιά που δεν περνούσαν με τίποτα. Το πρόβλημα τα καλοκαίρια του 80 ήταν η αντιμετώπιση της βαρεμάρας. Το αντιμετώπιζαν, με στρωματσάδες, με όχι σεταρισμένα σεντόνια, με μπουγάτσες κυριακάτικες, μόνο την Κυριακή, με πίτες που είχαν στη μέση ήλιο ολόκληρο, που τέτοιες δε θα ξανά-υπαρξουν και με γέλιο, πολύ, δυνατό και να κλαις.
Εκεί τον γνώριζε. Τον ζούσε σε ένα μπαλκόνι αγαπημένο, το πίσω. Δυο δέντρα, τριανταφυλλιές, στάχυα και αμπέλια, τα πρωινά, τα μεσημεριανά, τα βραδινά τους. Τη δεκαετία του 80, η Χαλκιδική της, ήταν αυτό. Σταματούσε στα 35 χιλιόμετρα από την πόλη. Σταματούσε σε μια βεράντα που τους χωρούσε όλους. Οι καρέκλες ήταν όλων των ειδών, φερμένες από τη Δεσπεραί, από τον Βάβδο, από περισσεύματα, ακόμη δεν είχε ξεκινήσει η μπίζνα της πλαστικής, και το Πρακτικέρ δεν ήξερε πού έπεφτε η Ελλάδα.
Η Ελλάδα που υποδεχόταν τα καλοκαίρια τους συγγενείς από τη χώρα του Oz!!! Στα τραπεζώματα, τα οικογενειακά τον γνώρισε. Στα τραπεζώματα τα οικογενειακά, έμαθε πώς εκείνος γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Με μια φωτογραφία στο χέρι. Είχαν προηγηθεί γράμματα, γράμματα χειροποίητα, γράμματα που ταξιδεύαν τους ωκεανούς, γράμματα που μάλλον ο χρόνος και το αλάτι τα κάνανε θησαυρούς, γράμματα μετρημένα με ημερομηνίες που σημαίνανε κάτι, με τρυφερότητα δοσμένη με το σταγονόμετρο, αλλά παρόλα ταυτα τρυφερότητα. Την καταλάβαινες.
Με τα γράμματα, με μια φωτογραφία, με ένα λεξικό για τα αγγλικά, με το τίποτα όσον αφορά το εσωτερικό του σπιτιού, με το «σε μια κουφάλα δέντρου, αρκεί να είμαστε μαζί», που έλεγε η γιαγιά μου, με αυτά το έστησε το σπιτικό, τη φαμίλια, εκεί μακριά. Ερχότανε κάθε τέσσερα χρόνια. Αυτήν την πολυτέλεια επέτρεπε στον εαυτό του. Ερχότανε και γελούσανε, τραντάζονταν το σπίτι, ευτυχώς ήταν και άκρη στο χωριό, ναι στο χωριό, σε κανονικό χωριό και όχι σε συγκρότημα από αυτά που άρχισαν να ξεπηδούν εκεί στα τέλη του 80.. Σε χωριό παραδοσιακό, ολίγον άσχημο έως πολύ, αλά χωριό ρε παιδί μου, με ΕΒΓΑ, όπως θα λέγανε και οι Αθηναίοι, και παγωτό σικάγο και τυρί από τενεκέ.
33 Φλεβάρηδες μετά, με άπειρα gadgets, με γλώσσες σχεδόν τέσσερις, με εσπρεσσιέρες και βάζα φερμένα από διάφορα μουσεία design, με τετράτροχο και δίτροχο, με τα Lost κατεβασμένα την επομένη της αμερικάνικης πρεμιέρας, με, με, με και με ένα χωρισμό ήδη, του αφιερώνει τις «Νύφες» του Βούλγαρη, γιατί τα πράγματα είναι απλά, πολύ απλά, κι εκείνοι τα κατάφεραν. Κατάφεραν να δίνουν τώρα πια ραντεβού σε κάποια γρασίδια. Τα φαντάζομαι πολύ φρέσκα πράσινα. Εκείνη θα τα περιποιείται πολύ, είμαι σίγουρη. Εκείνοι με το αγγλικό λεξικό ανά χείρας κάποτε, κι εκείνη, 33 Φλεβάρηδες μετά, χαμένη στη μετάφραση...να ψάχνει άλλου είδους λεξικά, να καταλάβει συμπεριφορές κι συναισθήματα, βασικά να βρει πρώτα φακό, να βρει τα συναισθήματα και μετά βλέπουμε.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Table 71

Τον συμπάθησε πριν τον γνωρίσει. Μια πρότασή του, ειπωμένη βράδυ καλοκαιρινό, στην οδό των λουλουδιών, σ’έναν δρόμο που σηκώνει πολύ κίνηση, που έχει πολύ νεύρο και ανθρώπους εν εξάλλω κατάσταση, μια πρόταση καθαρή και ξάστερη, σαν από άλλη εποχή, μια πρόταση από αυτές που βουτάς στα βαθιά και σε παν στην άβυσσο, έφτασε μέχρι το μπροστινό μπαλκόνι του 6ου. Η πρόταση, την έκανε να κατεβάσει τα πόδια από το στηθαίο, και να κοιτάξει βαθιά στα μάτια, την άλλη, την αποδέκτρια. Συνεννοήθηκαν.
Έπεσε απάνω του βγαίνοντας από ένα ασανσέρ, ισόγειο. Μια καλησπέρα σε πρώτο χρόνο, και σε δεύτερο,, έχοντας πια απομακρυνθεί, κατάλαβε ότι ο αποδέκτης της ήταν...ο κύριος ξάστερος.
Έπεσε πάνω του ξανά, βγαίνοντας από το ίδιο ασανσέρ, έκτος. Γίνανε οι συστάσεις, τον φίλησε αυθόρμητα και του είπε πως χάρηκε πολύ που τον γνώριζε. Τη ρώτησε αυθόρμητα γιατί. Τον συμπάθησε περισσότερο. Καθαρός και ξάστερος και στο δια ζώσης!
Σταδιακά, την υιοθέτησαν. Υπάρχει ένα μαγαζί που έγινε το καθιστικό αυτής της παράδοξης οικογένειας. Τον Σεπτέμβρη σ’ έναν καναπέ βαθύ, με απολαυστικές μαξιλάρες, την περιμένουν. Εκείνη θα αφήνει παρέες αγαπημένες, θα διασχίζει όλο το ιστορικό κέντρο με ταξί, για να φτάνει γρήγορα κοντά τους. Χαμογελά μοναχή της. Αν στην εφηβεία της, όταν χτυπούσε πόρτες για να βγει, της έλεγαν ότι θα έπαιρνε ταξί για να συναντήσει την οικογενειακή θαλπωρή, θα σε κοιτούσε με βλέμμα χειμωνιάτικο, βουνίσιο, 1350 υψόμετρο και βάλε.
Παραδόξως, 33 Φλεβάρηδες μετά, χοροπηδά σαν κατσίκι από το ταξί και χαζογελά στους έξτρα γονείς. Σε ένα μαγαζί με όνομα γαλλικό, με φωτισμό που πολύ απλά δεν υπάρχει, σαν το σιρόπι από γλυκό πορτοκάλι, ολίγον πικρό, με τοίχους σε ένα φυστικί παγωτού, με καδρόνια χοντρά ξεβαμμένα και σταματημένα ακριβώς στον τόνο που πρέπει, με γλυκύτατους ανθρώπους να σου σερβίρουν προσωπικά, μα πολύ προσωπικά, με χαμόγελα που απευθύνονται αποκλειστικά σε εσένα, μια μικρή οικογένεια ζει σε παράλληλη ζωή.
Σταδιακά, μεταφέρθηκαν εντός. Σταδιακά, αντάλλαξε την Μορέτι με Μαρτίνι. Τραπεζάκι στόγγυλλο μικρό, τοσοδούλι, σε χρώμα βανίλιας, νουμεράκι 71 γραμμένο απάνω, τα ποτήρια, το μπωλάκι με τα πιο ονειρεμένα πολύχρωμα ξερά φρούτα, η παράλλαξη στα πόδια της, κι εκείνη με μια αίσθηση πληρότητας συναισθηματικής να συνοδεύει γουλιά γουλιά το Saphire.
Τους απολαμβάνει. Η γαλήνη καμιά φορά μπορεί να έχει χρώμα πορτοκαλί καραμελέ. Είναι σίγουρη. Το μόνο πρόβλημα σε αυτόν τον παράλληλο κόσμο, είναι το μπουτόν στους νιπτήρες. Το πατά, το πατά, σχεδόν χοροπηδά, με καμιά σοβαρότητα τους 33 περασμένους Φλεβάρηδες, πάνω στο λαστιχένιο μπουτόν. Zero. Α, υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα...οι κολόνες, για να δει κοντεύει να πέσει από το καρεκλάκι της. Ατίθασο παιδί κάνανε. Κανονικά, εκείνη θα ήταν και πιο ατίθαση, αλλά οι γονείς δεν της το επιτρέπουν. Πειθαρχεί. Περασμένα τα 33, βάζει καμιά φορά το ταμπεραμέντο της σε κουβά με παγάκια. Της φτάνει και της περισσεύει η οικειότητα μαζεμένη σ’ένα τραπεζάκι με διάμετρο 45 εκατοστά.
Η βροχή να πέφτει μανιωδώς, οι παρέες να αραιώνουν, τα πρέπει να λασκάρουν και να δίνουν τη θέση τους σε αποστάγματα, η παράλλαξη πεσμένη στο πάτωμα, τα πόδια ψηλά στο περβάζι και η Θεσσαλονίκη να τους ανοίγεται, όπως μόνο τέτοιες ώρες ανοίγεται.
Πρόζεκτς από το Λονδίνο από εμπνευσμένους ανθρώπους, μοντέλα πολυκατοικίας, όνειρα για πολυχώρους, συμπεριφορές και άνθρωποι, τι την πειράζει και τι δεν καταλαβαίνει, όλα εκεί απλωμένα στα 45 εκατοστά. 33 Φλεβάρηδες μετά, δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να σου χαρίζουν, να σου δίνουν το χρόνο τους, να σε γνωρίζουν. Γενναιοδωρία και Οικειότητα. Στην κανονική ζωή είναι φίλοι μου. Στο Banquet είναι η οικογένεια μου.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

άσε τον "legrand", αναμμένο!

Ρε παιδιά ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε!!! Να βάλουμε λίγο τα πράγματα στη θέση τους. Τι σου λείπει, τι σου λείπει?, την ρωτάν.
Σου, μου λείπει ένα ρολόι suunto, απαντά και φταίει ο πολυγαπημένος της φίλος Φάιτας για αυτό! Πριν καν δεν ήξερε ότι υπήρχε αυτή η μάρκα... Μακάριοι οι πτωχί της «μάρκας», του brandnaming...
Αυτό λοιπόν το παραπάνω, «το μου λείπει», θεωρείται οκ. Το να σου λείπει όμως ο Τάκης, ο Μήτσος, η Έλενα, η Μελίνα και η κάθε Μανίνα θεωρείται κακό και πρέπει να καταπολεμηθεί δια ροπάλου!!! Τι λέτε ρε παιδιά??? Από πότε το να αναγνωρίζεις, να αντιλαμβάνεσαι σε κάθε εκατοστό του μυαλού σου ότι το έχει κάνει κατάληψη η εικόνα κάποιου ανθρώπου έγινε πράγμα προς καταστολή???
Από πότε έγινε το «περάσαμε τέλεια, αλλά ευτυχώς δε μου λείπει!!!», η νόρμα?
Που βρέθηκαν αυτοί οι διακόπτες ασφαλείας, αυτοί που πετυχαίνουν το «να περνάμε τέλεια με κάποιον, να γελάμε, να ανακαλύπτουμε ότι μας αρέσουν τα ίδια κρασιά, τρώμε την πάστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο», βράδυ καλοκαιρινό και μετά Δευτέρα πρωί, τσουπ να πατάμε τον διακόπτη και να κλείνει η συναισθηματική παρένθεση και να περπατάμε στους δρόμους της πόλης την πεποίθηση ότι εμάς, ναι εμάς, ο τάδε τύπος δε μας λείπει....
Όπα για να μην παρεξηγούμαστε. Υπάρχει και η μεγάλη πιθανότητα, να συμβαίνει κι αυτό. Το λάθος timing, η λαμαρίνα η δαγκωμένη μόνο από τη μια πλευρά. Τι γίνεται όμως όταν είναι πασιφανές, μπροστά στα μάτια σου, ότι δυο άνθρωποι που στέκονται μπροστά σου, που τους βλέπεις στις κοινές τους φωτογραφίες, να λάμπουν, τι γίνεται όταν ακόμη κι αυτή η ηλεκτρονική μορφή απεικόνισης, στάζει τρυφερότητα και μοσχοβολάει τη ζωή, τι γίνεται? Ποιοι διακόπτες και πράσινα άλογα. Τα άλογα μπορεί να μη γίνουν εύκολα πράσινα, αλλά το να σου λείπει κάποιος δεν είναι αρρώστια, δεν είναι καν γρίπη, μπορεί να είναι πυρετός!!! Ένας μικρός Τιτανικός και ας χαθούμε!
Ναι ρε παιδιά, ας χαθείτε!!! Και?? Το πολύ πολύ, να πέσετε στη θάλασσα! Και?? Θα καταπιείτε λίγο νερό και θα είναι αλμυρό! Αλλά πάντως θα έχει γεύση! Μπορεί και να μη σας αρέσει, που δε θα σας αρέσει! Και? Καλύτερα αλμυρά συναισθηματική παρά άνοστη αυτή η ζωή που την περπατάμε θαρρείς και μας χαρίστηκε.
Ναι ρε! της λείπει! Μου το έδωσε έτσι απλά, ανάμεσα σε μια Amstel Pulse και μια Carib, σε ένα τραπέζι λευκό ψηλό, στο μαγαζί που αγαπήσαμε όσο κανένα άλλο το καλοκαίρι του 08. Κανονικά η νόρμα θα ήταν να μου την κάνει τη δήλωση με Peroni, αλλά δεν πειράζει. Δεν πειράζει που δεν την ήπιαμε φέτος την πρώτη την Peroni μαζί. Δεν πειράζει που έξι βδομάδες βολοδέρναμε σε άλλες παραλίες, δεν πειράζει, αρκεί που της λείπει. Α να γεια σου!
Ο σκοπός είναι αυτός, μακάρι να σου λείπει!!! Μακάρι, να το δίνεις πάνω από τραπέζια φθινοπωρινά, μακάρι να το εκμυστηρεύεσαι σε πρωινά mails σταλμένα από Τήλο, μακάρι να το ψιθυρίζεις στο skype, ξαπλωμένος σε κρεβάτι με στοιβαγμένα άψογα γερμανικά πουπουλένια μαξιλάρια, με τον υπολογιστή αγκαλιά.
33 Φλεβάρηδες μετά, με αποχή πάνω του ενός μήνα, αυτό μας εύχομαι, σε όλους εσάς, τους δικούς μου ανθρώπους. Να σας λείπει, όταν δεν είναι εκεί, να σας λείπει αυτό που πίνει, να σας λείπει ο τρόπος που γελάει, να σας λείπει η ατάκα που λέει.
Και αφήστε τους διακόπτες για τους τοίχους, απλά να ανοιγοκλείνουν τα φωτά και καμιά φορά να «ντιμάρουν», έτσι απλά για να κάνουν αυτό το «μου λείπει», αναπόφευκτο!

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

3 out of 365

33 Φλεβάρηδες μετά αναρωτιέται πώς στο διάολο να χωρέσουν μέσα σε τρεις μέρες 362...δύσκολα τα μαθηματικά πάντοτε τη ζόριζαν, πώς να ξαναμπεί στο void, Βίκυ εσύ που είσαι pyrinee’ physicist...καμιά ιδέα??
Κακό πράγμα η συνήθεια και την ξανα – αποκτάς τόσο εύκολα, ένα φτέρνισμα, ένα αψού και κόλλησες! Να ένα μάζωμα οικογενειακό, ένα μεσημέρι, δύο μεσημέρια, τρία μεσημέρια...θέλει πολύ να αρεστεί ο άνθρωπος?? Να ένας καφές πρωινός, ένα καλημέρα και δυο φιλιά στα μάγουλα, να ένα παγωτάκι στα καπάκια, ένα snorkelling, βάλε και δυο καραφάκια τσίπουρα, τους δένει και το χωρίς γλυκάνισο...θέλει πολλά να κολλήσεις??
Μα και με τα συμπεθέρια? Και με τα συμπεθέρια!! Τα συμπεθέρια του Τάσου, είναι η δική της στενή οικογένεια...γίνεται? γίνεται! Στο σπίτι της Έλλης και του Γιώργου, έβαλε το σωτήριο έτος του 08 που άλλο τέτοιο δεν εύχεται...μακριά από μένα το ποτήριον ετούτο...3ήμερο και τότε, αυτοί ως οικογένεια κάτι έχουν με το τρία..τρεις μέρες στο Μαρούσι, τρεις μέρες στα Χανιά, τρεις μέρες στο δεύτερο, ααα στο γάμο των παιδιών τις ανεβάσανε στις εφτά, όσα και τα θαύματα του κόσμου!
Στους άλλους, τους από έξω μοιάζει εξωτικό, να πετιέσαι για το γάμο στο Σικάγο, να πετιέσαι για καβουροπόδαρα στο Chesapeake bay, εκείνη πάλι περασμένα τα 33 απόκαμε με τους αεροδρόμιους αποχαιρετισμούς, μαζεύτηκαν κι ένα σωρό...φωτογραφιές με καροτσάκια γεμάτα δώρα και χαμόγελα να μη χωράνε στο φακό. Αγκαλιές, πώς να χωρέσουνε τις αγκαλιές των Δευτέρων, των Τριτών, των Παρασκευών και όλων των σε – ων, όλες μαζεμένες, ζιπαρισμένες σε αυτήν τη μία αγκαλιά, σχεδόν ντροπαλή, που απαθανατίζεται με ευλάβεια εδώ και 15 συναπτά έτη. Τόσα πολλά? Πώς πέρασαν?? και Νααα να ανοίγουνε τα μάτια των από έξω με σαστιμάρα. Τους κοιτά κι εκείνη σιωπηλά, τι να τους πει...πώς πέρασαν...έρχεται και στα καπάκια η άλλη ερώτηση, αυτή που την έχει απαντήσει αμέτρητες φορές...θέλει να γυρίσει ο Τασούλης?
Θέλει κυρία μου, θέλει, δε θέλει...χωράνε τα θέλει και τα δε θέλει, σε μια πρόταση??
Χωράνε τα όνειρα, οι προσπάθειες, οι προσδοκίες, χωράνε οι συζητήσεις γύρω από τα τραπέζια με τα καρπούζια, με το τυρί από το Βάβδο και όχι τη Βάβδο, με τις ντοματούλες τις φερμένες από την Ανάπολη, τις ντοματούλες που μεγάλωσαν στο μπαλκονάκι που έγερνε εκείνη ανέμελα Οκτώβρη του 2007...χωράνε όλα αυτά σε ένα ξερό ναι ή σ’ένα όχι??
Χωράνε στις φωτογραφίες, διακόσιες μαζεύτηκαν μάνι μάνι, που έλεγε και η γιαγιά τους, διακόσιες φωτογραφιές η δική της σοδειά, χωριστά οι δικές του, χωριστά της ωραίας Ελένης του Σικάγου, χωράνε ψήγματα, λεπτομέρειες της καθημερινότητας, χωράνε, οι χειρονομίες του, το βλέμμα το τρυφερό, το αρπαγμένο, το της απορίας, το περπάτημα το ίδιο με του μπαμπά τους?
Χωράει στο πορτοκαλί του Massimo η δική της αγκαλιά, αυτή που του δίνει 3 από τις 365 που έχει ο χρόνος? Χωράει στα γεμιστά αυτά με το κρυμμένο κολοκυθάκι, στα γεμιστά που η μαμά τους, τέτοια έμαθε να τα κάνει μόνο και μόνο για να κρύψει ακόμη κι εκεί, στη λεπτομέρεια, στο κολοκυθένιο κυβάκι, το νιάξιμο...πόσα κολοκυθάκια για τα χαμένα μεσημεριανά μαζέματα?? Πόσα να βάλει??
Χωράει μια θάλασσα κι ένα νέο φεγγάρι αυγουστιάτικο τη θλίψη, τη χαρά, τη συνήθεια να πίνουνε την amstel την pulse και τη vodka τους, παρέα?
Πώς να την κάνει τη διαχείριση, 33 Φλεβάρηδες μετά, αναρωτιέται...
Χτες με τη θάλασσα, σήμερα με placibo, αύριο με αντίσκηνο, και μετά βλέπουμε...
Τον κοιτά στην οθόνη, περασμένα τα 33, είναι βαθιά πεπεισμένη ότι το πορτοκαλί του Massimo έγινε αποκλειστικά για εκείνον, τον αδερφό της. Ένα πορτοκαλί βερικοκί, αυτό!

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

V as M!

Άνοιξη του 2008, άνοιξε τη γυάλινη πόρτα, διέσχισε το χώρο και έκατσε στο γραφείο αριστερά. Τις χωρίζει ένα γραφείο και ένας αέρας υπεροπτικής ευτυχίας, της εισερχόμενης, της βαθιά νυχτωμένης. Μιλάνε για σχέσεις και η intruder, αναλύει την επιτυχία του μοντέλλου half and half, σαν το γάλα από το trader Joe's. Βασικά πρέπει να μιλήσουν και για ντουλάπες.
Τέλη άνοιξης, Μάης, θα ξαναμιλήσουν για ντουλάπες, όχι πελάτη, τις δικές της, της νυχτωμένης intruder, της κατά πέντε κιλά πιο αδύνατης. Το half and half ξύνισε κι αντί να το πετάξουνε πετάξαν το ψυγείο, το eco-friendly…
Τις χωρίζει ένα γραφείο και τις ενώνει μια πρόταση. Δε θα σας την πω, ήταν επώδυνη, αληθινή και έκοβε όπως μόνο τα κεραμικά μαχαίρια το κάνουν. Της έτινε το χέρι, την κοίταξε στα μάτια, βαθιά, εισχώρησαν απελπιστικά σοβαρά, δεν την έχουν ξανακοιτάξει πιο σοβαρά, ο πιο αναγκαστικός μονόδρομος της ζωής της, ήταν αυτό το βλέμμα.
Σε ένα μαγαζί με κουζίνες, που μπαίνουν άνθρωποι που συνήθως σχεδιάζουν το ξεκίνημα, τη συνέχεια μιας ζωής συντροφικής, εκείνη εισέπρατε μια πρόταση, αυτό και αποσιωπητικά…Μπορείς να εμπιστευτείς τα αποσιωπητικά? Μπορείς.
Όταν ανεβαίνει για να τη δει, και σπρώχνει εκείνη τη γυάλινη πόρτα, χρώματα λάκας, ξύλα, μοντέλλα ανάμικτα και στη μέση εκείνη, την αγκαλιάζει σφιχτά πια, της σκάει φιλιά ζουμερά και την αφήνει να λιώσει σε μια καρέκλα απέναντι της. Την αφήνει πια, αυτήν την intruder της άνοιξης, να της καταναλώνει τον χρόνο της, ακόμη και τον επαγγελματικό. Μοιάζει διαστροφή, αλλά νομίζω ότι το μαγαζί της είναι από τα πιο ωραία μπαρ της πόλης! Η μια πίσω από την μπάρα – γραφείο και η άλλη από μπροστά. Το σούρουπο να βαθαίνει κι η συζήτηση επίσης. Μαζί της νιώθω να περπατάμε τη ζωή μέσα από προτάσεις και σκέψεις. Εγώ να τις περιγράφω το μετά τους 33 Φλεβάρηδες, προτάσεις, προτάσεις αραδιασμένες πάνω στο γυάλινο τραπέζι, πάνω στο δερμάτινο τραπέζι κι εκείνη να ξεκινά τις δικές της, μ’ ένα “δεν ξέρω”, όχι εκείνο της άγνοιας, αλλά εκείνο της μεστότητας, εκείνο που αφήνει χώρο και χρόνο για να δει παρακάτω, της εγκράτειας, του να αφήσουμε τον ποιητή, τη ζωή, τον άνθρωπο, να μας πει αυτό που θέλει να μας πει…
“Δεν ξέρω” και το όνομά μου να ακολουθεί, και τα αποσιωπητικά, πάαααντα τα αποσιωπητικά. Πια τα αποσιωπητικά της, τα λατρεύω…και τον τρόπο που εκφέρει το όνομα μου. Με χροιά ζεστή, όπως αργοψήνεται το φαγητό μέσα σε γάστρα terracotta τοσκάνικη. Αντιστάθισμα για την κεραμική λεπίδα που μου βάλλε στο χέρι, νομίζω, τότε τον Μάη του '08.
Την κοιτούσα χτες, να γελά και την απολάμβανα. Το βλέμμα της κανονικά είναι πικάντικο, μαλλιά σπαστά, και δυο κοκαλάκια τοσοδούλια να συγκρατούν μερικές αφέλειες, δυο κοκαλάκια συγκρατούν αυτό που είναι εκείνη, εκείνη είναι στις λεπτομέρειες, τις λεπτομέρειες που πρέπει να τις ανακαλύψεις.
Η γοητεία βρίσκεται στις λεπτομέρειες.
Η ζωή βρίσκεται στις λεπτομέρειες.
Οι φίλοι κάνουν τη διαφορά με λεπτομέρειες.
Σημαντική λεπτομέρεια, έχει γενέθλια ίδια μέρα με τη μαμά μου. Δε μοιάζουν καθόλου!!! Παραδόξως, είναι ίδια με εμένα!!! Και όχι δεν είναι απρόβλεπτη, απλώς κόβει ορθολογιστικά με κεραμικό μαχαίρι και αν είσαι τυχερός μπορεί μια λεπτομέρεια να σου ανοίξει το καπάκι μια τοσκάνικης γάστρας. Φαγάκι ζεστό, πικάντικο, θαλπωρής, comfy food!!
Σημαντική λεπτομέρεια, έχει σήμερα γενέθλια και υπάρχει μια λεπτομέρεια που αδημονώ να της στείλω, για τη λεπτομέρεια που ενηλικίωσε τους Φλεβάρηδες, στα 32! Χρόνια πολλά!

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

K as Konstantinos

Τον γνώρισε έξω από μια στάση μετρό, ήλιος κίτρινα καταλανικός, κόσμος πολύς, καθημερινή. Βερμούδα διακοπών σε χρώμα ντοματί, σα θαλασσοδαρμένη, την ώρα που τον καλωσόριζε στη Βαρκελώνη και στη ζωή της, ήξερε ήδη ότι αυτός ο νότιος με καταγωγή το ιόνιο, ήταν χαλαρός, βασικά...θετικά χαλαρωτικός.
Όταν ο Κωνσταντίνος γελάει, γελάς κι εσύ. Ανοίγει εκείνες τις ματάρες του, μπλε σκούρο μοναδικά δικό του, βαθύ και υγρό και με ένα τόνο πειράγματος στο βάθος. Όταν ο Κωνσταντίνος μιλάει, η τελευταία πρόταση θα είναι σχεδόν πάντα με ένα ερωτηματικό ακολουθούμενο από αποσιωπητικά....σε ψάχνει πίσω από τις λέξεις, «τι εννοείς;», μ’ ένα στριφογύρισμα στο τέλος, σχεδόν απειλητικό, κι εσύ ο έρμος να ψάχνεις εναγωνίως να τον καλύψεις ικανοποιητικά. «Τι εννοείς;» και το μπλε καρφωμένο απάνω σου, δε θα το πάρει μέχρι να πάρει την απάντησή του. Όταν ο Κωνσταντίνος μιλάει, σε παρασέρνει στον ενθουσιασμό και στο τέμπο του, ξαφνικά πιάνεις τον εαυτό σου, και μαζί όλους τους άλλους, να μιλάτε δυνατά, να φωνάζετε, να ξελαρυγγιάζεστε.
Μια κίνηση τα πρωινά, που κρύβει όλη τη στοργή του κόσμου συμπυκνωμένη, σα γάλα ζαχαρούχο, booster για την ημέρα, ένας ήχος στο back ground, παρηγορητικά αχνός, να αποπνέει ασφάλεια και μια στιχομυθία. Τελετουργικό. Πρωινά του κόσμου, να τα περπατάς νωρίς, ταξιδιώτες μέσα στο κίτρινο της Ανδαλουσίας. Μεσημέρια αργά, ένας ήλιος αδυσώπητος στο κυνήγι για Ajulehos. Μac Donald’s και Starbuck’s σε μια πόλη που αυτό θεωρείται ύβρις, εκείνοι χαμογελούν δίχως ενοχές, δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα, είναι φαγανά, βασικά παμφάγα, κι έχουν ταλέντο να οσμίζονται τα καλύτερα, τα πιο εξωτικά, τα πιο ντελικάτα εστιατόρια σε όλη την ιβηρική.
Πανηγυρικά απενοχοποιημένος, πίνει το γάλα του όποτε ακριβώς του την βαρέσει...μια αυτοπεποίθηση να ξεχειλίζει. Τον απολαμβάνω. Τον απολαμβάνω, να ρωτάει με ευθύτητα, τον απολαμβάνω να σε κοιτάει βαθιά στα μάτια με ευθύτητα, να περιμένει ευθείς απαντήσεις.
Έχει εκείνο το χάρισμα, να σε κάνει να εκμαιεύεις πράγματα για τον εαυτό σου, να περπατάς ντάλα μεσημέρι, χαμένος στο πουθενά, να μην έχεις ιδέα που να πέφτει το ποτάμι, που ο βορράς και που ο νότος γιατί στην ουσία το σημαντικό είναι ότι ανακαλύπτεις μαζί του, όχι μόνο την πόλη, αλλά βασικά τον ίδιο σου τον εαυτό.
Όταν ο Κωνσταντίνος μπαίνει στο public, το public αποκτά αέρα κοσμοπολίτικο και προσιτό συνάμα, αρώματα ανατολής, εκείνος λατρεύει την ανατολή, μπερδεύονται με δυτικά μεγαλώματα. Έχει ταλέντο στο να διαλέγει, και το εννοώ με όλη τη σημασία της λέξης.
Όταν ο Κωνσταντίνος μιλάει στο τηλέφωνο, με τρεις προτάσεις θα έχει πει όσα άλλοι θα χρειάζονταν δέκα για να φτάσουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Μπαμ και κάτω. Ρωτάει, απαντάς, εκμυστηρεύεσαι, τέλος! Ααααα και κατανοεί. Ο χώρος που σου δίνει, με έναν μοναδικά δικό του τρόπο, πολύ απλά δεν υπάρχει. Στα σκαμπανεβάσματα της ψυχής, βάλσαμο. Δίπλα του, αναπνέεις έναν αέρα πιο αλαφρύ, αττικά γαλανός σχεδόν ζαλιστικά, σχεδόν λευκός αιθέρας. Αυτό! Περπατάς δίπλα του και σου κολλάει αυτό το χαλαρωτικά θετικό και ανάλαφρο.
33 Φλεβάρηδες μετά, όταν ανοίγω τις βιβλιοθήκες του Κωνσταντίνου, νιώθω τη γαλήνη των παιδικών αναγνώσεων. Εκεί μπροστά μου, οικονομικά, κι εγώ να βλέπω το «καπλάνι στη βιτρίνα», Τσόμσκυ στο τραπέζι κι εγώ να χαμογελάω σα να διαβάζω «μυστικούς εφτά». Κάρδαμο, γιουβετσάκι, Εξάρχεια, Κολωνάκι, ουίσκι, τοστάκια, ένα συνονθύλευμα, συναρπαστικά ταιριασμένο. Μια ισπανική φίρμα, μεσαίας τάξης, μια βρετανική, υψηλής, και μια που δεν είναι καν μάρκα, κρεμασμένες δίπλα δίπλα στην ντουλάπα της πιο πετυχημένης παγίδας που έχω δει στη ζωή μου! Αυθεντικά δικής του, αυθεντική όπως κι αυτός. Πέρσι στο Bilbao τέτοιες μέρες παίρναμε το δρόμο της επιστροφής. Μια alfa romeo κατακόκκινη, δίχως πινακίδα, και δίχως το πειραχτήρι της παρέας, πολύ πιο ήσυχη, τσούλησε προς την Avignon. Το πολύ ωραίο, 33 Φλεβάρηδες μετά είναι, κολλητή σου φίλη να σου ανοίγει το παράθυρο στους δικούς της κολλητούς φίλους. Και οι κολλητοί κολλητών είναι εγγύηση με σφραγίδα. Καμιά φορά τα ταξίδια δεν είναι μόνο οι τόποι είναι και οι άνθρωποι. Ένα χρόνο μετά, περασμένα τα 33, οφείλω να ομολογήσω ότι το περσινό καλοκαίρι, ήταν από τα συναρπαστικότερα της ζωής μου.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

S as Sukia or 12 Mahdes - Iounhdes - Septembrhdes

Διαβάζει το νέο του «τέλους», στην καταιγίδα. Με τα πόδια ψηλά, μια μαυρισμένη και μια πιο μαυρισμένη, πίνοντας τσάι παγωμένο από το μοδάτο μαγαζί των τσαγιών. Αντιπροσωπευτικό τέκνο αυτής της γενιάς, της τόσο μα τόσο, «με χαμένη την μπάλα», της πετυχημένης επαγγελματικά και δίχως μπούσουλα συναισθηματικά, διαβάζει φυσικά, την αναγγελία του θανάτου, ηλεκτρονικά....
Περασμένα τα 33, διαβάζει για το θάνατο ενός, κατά 21 χρόνια, μικρότερού της. Συκιά. Η κηδεία θα γίνει αύριο στη Συκιά. 33 Φλεβάρηδες μετά, 12...Ιούληδες, Μάηδες, Νοέμβρηδες? σήμερα σιωπούν. Να σιωπήσει κι αυτή. Να σκεφτεί. Να σκεφτεί για αυτήν και για όλους αυτούς σαν κι αυτή. Για αυτούς που δεν τολμούν να ζήσουν τη ζωή με ουσία, αλλά μόνο ανούσια. Για όλους εμάς που τρέχουμε πάνω κάτω και που ζούμε ουδέτερα. Για όλους εμάς που ξεχάσαμε να αναγνωρίζουμε τα σημάδια...Ναι Βίκυ, όταν περπατάς ώρες ατελείωτες αξημέρωτες εκείνα τα πεζοδρόμια που μοσχοβολάνε Νεραντζιές, όταν περπατάς τη ζωή, σημαίνει κάτι, κάτι αυτονόητο...σημαίνει: σήκωσε το, το ρημαδοτηλέφωνο, και ζήτα του αυτό που τόσο θέλει κι αυτός να ακούσει, αλλά φοβάται να πατήσει το πληκτρολόγιο αφής, το touch-screen, που όχι, στην τελική, δεν έκανε την επικοινωνία μας – σας πιο εύκολη. Η τεχνολογία μπορεί να απογειώθηκε, αλλά η επικοινωνία καταβυθίστηκε, σαν το Κούρσκ, ένα πράγμα.
Κυριακές πριν, εκείνη κρατώντας την καταιγίδα στο χέρι, συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη περάσει τα 60 πρώτα, από τα υπόλοιπα λεπτά, της ζωής που της απομένανε με το βλέμμα καρφωμένο στον διαδικτυακό ωκεανό, λιωμένη σε μια ξαπλώστρα, με τη θάλασσα στα 30 εκατοστά, μετρημένα, να τη χωρίζουν από την αλμύρα της ζωής...σήκωσε έντρομη το κεφάλι και έτρεξε να το βουτήξει στο θαλασσί, μπας και το σώσει, μπας και σώσει τη γενιά της, έστω και για μια μέρα, από την τεχνο – life nirvana στην οποία έχει πέσει , όλη η γενιά, με τα μούτρα.
Μεσοβδόμαδα νυχτερινά, αναρωτιέται τι είναι αυτό που καθιστά την επικοινωνία σ’ αυτήν τη γενιά των περασμένων τα πρώτα άντα τόσο ανάλατη...τι είναι αυτό που μας γυρνά στην ασφάλεια της παρέας, της ετερόφυλης, της δίχως το παραμικρό ίχνος αλατιού, τι είναι αυτό που μας κάνει να προτιμάμε την παρεϊστικη ασφάλεια από το να φάμε τα μούτρα μας, να δοκιμάσουμε, να αναμετρηθούμε. Μια παρτίδα ping - pong, βρε αδερφέ...παίξ’ την τη ρημάδα, το πολύ πολύ να ΄φας κανά καρφί φαλτσαριστό, ε και?? Καλύτερα, από το να παίζεις το ζευγάρι το παντρεμένο από τον καιρό της μεταπολίτευσης....flat καταστάσεις, όλα flat αρκεί να μην πληγωθούμε.
Flat ενθουσιασμοί, flat μπαρότσαρκες, flat ξαπλώστρες...33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη σκέφτεται τους 12 Ιούνηδες – Μάηδες, και όλα αυτά που εκείνοι δε θα μεγαλώσουν για να ζήσουνε...κι εμείς εδώ πολύ περασμένα την τέταρτη δεκαετία της ζωής που μας χαρίστηκε, να ξεχνάμε να τη ρισκάρουμε με συναίσθημα, έστω με αίσθημα. Ρίσκο να βάζουμε μόνο στα σπορ, στα extreme και στη ζωή κοτόπουλα...
Να θες να την – τον καλέσεις, κι αντί να το σηκώνεις το ρημαδοτηλέφωνο, να στέλνεις ίσως sms, mms, κάτι πάντως σε –s και να’ναι ουδέτερο! Το γένος και το αίσθημα! Να αποφεύγεις «το απευθείας» δια ροπάλου, λες και ο άλλος θα σε φάει ζωντανό, λες και θα τον ενοχλήσεις...να μη του διαταράξουμε την ηρεμία, τη nirvano – κατάσταση. Κι από την άλλη πάλι, να το σηκώνεις το κινητό με τη μέγιστη ευκολία Κυριακή βράδυ για να ενοχλήσεις τον έρμο τον ελεύθερο επαγγελματία με την κάθε είδους ανούσια ερώτηση που σου ‘ρθε εσένα του παλαβού και που δεν αντέχεις να την κρατήσεις μέχρι αύριο το πρωί Δευτέρας. Μόνο τέτοιας φύσεως τηλεφωνήματα...βρε δε πα να έχει πανσέληνο, δεν πα το φεγγάρι να είναι βαθιά πορτοκαλί, τεράστιο σαν σινί πίτας, τεράστιο να μην το χάνεις ένα πράγμα! του Έλληνα η ψυχή δε χαμπαριάζει...τρέχει στο γήπεδο, τρέχει στην παραλία, τρέχει στην εφορία, τρέχει στο ιόνιο, στην κυκλάδα, κάπου τρέχει και τρέχοντας...χάνει πολλά, χάνει όλα αυτά που νομίζει ότι τρέχει να προλάβει. Κι αυτά ρε παιδιά, μερικές φορές είναι κάτω από τη μύτη του = της, μια Kaiser μακριά, ένα τσιγάρο δρόμος, πάντως...εκατοστά, μετρημένα με το κλιμακόμετρο...κι εκείνοι οι 12 Ιούνηδες, Μάηδες δε θα μπορέσουν να τα αγγίξουν όσο κι αν τρέξουν, γιατί πολύ απλά δε θα τρέξουν. Αναπαύονται πλέον στη Συκιά της Σιθωνίας, στη Συκιά που εκείνης, των 33 Φλεβάρηδων, απλόχερα της χάρισαν αλάτι...για να νοστιμέψει η ζωή. Ευτυχώς εκείνη καμιά φορά θυμάται να σταματά, να τολμά, να δοκιμάζει κι ας νιώθει ούφο. Να τολμήσει να το παίξει το ping - pong, μια παρτίδα είναι κι ας χάσει, εξάλλου δεν είναι η Ιθάκη, είναι ο δρόμος, που μετράει. Ο δρόμος που οι 12 Μαήδες – Ιούνηδες δε θα περπατήσουν. Είναι η Συκιά σούρουπο Ιουλιανό, για εκείνη, είναι οι αθηναϊκές Νεραντζιές για τη Βίκυ, είναι ένα χειρόγραφο για τον Κωνσταντίνο, κάτι πάντως είναι...το αλάτι της ζωής, και όχι δεν είναι γένους ουδέτερου!

Αυτό το "ίδιο"

Τι είναι αυτό που κάνει τη γενιά των περασμένα τα τριάντα να τρέχουν πάνω κάτω στην Ελλάδα, να απολαμβάνουν αποχρώσεις θαλασσιές, πράσινες και κίτρινες ξασπρισμένες και τελεία πουθενά?
Κυριακάτικο πρωινό, δίχως hangover κυριολεκτικό, αλλά με αυτό το άλλο το μεταφορικό...πού θέλω να την πάω τη ζωή μου, σε ποια θαλασσιά απόχρωση να θέλω τώρα να βουτήξω...οι options να περνούν στιγμιαία από το μυαλό και ο «ποταμός» να μοιάζει εξίσου τραβηχτικός με εκείνη την παραλία που περιγράφει η Έλενα στην ανατολική Μακεδονία, το Ζαγόρι με την πλατεία που φιλοξενεί τον μικρό μου Ίβηρα να μοσχοβολάει υψόμετρο, τα ορεινά καλέσματα για την ονομαστική γιορτή να μοιάζουν απίστευτα τραβηχτικά, σχεδόν αναπόφευκτα, τα Σύβοτα που φέτος, αν είναι δυνατόν, να τα έμαθα φέτος περασμένα τα 33...και να ντρέπομαι φριχτά, να φαντάζουν ιόνεια στραφταλιστά...η Λήμνος μόλις τέσσερις ώρες από κάπου πιο ανατολικά, ο Άθως να τερματίζει το τρίτο πόδι....καταλυτικά και να βάζει την πιο ωραία τελεία, σούρουπο ιουλιανό...κι εγώ να μένω άφωνη και χωρίς όρεξη για φαγητό...
Τι είναι αυτό που κάνει τους φίλους μου, να καβαλούν ένα τετράτροχο και να χάνονται προς κάθε γωνιά της ελληνικής παράκτιας και όχι μόνο ελληνικής γης?
Πώς να χωρέσει το ελληνικό καλοκαίρι του κάθε, Έλληνα στην ψυχή, μέσα σε λέξεις?? Η Αννούλα στο Corpus Christi και η ψυχή της στον «Τάκη» και στα βυθισμένα στη θάλασσα τραπέζια του, κι ένα καρώ τραπεζομάντιλο σε αποχρώσεις κλεμμένες από τη θάλασσα του αιγαίου για φόντο στα μουσμούλια...χτες τα’ μαθα κι αυτά, 33 Φλεβάρηδες μετά, ένα καλοκαιρινό μέχρι πρότινος φρούτο...., «φρούτο» θαλασσινό στο πιάτο μου...σιωπηλά έδωσα τη συγκατάθεση, νοερά, στους γονείς...καμιά φορά ένα ψάρι μπορεί, ναι μπορεί να είναι ...φρούτο!!!
Ο Τεό σκαρφαλωμένος σε ελληνικό σκουτεράκι, σε ένα νησί που ξεκινάει με Αν- και που όπως όλα τα νησιά με Αν- τα ολίγον ανάποδα, τα άβολα, τα ανέγγιχτα, τα δικά μου πιο αγαπημένα, να μου εκμυστηρεύεται ότι φέτος το νιώθει πως θα την αγοράσει τη γη, την πατρική, κι εγώ να παραλαμβάνω το mail, στο δικό μου, ολόδικο μου πλέον Θερμαϊκό, και να ονειρεύομαι ήδη φασολάδες μαζί του, στα Χάνια του Πηλίου.
Ο Τάσος να μετράει ανάποδα τις μέρες, κι εγώ μαζί να μην μπορώ να συγκρατήσω τα χαμόγελα για ένα τέρμα, στην πιο πιο νότια αγκαλιά που κρύβει αυτή η γη που σαν αυτή δεν έχει, με κρασιά από κάτω από το αυλάκι και τσίπουρα ντόπια και φρούτα όλων των ειδών...
Τι είναι αυτό που κάνει τους φίλους μου, να τραβολογούν ιόνιο - αιγαίο, βαρκαρόλα ένα πράγμα, το φουσκωτό λες κι είναι Παγκράτι Κολιάτσου. Τι είναι αυτό που κάνει την Ανάβυσσο και τα σπίτια της δεκαετίας του ’70, του ελληνικού ’70, τα σπίτια της Ριρής, της Άλμας, της Μαριάνθης, σπίτια καλοκαιρινά, με ψυχή, με αλάτι και ιώδιο και ίδια ερασιτεχνικά σερβίτσια κρυμμένα στα ντουλάπια της παιδικότητας μας...ακαταμάχητα ελκυστικά?
Τι είναι αυτό, το ίδιο, στη φωνή του Αιμίλιου, κάτω από πηλιορείτικο πλατάνι, του Κωστή, δίπλα σε Σιφνιακή παραλία, αυτή η ίδια χροιά στη δική μου φωνή όταν περιγράφω τραπεζώματα κάπου στη Βουρβουρού?
33 Φλεβάρηδες μετά, αυτό το «ίδιο», είναι τα τζιτζίκια, τα τρυζόνια, το πράσινο φιδάκι, τα πορτοκαλί μπρατσάκια, το απλωμένο χταπόδι, τα χάρτινα τραπεζομάντιλα με ζωγραφιές από Bic στυλό, η αμμουδιά φερμένη πάνω σε πηλιορείτικες πλάκες, κάτω από ξύλινα τραπέζια, πάνω πιάτα αραδιασμένα, πιρούνια ανάκατα ολονών μαζί μπερδεμένα, πιο πάνω ένα φεγγάρι πορτοκαλί αυγουστιάτικο και γύρω γύρω φωνές και γέλια αραδιασμένα! Αυτό, ναι είναι το «ίδιο» για όλους μας, βαθιά, αγιάτρευτα ελληνικό καλοκαίρι!

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

S as Sophia

Πρώτα έμαθα τι είπε στη μαμά μου. Ότι της αρέσει πολύ ο δρόμος που μένουμε και ότι οι γείτονες είναι οκ. Το πρώτο είναι μεγάλη αλήθεια, το δεύτερο είναι μεγάλο ψέμα! Τα ξύλινα παντζούρια που διάλεξε ο μπαμπάς της ως αρχιτεκτονικό στοιχείο, το άνοιγμα στη θάλασσα, ένα τόσο δα κομματάκι που φαίνεται από το μπαλκόνι μου και το παραπάνω...ψέμα συνετέλεσαν στο να διαλέξω αυτό το σπίτι, μετά από σαράντα άλλα. Μπήκα μέσα και είπα αυτό! Βασικά για τα παντζούρια, μου θυμίζουν οικοδομή πίσω από το Χίλτον της Αθήνας, αγαπημένη. Ο μπαμπάς της διάλεξε χρόνια πριν τα συγκεκριμένα παντζούρια, για να διαλέξω εγώ το συγκεκριμένο διαμέρισμα...λάθος...πάρ’το αλλιώς, σ’αυτό το σπίτι ήρθα για να γνωρίσω εκείνη! Αυτό. Τα παντζούρια διαλέχτηκαν για να μπορέσω να φτάσω δίπλα της. Μια αρχιτεκτονική λεπτομέρεια, υπήρξε το δόλωμα για να φτάσω δίπλα της, δίπλα σε μια αρχιτεκτόνισσα!
Ένα κρασί κόκκινο, της χτύπησα την πόρτα, ήρθε, καθίσαμε πλάι πλάι σ’ ένα σκαμπό γκρι από την ΙΚΕΑ. Ήξερε τον Πέτρο. Ο Πέτρος έφυγε μια Κυριακή, η Σοφία ήρθε για να μείνει. Δυο πόρτες δίπλα δίπλα. Ένα μπαλκόνι μπροστά, ένα πίσω. Αγαπώ το μπροστά, το δικό της. Αγαπά το πίσω, το δικό μου. Προς το παρόν μου κάνει τα χατίρια, συνήθως καθόμαστε στο μπροστά. Μια κουζίνα με το πιο λατρεμένο μου πράσινο, το πιο ζόρικο πράσινο, το πιο καθαρό πράσινο που υπάρχει, artificial και να γυαλίζει. Το πράσινο που μόνο εκείνη, εκέινη κι εγώ θα μπορούσαμε να σκεφτούμε. Μου θυμίζει ένα μοναδικό εστιατόριο στο Μόναχο, μια μέρα θα την πάω, όπως και στο Βερολίνο, έχει πάει γιατί είναι αρχιτεκτόνισσα, αλλά εγώ θέλω να την πάω στο δικό μου Βερολίνο, στο Βερολίνο που μόνο το δικό της μάτι θα καταλάβει.
Εκείνη θέλει να με πάει στη δική της Βραζιλία, εγώ έχω αμφιβολίες, είμαι παρορμητική, αλλά δεν είμαι Βραζιλιάνικα εκδηλωτική...ψοφάω όμως να δω την Μπραζίλια...νομίζω πώς κάπως θα τα καταφέρουμε. Της λέω...δε θέλω να με πιέζεις και δε θέλω να στεναχωριέσαι όταν δε συμμετέχω, το κατανοεί και πάει πάσο, μεγάλη υπόθεση...να πηγαίνεις πάσο...
Μένουμε δίπλα δίπλα, όταν εγώ γυρνάω και πέφτω για ύπνο εκείνη συνήθως ξεμυτάει. Όταν γυρνάει μου στέλνει sms, συνήθως το ανοίγω το πρωί. Ακόμη κατεβάζω γενικό..νωρίς, το κατανοεί. Καθισμένες στην λατρεμένη μου – της κουζίνα, ετοιμάζει το μοναδικό τσάι που ανταλλάσσω για τους εσπρέσο μου. Για το δικό της μπαλκόνι, για το σκηνικό που ετοιμάζει, αφήνω σύξυλους Παρασκευές βράδια, το λαό και την ξαδέρφη μου, άλλο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, σε μια αγαπημένη pub στη Σβόλου, υπάρχει λόγος. Σ’ ένα μπαλκόνι στον έκτο, σ΄ ένα μπαλκόνι με καταπληκτικό φωτισμό πορτοκαλί, με φυτά που θυμίζουν την έρημο στη Νεβάδα, περιμένει εκείνη, θα έχει ήδη βάλει μουσικές, εγώ ακόμη δεν μπορώ να ασχοληθώ με τις μουσικές γιατί πονάνε, αφήνομαι στις δικές τις επιλογές, εκεί σε δυο καρέκλες σπασμένες, δικές μου, με τα πόδια ψηλά στο στηθαίο, εκείνη με συναρμολογεί. Κομμάτι, κομμάτι. Μεθοδικά, αρχιτεκτονικά, ξεκινάει από τη βάση. Μεταξύ μας συνεννοούμαστε σε όρους autocad. Μου θυμίζει πώς είναι να γελάω. Μου θυμίζει ότι είναι ωραίο να γυρνάω σπίτι γιατί εκείνη είναι ακριβώς δίπλα. Πέρσι τα Χριστούγεννα η κουζίνα της, ο διάδρομος μας μοσχοβολούσε γαλλικές συνταγές. Δε νομίζω να ξέρετε τι σημαίνει, πρώτα Χριστούγεννα, χωρισμένη, διπλά, να γυρνάς και αντί να πηγαίνεις σπίτι σου, στο μαγκούφικο, να πηγαίνεις στο «σπίτι της - σου», σ΄εκείνο που μοσχοβολάει καταδεκτικότητα και Χριστούγεννα. Έξω κρύο, στην καρδιά ψόφος, και στην Ανθέων, κάπου στον έκτο, vanilla και να αχνίζει!
Δε θα πω για τα κοσμήματα, τα βιομηχανικά, δε θα πω για το κτίριο που τέτοιο άλλο δεν υπάρχει στην πόλη, όχι σήμερα. Δε θα σας πω για τα πράγματα που λατρεύει να κάνει. Θα σας πω μόνο ότι θα μάθω snowboard, από εκείνη μόνο, μόνο για εκείνη. Θα σας πω, ότι μόνο στο δικό της οδήγημα, 33 Φλεβάρηδες μετά, έχω αφεθεί να κοιμηθώ, έναν ύπνο παιδικό, πηγαίνοντας σε παιδικό παράδεισο, μου τον χάρισε κι αυτό. Κάπου που δεν πονάει καθόλου, δυο βήματα από τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας, μου μαθαίνει από την αρχή πώς είναι να περνάς τα καλοκαίρια. Και έχει υπομονή και διακριτικότητα. Αγαπά κάτι petites fours, ξέρει τι θα πει γκένκι και αφήνει το κινητό ανοιχτό είκοσι ολόκληρα λεπτά, για να ακούω τους James live. Η Σοφία μου, μου ξαναμαθαίνει να κατακτώ πράγματα, που κανονικά εμένα με πονάνε. Μου μαθαίνει να είμαι εγώ και να γελάω. Ένα όνειρο μας περιμένει, περασμένα τα 33, φορώντας όζες κίτρινες και σιελ, ξέρω ότι ένα όνειρο μας περιμένει.

to autonohto

Τι γίνεται όταν σε ένα νησί, τέρμα Θεού, οι ώρες αρχίζουν να κυλούν σε άλλο χρόνο! Να τρέχουν, να μην υπάρχουν πρωινές και βραδινές, και πάλι να μη σου φτάνουν! Τι γίνεται όταν χιλιοακουσμένα τραγούδια αποκτούν νέες ερμηνείες και νιώθεις την ανάγκη να στείλεις από το Αιγαίο, τραγούδι της Χαρούλας, σε φίλη στενή για να της δώσεις να καταλάβει το μέγεθος της κατάστασης. Τι γίνεται όταν εκείνος κι εκείνη βρίσκονται εκεί που δε χωράνε ούτε άλλοι, ούτε λέξεις, παρά μόνο σιωπές. Τι γίνεται όταν δε γίνεται τίποτα, αλλά νιώθεις τα πάντα? Τι γίνεται όταν γίνεται το "αυτονόητο"; Το "αυτονόητο" και η εγκράτεια σωματική και λεκτική ίσως... Όμως το "αυτονόητο" εκεί, και τίποτε πια το ίδιο. Κανονικά, εμένα προσωπικά ως φύση παρορμητική, θα με συγκινούσε η εγκράτεια. 33 Φλεβάρηδες μετά, έχω σοβαρές αμφιβολίες, πια. Όταν εμφανίζεται το "αυτονόητο" ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, ανάμεσα σε έναν με χαρισμένη αλλού ψυχή, και σε έναν με ψυχή ελεύθερη, και το "αυτονόητο" στριμώχνεται ανάμεσα τους, η απραξία δεν έχει κανένα νόημα. Το "αυτονόητο" όταν συμβαίνει, έρχεται να δείξει ότι αυτονόητα θα γεμίσει τα κενά, τα κενά που μέχρι να γνωρίσεις αυτόν τον άνθρωπο δεν ήξερες ότι υπήρχαν. Κι όταν αποζητάς το "αυτονόητο" ξανά και ξανά, ε τότε δεν κάνει νόημα η απραξία γιατί το μυαλό ζει ήδη σε τόπους αυτονόητα μοιχους...τι κι αν το πλοίο θα σε πάρει πίσω στον Πειραιά...το "αυτονόητο" το κουβαλάς μαζί, πια. Πώς θα κοιτάξεις αυτόν που μέχρι χθες κρατούσε την ψυχή σου; σε κάνει η απραξία, ήρωα; περασμένα τα 33 νομίζω ότι όταν συναντάς το "αυτονόητο", κράτησε το, αυτονόητα, από το χέρι...δε συμβαίνει αυτονόητα συχνά.
33 Φλεβάρηδες μετά έχω μάθει να σέβομαι το "αυτονόητο", κι ας έχω υπάρξει από τη λάθος μεριά. Το "αυτονόητο" υπάρχει για όλους αρκεί να αντέξεις να το σηκώσεις.
Sent from my BlackBerry® from Vodafone

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

E as Emilia

Πρωτοάκουσε για την ύπαρξη της, χειμώνα του 2007. Κρασιά, ταξιδεμένα σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, γυάλινο στρόγγυλο τραπέζι, κι ένας φωτισμός γλυκός. Την πρώτη της μπύρα τη γεύτηκε λίγες βδομάδες αργότερα, βαυαρέζικη χειροποίητη, ξύλινο το στρόγγυλο τραπέζι, κι ένας φωτισμός γλυκός. Την αποχαιρέτησε, αγέννητη ακόμη μέσα σ’ένα ασανσέρ ξενοδοχείου, έτσι απλά, άνοιξε η πόρτα η αυτόματη και βγήκε...αυτόματα, με μια καληνύχτα. Ένας όροφος για εκείνο το βράδυ, κι ένας ωκεανός μπήκε, ώρες αργότερα, ανάμεσα τους. Ένα κινητό που αναβόσβησε μήνες αργότερα, βράδυ Ιούνη, με το όνομά της, την έφερε, έστω και νοητικά, κοντά της!
Πρωινό Ιουλιάτικο, με μια ζέστη υγρή που εκείνη δεν τη φοβίζει, αντιθέτως μάλλον πρέπει να της προκαλεί ευεξία, γιατί έχει ρίζα στον αμερικάνικο νότο, με γυαλιά ροζ αλά Πέγκυ Γουγκενχαιμ κι ένα φορεματάκι τόσο η μαμά της, θρονιασμένη σε ένα βρετανικό καροτσάκι, με τους ανεμιστήρες να στροβιλίζονται αργά, νωχελικά, σ’ έναν χώρο βυζαντινό, παρατηρεί και περιμένει.
Καθισμένη σ’ένα στρόγγυλο τραπέζι με καπάκι μαρμάρινο, με φωτισμό φυσικό να φιλτράρεται από ξύλινα σκίαστρα, να αφήνει όλη την καθημερινότητα έξω, να αφήνει όλα αυτά που είναι για κείνη αυτή η πόλη, την παρατηρεί και περιμένει. Δυο κορίτσια που τα χωρίζουν 31 χρόνια και τα ενώνει ένα παρελθόν, παρατηρούν η μία την άλλη. Ένας καπουτσίνο φρέντο, ψωμάκια και πιρουνιές ομελέτας σ’ένα μικροσκοπικό πιατάκι μπροστά της, χυμός πορτοκάλι σε πλαστικό θερμός ντίσνευ, κι εκείνη σκαρφαλωμένη σε μια καρέκλα μουσειακού ντιζάιν, τσιμπολογά. Ένας φρέντο δε θα φτάσει, να καταπιεί η θεία της, γουλιά γουλιά τη συγκίνηση. Τη ρουφά με τα μάτια, καρφωμένα στα δικά της ολοκάστανα μάτια, ρουφά το βλέμμα της, το τόσο οικείο, της μαμάς της. Μιας μαμάς που για εκείνη, αυτήν των 33 Φλεβάρηδων περασμένων, είναι κεφάλαιο ζωής, η δική της μαμά είναι... η δική της Ανν. Δυο κορίτσια, καθισμένα δίπλα δίπλα παρατηρούν το χρόνο να τις κάνει να ανταμώνουνε ξανά, η μια ανυπόμονη κι η άλλη της υπομονής...ο μπαμπάς της...
Η μια αυτάρκης κι άλλη πιο αυτάρκης, η μικρή!, η μαμά της...
Την κοιτά να κατεβαίνει από την καρέκλα, σιγά σιγά, μεθοδικά, να τσουλά το βρετανικό καρότσι και να το παρκάρει πλάι στο πεζούλι, να το ευθυγραμμίζει με τα λευκά φανάρια, να σκαρφαλώνει εκεί μέσα, να απλώνει τα χεράκια, να ανοίγει το πορτάκι και να τοποθετεί εκεί, με απίστευτη σοβαρότητα, το θησαυρό...τα γυαλιά, το μπουκάλι, το καπέλο. Όλη η περιουσία της, ροζ ροζ, τακτοποιημένη σ’ένα ρεσσώ που κανονικά φτιάχτηκε για να είναι θησαυροφυλάκιο και την περίμενε εκεί υπομονετικά, να ρθει για να ζωντανέψει. Ένα θησαυροφυλάκιο που λίγο αργότερα θα φιλοξενήσει και λίγο πράσινο, την παιδική της αταξία, στιβαγμένη φύλλο φύλλο, γιασεμί και να μοσχοβολάει...
Γυρνάει το κεφαλάκι της, να πάρει την έγκριση ή όχι, από τον μπαμπά. Κάτι της λέει εκείνος, ότι δεν πρόκειται περί trash...αλλά αυτή τον κοιτά απορημένη, όλη η απορία ζωγραφισμένη στις αμυγδαλωτές ματάρες, να ξεχειλίζει, τα χεράκια ανοιχτά στην χειρονομία που ισούται με απορία, αφού εκεινής της έχουν πει ότι όποιος κάδος έχει τρύπα είναι για το trash, εξάλλου αυτή το ξέρει, το έχει δει και στο αεροδρόμιο, ξέρει αυτή, ο μπαμπάς της είναι που δεν ξέρει...
Θα κάνει στροφή επιτόπου, θα σκαρφαλώσει ανάλαφρα τα σκαλοπατάκια, το φουστανάκι να γέρνει προς τα μπροστά, θα χωθεί στο εσωτερικό...στον κλιματισμό, στο δερμάτινο καναπέ...ίσως στη δική της οικειότητα. Θα την καλέσει μέσα με το χεράκι απλωμένο, η χουφτίτσα να κοιτά προς τα πάνω και να ανοιγοκλείνει, να την καλεί. Προσπερνά τον καναπέ δεξιά, μάθημα με τον Ροτζώκο, σπρώχνει ανάλφρα την πολυθρόνα δεξιά, βράδυ με τον Theo και να γελά, πρωινό και να ανοίγει το άρωμα που θα είναι αυτή πια.
Σ΄έναν καναπέ δυο κορίτσια που τα χωρίζουν 31 χρόνια, σ έναν καναπέ να την παρατηρεί, να τη ρουφά, να μην τη χορταίνει, δυο μάτια αμυγδαλωτά να φέρνουν το βλέμμα της μαμά της, την ηρεμία του μπαμπά της, εκεί δίπλα της, έτσι απλά...
Εικοσι-έξι μήνες ζωής να τρέχουν εκστασιασμένοι έξω στο αίθριο. Να το τραπέζι, το τελευταίο, να και το πρώτο, να τη κι αυτή, να μην μπορεί να καταπιεί από θλίψη, από πεταλούδες...να την, κι αυτή, 33 Φλεβάρηδες μετά, να μην μπορεί να καταπιεί τον φρέντο από συγκίνηση, από όλα αυτά που είναι για εκείνη, η Εμίλια, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, να τρέχουν πάνω κάτω στις μαρμάρινες πλάκες του αίθριου της ζωής της.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Jo as Sarah Key

Χειμώνα τη γνώρισα, υπερενργετική μου φάνηκε. Στο βάθος τζαζ, μια κράτηση να περιμένει, ο Κωστάκης με μια μπλούζα θεική, κρασιά, όλα μια χαρά κι εκείνη μπριζωμένη. Μα γιατί δε μας αφήνει να πιούμε το chardonnay με την ησυχία μας; ψηλή με μια ωραία φράντζα. Μητροπόλεως.
Χειμώνας πάλι, σε ένα καφέ πιο κλασικό ξεκινήσαμε με καφέδες και καταλήξαμε σε malt whiskey και στο ποιος γιατρός θα μου ανοίξει το διαφραγμα. Πρ. Κορομηλά.
Ο Κωστάκης επέστρεψε στην Αθήνα, εκείνη πάλι επέστρεψε για καφέ στην Καρόλου Ντηλ. Είναι η θετική ενέργεια προσωποποιημένη! Έχει κι ένα άλλο μαγικό, δεν ξέρω πώς όλο πιάνεις τον εαυτό σου να σ'αφήνει μιλάς για τα δικά σου. Μια ερώτηση της κανείς, κάτι να τη ρωτήσεις κι αυτήν, κάτι, πώς είναι ρε παιδί μου!, τσουπ πάλι για σένα μιλάτε! Γελάει με ενα γέλιο παιδικό, εφηβικό, με κάτι ανάμεικτο, σούπερ τραβηχτικό, κάνει και κάτι φάτσες πικάντικες. Όλα στη σωστή δοσολογία, αυτή που σε κάνει να πέφτεις στο λεπτό! Βάζει και κάτι τελείες με παύσεις και ξαναξεκινάει εκεί που δεν το περιμένεις. Ορμητικά. Πριν ενα δευτερόλεπτο με τα χειλάκια κλειστά, σκεπτικά. Επεξεργασία. Και μετά χείμαρρος. Γελάει. Φοράει μοβ. Φοράει γκρι. Φοράει θαλασσί. Σα να βγήκε απο τα κοριτσάκια της Sarah Key!
Τις Παρασκευές τα μεσημέρια, πίσω στο '80, με περίμενε ένα φακελάκι με αυτοκόλλητα Sarah Key, ακουμπισμένο με τρυφερότητα πάνω στο γραφείο μου. 33 φλεβάρηδες μετά, η δική μου Sarah Key με περιμένει για καφέ! Λειτουργεί ενίοτε και σαν Tinkerbell. Μαργαριτάρι θαλασσινό, μια στάλα ηφαιστείου και κάτι ασήμι που τσιμπάει σε δεύτερο χρόνο, σε μια χρυσή κλωστή ξυπνούν και πλαγιάζουν μαζί.
Κινούμενα σχέδια που κανονικά πονάνε, δίπλα σε εκείνη, μόνο δίπλα σε εκείνη, γλυστράνε μπροστά στα μάτια μου μαλακά. Χεράκι βυθισμένο σε αλατισμένο κουβά τίγκα ποπ κορν που επί μιάμιση ώρα λικνίζεται αριστερά δεξιά για να μη μείνει καμία παραπονεμένη. Το έχει σκεφτεί κι αυτό. Η Sarah Key σκέφτεται κι αυτό! Καθισμένη σε μια αίθουσα πολυεθνικού μούλτιπλεξ σε μια πόλη βυθισμένη στην υγρασία, τα κορναρίσματα και με τις εκπτώσεις προ των πυλών, με παπουτσάκια διαφανή κι ενα πανέμορφο κρυσταλλάκι να αστράφτει σε χρώματα ονειρικά, βουτάει τα χεράκια της στο πιο μεγάλο μέγεθος κουβά ποπ κορν. Του έχει αδυναμία.
Μια Sarah Key εξικιωμένη με την τεχνολογία, που στέλνει μηνύματα ηλεκτρονικά για να υπενθυμίσει ότι εκείνης δεν της ξεφεύγει το παραμικρό, κι ας ακουγόταν το γέλιο σε όλη την αίθουσα. Κάτι μου λέει, μου γράφει, ότι δεν ήσουν καλά, και εσένα σου πάει να γελάς.
33 φλεβάρηδες μετά η δική μου, καταδίκη μου Sarah Key, μπορεί απλώς καθισμένη πλάι μου σε μια σκοτεινή αίθουσα προβολής να ψυχανεμίζεται πράγματα! Ούτε ο εσπρέσσο, ούτε το ποπ κορν αποπροσανατολίζουν τη Sarah Key. Λιχουδιές, ξέχασα να προσθέσω τις λιχουδιές. Τα αυτοκόλλητα της παιδικής μου ηλικίας αντικαταστάθηκαν 33 Φλεβάρηδες μετά με λιχουδιές. Treat or trade με ρωτάει η Sarah Key. Ξέχασα να σας πω ότι κανονικά, το χαμόγελο της μετριέται σε γλυκά! μετριέται μόνο με ξυλάκια τυλιγμένα σε ροζ λιωμένη ζάχαρη. Αμέτρητες κλωστούλες τρυφερού, αχνού ροζ, σβουριχτά τυλιγμένες γύρω απο ανοιχτόχρωμο ξυλάκι. Αυτό. 'Ενα μεσημέρι της εβδομάδας μου, το κρατάω, περασμένα τα 33, στο χέρι, το Ροζ! και να κολλάει ζάχαρη. Αυτό.
Sent from my BlackBerry® from Vodafone

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

K as Kostis

Χειμώνας, απογευματινοί, τελευταία ώρα γυμναστική...να ήταν Πέμπτη, να ήτανε Παρασκευή, δε θυμάμαι. Μέρες κοντές, άσπρα φώτα από τα παράθυρα να φωτίζουν έμμεσα την αυλή. L'empire des lumiéres, Magritte, αυτό. Οι μόνες σχολικές ώρες που θυμάμαι με νοσταλγία, ξεχείλιζαν ήδη νοσταλγία και ρετρό, από τότε. Παίζαμε Βόλλευ, φορούσα Bordeaux φόρμα, εκείνος...δε θυμάμαι! Το γέλιο του θυμάμαι. Μια παρτίδα βόλλευ, τον έβαλε στη ζωή μου. Γυμνάσιο, ήταν παναθηναϊκός, δεν ήτανε συχνά τέτοια φρούτα στο 14ο. Είχε ήδη προλάβει να χτίσει και μια ιστορική μνήμη...ελέφαντα. Θυμότανε κάτι επεισόδια που συνέβαιναν στον Ηρόδοτο, στον Ξενοφώντα, στους Περσικούς πολέμους, με την ευκολία που εμείς οι άλλοι θυμόμασταν επεισόδια στην «Τόλμη και γοητεία». Αldebaran...πότε ναι, πότε όχι. Στην «αλυσίδα» της νιότης μας, η Κατερίνα να τον ρωτάει ερωτήσεις Foibe’s κι εκείνος να μας διηγείται αξημέρωτα ξυπνήματα για κυνήγι. Ακόμη ονειρεύομαι να περπατάω μέσα στην υγρασία, να σκουντουφλάω στα αξημέρωτα μονοπάτια, μόνο και μόνο για τα τσιμπούσια με τον μπαμπά του, εδώ και είκοσι χρόνια εξακολουθώ να πιστεύω ακράδαντα ότι τα καλύτερα χωριάτικα λουκάνικα θα τα φάω με τον μπαμπά του. Όπως επίσης και ότι την καλύτερη Heineken θα την πιω κάπου στην Ευρυτανία και όχι στη ζυθοποιεία του Amsterdam. Αν κάτι ξέρω περασμένα τα 33, είναι ότι θέλω να πάω για κυνήγι για να γευτώ επιτέλους εκείνα τα λουκάνικα και την πράσινη!
Τον κοιτούσα χτες, να κάθεται εκεί απέναντι μου, φορούσε Bordeaux, ένα Bordeaux ανάμεσα στο πράσινο της Αγγελικής και το μπλε του Κώστα. Του πάει το Bordeaux. Με φόντο το γαλάζιο. Περασμένα τα 33, μια χούφτα από τους παιδικούς μου πιο στενούς στενούς φίλους, αναρωτιέται γιατί ακόμη δεν έχουμε κάνει ιστιοπλοϊα. Γιατί η ιστιοπλοϊα ξεκινάει στα early 30’s, just been singles again, after the first divorce, εξηγεί. Γελάω, μ’ένα γέλιο παιδικό, μόλις με φωτογράφισες, του λέω! Αποφασίστηκε κοινή συναινέσει, να πάω να γραφτώ στο ΝΟΘ ως «η αυτή που δεν τη φοβάται κανείς», και ως η πρώτη «single again», ώστε του χρόνου να τους οργανώσω τουρ εν πλω.
3ήμερα, τους λέω, μόνο 3ήμερα, γιατί εγώ δε πετάω στη θάλασσα 20 χρόνια φιλίας, θα σκοτωθούμε, κάτι ο ήλιος, κάτι τα mojitos, κάτι το απέραντο γαλάζιο, κάτι ότι «έχω τα νεύρα μου τελευταία», είναι σίγουρο θα σφαχτούμε και δε μας παίρνει, τουλάχιστον εμένα δε με παίρνει, περασμένα τα 33, να το κάψω το καλό το χαρτί! Φραπέδες, milkshake μπανάνας, βανίλιας, γρανίτες και μπισκότα σοκολάτας. Σ’ ένα τραπέζι γεμάτο χρώματα, μ’ εμένα να πίνω φραπέ αντί για κάτι πρωτότυπο, μεσημέρι Σαββάτου καλοκαιρινό, με όλη τη θεσσαλονίκη να λιώνει στα beach bars της Χαλκιδική, συγκεντρωμένη στο θαλασσί, μια χούφτα οικειότητα.
Περπατάω δίπλα σ’ ένα Bordeaux, σ’ ένα χρώμα που το γνωρίζω σχεδόν 20 χρόνια. Περπατάω μ’ένα κίτρινο λεμονί, σαγιοναρίτσες, σορτσάκι παραλλαγής, και ασορτί κίτρινη όζα. Με πειράζει, υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση για εκείνον που με ξέρει από δεκατεσσάρων. Ξέρει πώς πρέπει να περάσω και από το κίτρινο. Κανονικά, το κίτρινο, δεν είμαι εγώ...εγώ είμαι εκείνη που κάθεται στη βεράντα του, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, όχι συχνά, ανάμεσα στους πιο στενούς, είμαι εκείνη που εκστασιάζεται με ένα συγκεκριμένο gadget που έχει στο σπίτι του. Στο σπίτι του, έχουμε κάνει τα πιο ωραία, ανέμελα πάρτυ περασμένα τα πρώτα –άντα. Στο σπίτι του, καπνίζω πούρα, μόνο εκεί, στην οικειότητα, γιατί μόνο η οικειότητα βλέπει πίσω από το κίτρινο, το στενό t-shirt, το fancy, το επιμελώς ατημέλητο ή το επιμελώς περιποιημένο.
Περπατάμε στη Σοφούλη, έχω μια φαεινή ιδέα, θέλω να ανταλλάξω κάτι, σκέψου το, του λέω, μόνο για το καλοκαίρι! Ο χρόνος τώρα πια μας πιέζει, αντί για μπυραρίες, σούπερ μάρκετ, αντί για συναισθηματικά, συζητήσεις για υποτροφίες. Τον αποχαιρετάω έξω από τον Βασιλόπουλο. Χαμογελάω, εκεί μέσα στον Βασιλόπουλο, Σάββατο απόγευμα, περιπλανιέται ένας από τους πιο πιο στενούς μου φίλους. Χαμογελάω, 33 Φλεβάρηδες μετά, χαμογελάω γιατί υπάρχουν φιλίες με ονομασία προέλευσης. Και οι άτιμες παλιώνουν ωραία, πολύ ωραία! Ξεκάθαρα!

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

L as Local=topikothta

Μήνας Απρίλης, γκρι. Βροχή. Παύση. Βροχή. Πώς φτάσαν να αναλύουνε τους μήνες σε δεκαήμερα! Δεν το φανταζόντουσαν. Όχι αυτές! αυτές κανονικά το πάνε ορθολογιστικά. Κανονικά...τι είναι το κανονικά? Τώρα το πάνε μεταφυσικά, μπλέξανε με το ποιο είναι πριν και πιο είναι μετά! Παραλία. Τρίτη του Πάσχα, πόλη άδεια. Ανηφορίζουν από το συντριβάνι. Ξαρχάκος, ο αδερφός της φοιτητής. Όταν τις σπάνιες πια φορές που περνάει από κει, εκείνον σκέφτεται, πάντα, φοιτητή. Αγγελάκη, βροχή, ακρόαμα, παλιά, πιο παλιά? Σινεμά!
Βέρντι ανακαινισμένο. Ζώγια, τσάι και συμπάθεια. Το πτυχίο της Μαρίας, εκείνη μ’έναν δερμάτινο κροκί. Εγνατία, φωτογραφείο, ζευγάρια. Υπάρχουν? Με φόντο τον πύργο, τα κάστρα, τη θάλασσα, το Βυζαντινό. Υπάρχουν? Κορνίζα ασημί. Είναι απαραίτητη? βοηθάει το ασημί?
Εγνατία.
Βροχή. Καφέ με πράσινες ομπρελίτσες, να φαίρνει Αθήνα. Πολύ. Εσπρέσο διπλός. Πορσελάνη γραμμένη εσωτερικά, να φωλιάζει μέσα της, εκτός από την αδυναμία και μια ερμηνεία. Τοπικότητα. Ωραία λέξη. Σκέφτεται το μεταπτυχιακό με φόντο το Αιγαίο, τοπικότητα...ωραία λέξη.
Χαρτιά εκτυπωμένα. Το μετρό του Μεδιολάνου, ένα φλυτζάνι που εξηγεί την «τοπικότητα», να συγκρατεί με το απειροελάχιστο βάρος του, και τα όνειρα τους. Μερικά γραμμάρια, μεταφορικά, και μερικές ώρες, κυριολεκτικά, τις χωρίζουν από το ταξίδι. Θαλασσί με φόντο το γκρι, το βρεγμένο, την επιστρέφει εκεί, στην τοπικότητα. Εκεί, ακριβώς δίπλα της, μια μέρα ουδέτερη, μετά από μια μέρα εξαιρετική, η ζωή αποφασίζει να καθίσει δίπλα της για να της πει.... «ακόμη δεν είδες τίποτα», «δες πόσα μπορώ να κάνω!», «μπορώ ακόμη να σε αφήνω άναυδη, κι εσένα που έχεις γίνει υπεροπτική, ναι εσένα, 33 Φλεβάρηδες μετά, εσένα που δήλωσες ότι σε ρίξανε από τον έκτο και άντεξες, εσένα που δήλωσες πώς όλα πια τα περιμένεις...ε, να πάρε για να χεις...Διαχείριση, καλύτερα το εσωτερικό του φλυτζανιού να εξηγούσε τη διαχείριση...
Τοποθετεί τα Α4, ξανά και ξανά, το ένα πάνω στο άλλο, να συγκεντρωθεί στις στάσεις, πόσες χωρίζουν το σημείο Α από το σημείο Β, αλλαγή μία πρέπει να κάνει. Θα την κάνει τη διαχείριση, να μου το θυμηθείς!
Γιατί δε χαμογελάει?
Στο Duomo, θα πάρει την κίτρινη γραμμή.
Γιατί δε χαμογελάει?
Τρεις γάμοι. Δώρα. Ο τέταρτος θα είναι και ο πιο αδικημένος...στα δώρα, εξηγεί. Φλυαρεί. Στον πρώτο το δώρο ήταν μούλτι κούλτι, σαν αυτούς, για να μοσχοβολάνε τα πρωινά και να μοιάζουν σαν αυτά της διαφήμισης, ήταν και αυτόματη, αλλά η ζωή δεν είναι διαφήμιση, μπορεί όμως να γίνει τέχνη! Το μαθε στα 32!
Πίσω στην «τοπικότητα», του εξηγεί, η τέταρτη χωρίς δώρο ακόμη, στην ουσία δεν το χρειάζεται, όμως, 33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη το ξέρει. Κατερίνα, εσύ το ξέρεις?
Μα γιατί δε χαμογελάει?
Άνεση, αέρας, αέρας, φυσάει. Αυτήνης της έμειναν τα μοσχοβολιστά πρωινά, δεν τα ετοιμάζει στο μούλτι κούλτι, αλλά στο άλλο το βιδωτό, στης Bialetti..., εξάλλου αποφάσισε ότι τα ερασιτεχνικά είναι τα καλύτερα, η Νάντια το ξέρει, τα ερτζιανά πρέπει να είναι ερασιτεχνικά.
Πίσω πάλι...ευτυχώς θέλει να πει, της ζωής...ευτυχώς!!!
Πράσινο λαδί. Βροχή.
Πόρτα θεόρατη ψηλή. Ήχος μεστός. Έξω σκοτάδι, μέσα φως.
Περπατά, περπατά, περπατά. Φορεματάκι γκρι, τούλι αχνό. Σκάλα κατηφορική, εκεί μπροστά κι όμως για κείνη ανηφοριά.
Τα πράγματα κανονικά είναι απλά, πολύ απλά.
Κανονικά οι πόρτες θα ‘πρεπε να ανοίγανε σα στα παραμύθια, αλλά ο Στέλιος είναι μακριά. Κι εκείνη, 33 Φλεβάρηδες μετά, πρέπει τις πόρτες να μάθει να της ανοίγει μόνη της, πια.
Ευτυχώς!

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

T as Tommy

Πρώτα γνώρισα το γραφικό του χαρακτήρα πάνω σε κίτρινο φάκελο, από αυτούς με τη φούσκα εσωτερικά. Τον είχε διαλέξει, το φάκελο το συγκεκριμένο, για να μην πληγωθεί το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο ερχόταν από το Μιλάνο. Μέσα σ’ εκείνον εκεί το φάκελο βρισκόταν η σοδειά του μήνα για εκείνην, την αδερφή του. Όλο το μηνιαίο design του Μιλάνο, ταξίδευε ευλαβικά κάθε μήνα προς Θεσσαλονίκη. Λίγα χρόνια αργότερα οι babaloo φάκελοι απάνω τους έγραφαν London. Ο τελικός στόχος ήταν να γράφουν Νέα Υόρκη.
Δεν έγινε ποτέ. Όταν καμιά φορά καθόμαστε απέναντι ο ένας από τον άλλο και ένα λευκό γαλακτερό κρύσταλλο μας χωρίζει, τον σκέφτομαι τότε, πριν 15 χρόνια, σχεδόν να ετοιμάζει τις βαλίτσες του για εκεί. Ποτέ δεν κατάλαβα τι έγινε και δεν πήγε...μα ποτέ! 33 Φλεβάρηδες μετά κι ενώ πίνουμε αχτύπητους φραπέδες, καθισμένοι σε σκαμπό που είναι τόσο αυτός, απλά, με σχεδιασμό που δε φαίνεται εξαρχής, με μια δύναμη εσωτερική και με μια γαλήνη...ναι! και τα σκαμπό μπορούν να αποπνέουν γαλήνη!, τον παρατηρώ, μόλις έβαλε τελεία στην εργένικη ζωή του. Στο βιομηχανικό σχεδιασμό υπάρχει ένα σημείο χρονικό που ο σχεδιαστής βάζει τελεία. Υπάρχει μια στιγμή που ο πειραματισμός τελειώνει, που το αντικείμενο φεύγει από τα χέρια του δημιουργού και αρχίζει να ζει τη δική του πλέον ζωή. Η τελεία όμως αυτή, παραδόξως δεν πονάει. Έτσι κι εκείνος, παραδόξως δεν πονάει, πίκρα καμιά, όχι για την εργένικη ζωή μα για το όνειρο της Νέας Υόρκης, το όνειρο των 15 χρόνων πίσω. Τον κοιτούσα την Παρασκευή στις πρώτες ερασιτεχνικά βγαλμένες φωτογραφίες του γάμου του. Τόσο αυτός!!! Του είπα αυθόρμητα...ένας μιλανέζος Ζορμπάς, αυτό είσαι τελικά!!! Τον ανακάλυψα να παντρεύεται ελληνικά, σχεδόν παραδοσιακά, σ’ένα γλέντι διονυσιακό, να φορά κόκκινα camperάκια, τζην που ξεχείλιζε μιλανέζικη γοητεία και μανσέτες που μόνο Ιταλοί μπορούν να δημιουργήσουν. Φυσικά και τις ανακάλυψε, το Domus υπήρξε σπίτι του και στα Navigli υπάρχει μια πιτσαρία! Στο Πήλιο, τους καλεσμένους τους, τους κέρασε κάτω από τρία θεόρατα πλατάνια, πηλιορείτικη κουζίνα, κρασιά και μπύρες! Τη γυναίκα του, αυτός ο Μιλανέζος – Έλληνας την παντρεύτηκε μέρα μεσημέρι, στην πλατεία του χωριού, ακριβώς όπως το ονειρεύτηκε, εκείνη να φοράει κόκκινο της χαράς,μεταξωτό φορεματάκι, μια κατακόκκινη ζέρμπερα στα μαλλιά και μια στάλα γιαπωνέζικου κιμονό να σπάει τη χαρά!
Χτυπούσε παλαμάκια 18 ώρες, μου εκμυστηρεύτηκε. Τον είδα και τον απήλαυσα, ένας Μιλανέζος πάνω σε μια καρέκλα ξύλινη παραδοσιακού καφενείου, ένας μιλανέζος που έχει βραβευτεί για την τελείως πρωτοπόρα σε υλικά πολυθρόνα του, χρόνια πριν, σκαρφαλωμένος χρόνια μετά, να χτυπά παλαμάκια στη γυναίκα του και να λάμπει! πάνω σε μια καρέκλα ελληνικού καφενείου!
33 Φλεβάρηδες μετά, Παρασκευή με καιρό θεοπάλαβο, με Ελληνάρες να γκαζώνουν προς την ταλαίπωρη Χαλκιδική, με μια κρίση να μας ταλανίζει αόριστα, με τα νεύρα ολονών κρόσσια, εκείνος με απογείωσε, γιατί? Γιατί δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να συμφιλιώνεσαι με τον εαυτό σου, να τον ακούς και να τον αποδέχεσαι και να ζεις τη ζωή με το δικό σου μοναδικό τρόπο. "Χρυσόστομε", του λέω, " είχε ψυχή, ο γάμος σου!", είχε τη δική του προσωπική σφραγίδα, όπως εξάλλου και ότι σχεδιάζει εκείνος. Κανονικά τον λένε Τόμυ, και επέλεξε μια κανονική ζωή, με κανονικές Παρασκευές και κανονικούς, με το δικό του μέτρο κανονικούς, φίλους.
Του πήγα μια διπλά ανθισμένη ορχιδέα με ανθισμένες ευχές για εκείνον και την Κατερίνα του. "30 δευτερόλεπτα κάτω από τρεχούμενο νερό", του είπα.
"Θα τα καταφέρετε", του χαμογέλασα.
"Είμαι σίγουρη!", συμπλήρωσα. "Και άμα πέσουν τα λουλούδια, μη φρικάρεις, θα ξαναβγούν γιατί θα αδημονούν να σας γνωρίσουν!"
Το ξέρω, 33 Φλεβάρηδες μετά, ξέρω πράγματα από το στομάχι. Με φίλησε, φιλί μεστό, 15 χρόνων. Είμαστε εδώ, στη Θεσσαλονίκη μας!

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

grigio A- rosso i

Το γνώρισα άνοιξη του ‘ 94. Ήταν αργό, δεν το ήξερα και έφερνε τον άγνωστο κόσμο μέσα στο δωμάτιο. Τοίχοι στο χρώμα του παγωτού φιστίκι, κουρτίνα voile ιδίας αποχρώσεως κι ένας ήλιος να λάμπει, αυτά θυμάμαι. Τα υπόλοιπα ήταν ασπρόμαυρα, και όπου κανονικά είχε φωτογραφία, εμένα μου έβγαζε ένα τετράγωνο πλαισιάκι, άδειο, συμπλήρωνες με τη φαντασία. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό...να συμπληρώνεις με τη φαντασία...ενώ ήξερες ότι είχε κάτι, εκεί πίσω είχε κάτι, αλλά η γραμμή ήταν αργή και δεν τη σήκωνε τόση πληροφόρηση. Αυτά! Σύνδεση μέσω πανεπιστημίου και ο χαρακτηριστικός ήχος του dial up. Γκρι ανοιχτό, atari. Σεπτέμβρη του ’94 περασμένα μεσάνυχτα βούτηξα. Chat on line, σε χρόνο πραγματικό, έφερναν τα λιβάδια της ανατολικής ακτής στο δωμάτιο μας, δεκαέξι αεροπορικές ώρες εκμηδενίζονταν...θεϊκό!!!!
Άπειρες συνομιλίες και γράμματα ηλεκτρονικά, να μεγαλώνουμε χωριστά, εγώ εδώ, εκείνος εκεί, και όμως δίπλα δίπλα. Μεγάλη συντροφιά, γιατί τα ταξίδια στις ονειρεμένες ακτές είναι ωραία, πολύ ωραία και δεν τα αλλάζω με τίποτα στον κόσμο, αλλά πάνε πακέτο και με πολύ μοναξιά στα ενδιάμεσα. Τα ενδιάμεσα λοιπόν, αυτά τα άχαρα, τα ουδέτερα που είναι όμως η καθημερινότητά μας, τα χώσαμε στο διαδίκτυο. Εμείς ως οικογένεια εκεί γελάμε, εκεί εκμυστηρευόμαστε, εκεί, τα πάντα εκεί. Να, στρίψε λίγο την κάμερα να δω το καινούριο σπίτι, να πλησίασε στο παράθυρο, να δω πώς φαίνεται από τον 52ο, αχ βγες στο μπαλκόνι να δω το χιόνι, να ο Alex στον ουρανό του Mitte. Το atari του Θερμαϊκού έγινε mac του Βερολίνου, και κατέληξε κατακόκκινο i-book μέρα της γιορτής μου στη Χαλκιδική. Είναι ο ομφάλιος λώρος που συνδέει εμένα με εκείνον που λείπει πολλά μίλια μακριά. Και ναι είναι το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ. Γιατί? Γιατί 33 Φλεβάρηδες μετά, μέσα από αυτό και χάρη στην τεχνολογία διαβάζω την Έλενα να μαζεύει την πραμάτεια της. Το πρώτο κεφάλαιο της Τήλου θα κλείσει σε λίγες μέρες. Τον πρώτο μας καφέ, θα τον πιούμε σ’ένα μέρος κατάλευκο με μόνη παραφωνία, το κατακόκκινο. Υπάρχει λόγος, θα θέλω να ρουφήξω Αιγαίο, το δικό της όμως.
Αυτό το κατακόκκινο μου έφερε πίσω τον Εμίλ και ζωντανά, σβουριχτά φιλιά στα μάγουλα, βράδυ κανονικό και όχι εικονικό. Αυτό το κατακόκκινο, μου έφερε πίσω φίλους που τους άφησα παιδιά και γίνανε θαλασσόλυκοι, να πίνουμε εσπρέσο με τον Παύλο στη Νίκης, χρόνια μετά. Αυτό το κατακόκκινο, ομολογώ ότι είναι η πρώτη μου κίνηση το πρωί, να ανοίγει ήδη την ώρα που πάω να φτιάξω τον πρώτο εσπρέσο της μέρας και το τελευταίο που κλείνει όταν γυρνάω πίσω τα βράδια, να έτσι για να πάρω τον απόηχο, το καληνύχτα από την έξοδο που μόλις έκλεισε.
33 Φλεβάρηδες μετά, το κατακόκκινο μου μεταφέρει Χαρούλα Αλεξίου, από την Τήλο με αγάπη, φωτογραφίες της Αντριάννας να μεγαλώνει, απρόσμενους καφέδες γιατί ο Κωστάκης έγραψε στο FB, SKG και νέους φίλους όπως τη Joanna να με ταϊζει snickers στον όμιλο. Αυτό το κατακόκκινο με έσωσε όταν το Κ750ι το ρούφηξε η μαύρη τρύπα. Περασμένα τα 33, το κατακόκκινο με φέρνει πιο κοντά στους φίλους μου, το ανοίγω με αδημονία να μάθω τα νέα των Αθηνών, να μάθω αν η Vale αντέχει τη ζέστη στο Μιλάνο, αν ο X-man θα βγάλει το καλοκαίρι, αν ο Όλυμπος είναι εκεί που τον άφησα!!! Το κατακόκκινο μετέτρεψε γνωστούς σε εν δυνάμει φίλους.
33 Φλεβάρηδες μετά όμως, δύναμαι να κλείνω αποφασιστικά μπαμ και κάτω το κατακόκκινο, γιατί η ζωή είναι αλλού, είναι εκεί έξω μ’εσάς κι εγώ ψοφάω για φωτοσύνθεση, αλμύρα, εσπρέσο και να κοιτάω τους φίλους μου στα μάτια!
Μμμμ, αυτά! Οκ, οκ, το κατακόκκινο είναι πάντα σε sleeping mode☺I confess...

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

S as Stylianos

Πρωτοάκουσα τη φωνή του βράδυ Αυγουστιάτικο του ‘95, έψαχνε τον αδερφό μου, σε λίγες μέρες έφευγε στην Καλιφόρνια, η φωνή του παλλόταν από ενθουσιασμό, σε λίγες μέρες θα έκανε κι ένα πάρτυ. Σ’ εκείνο λοιπόν το πάρτυ που κανονικά ήταν πάρτυ αποχαιρετιστήριο για φίλους παλιούς, για εμένα ήταν εναρκτήριο. Μπήκα στη ζωή του κι εκείνος στη δική μου. Ο Τάσος έγινε, ο μεγάλος του αδερφός κι εγώ ως αδερφή του αδερφού, κι η δική του μικρή αδερφή. Το Δεκέμβρη του ’95 έκανα το πρώτο attend στα επικά πρωτοχρονιάτικα πάρτυ του Στέλιου. Αυτός, το πώς βάλαμε το ’96, δε δύναται να το θυμάται διότι πέρα από το τζάκι που έκαιγε, έκαιγε και το νερό... Καλοκαίρι του ’96, Ιούνη, συνάντησα μικρό και μεγάλο αδερφό στη γη της επαγγελίας. Η πρώτη μας κάθοδος στο scenic route 1 διήρκεσε το διπλάσιο από τον αναμενόμενο χρόνο, διότι αν κάτι μας χαρακτηρίζει ως οικογένεια, είναι το «κάνουμε ό,τι θέλουμε». Δεν υπήρξε φορά που κάποιος να μην αναφώνησε «ααααα!!!» και να μην τραβήχτηκε χειρόφρενο. Χειρόφρενο και φωτογραφίες, αμέτρητες φωτογραφίες, ο ωκεανός έτσι, ο ωκεανός γιουβέτσι. Στο San Diego ήπια μαζί του την πρώτη μου pink lemonade. Σε κάποιο mall έξω από το L.A. περίμενα υπομονετικά όλοι την κουστωδία να αγοράσει μαγιώ, χαβανέζικα βερμουδάκια να μπαινοβγαίνουν στα δοκιμαστήρια κι εγώ να εκτελώ χρέη αισθητικής επιτροπής για 4 μαντραχαλάδες. Σε κάποιον δρόμο, Σάββατο μεσημέρι, κάτι μπάτσοι αμερικανοί, περικύκλωσαν το αμάξι, με τα όπλα ανά χείρας, καρδιές να χτυπάνε ταμπούρλο. Είχαμε κατά λίγο ξεπεράσει το όριο ταχύτητας. Μας γλίτωσε η φήμη του πανεπιστημίου τους. Στην Napa Valley, το τρίο στούτζες έκανε νυχτερινό μπάνιο, σε μια πισίνα που γειτνίαζε με στάχυα κατάξανθα κι αστέρια. Θα πρέπει να μας θυμούνται ακόμη οι λοιποί της παρέας, ως τους Έλληνες που πήγαν για camping, νομίζοντας πως πάνε στο Bellagio at least. Εμείς με τα μαγιώ ανά χείρας ως το μόνο χρειαζούμενο στο πώς να περάσετε ένα όμορφο τριήμερο στην εξοχή, τα μαγιώ και το frisbie, κι εκείνοι με τα port baggages πίτα στα αντίσκηνα και στα gadgets προκειμένου να αντιμετωπίσουν από επέλαση αρκούδας μέχρι πώς να αντιμετωπίσετε με ψυχραιμία και στυλ τα πρώτα κύματα πείνας. Στο φοιτητικό σπίτι του Στέλιου, γνώρισα τον πρώτο αυθεντικό outdoor sports freak roomie ever! Αυτά συνέβαιναν στην Αμερική του ‘96, Σταυρός του Νότου και scenic route στην πιο ωραία χερσόνησο που έχουν αντικρίσει τα μάτια μου. Πίσω στην Ελλάδα, τον Δεκέμβρη του ’96 εκείνος οργάνωσε το μεταμεσονύκτιο πέρασμα στο ’97, το πάρτυ εξακολουθούσε να βαράει λίμιτ απ. Πρωινό στο Μακεδονία Πάλας, όταν ακόμη πληρώναμε σε πεντοχίλιαρα.
Ένα καλοκαίρι, πήρε την Αννούλα από το χέρι και ήρθανε σπίτι. Η ζωή μου έγινε καλοκαίρι, τα γκαζόν του Στάνφορντ μεταφυτεύτηκαν στους Ελαιώνες. Τα πρωτοχρονιάτικα πάρτυ, κρατούσαν από το μεσημέρι, να δοκιμάζουμε τις μουσικές, μέχρι τα άλλα πρωινά, με μπουγάτσα, κοτοσαλάτα και τη Θεσσαλονίκή πιάτο να υποδέχεται τις νέες χρονιές κι ένα συγκεκριμένο τραγούδι στη διαπασόν. Ψοφόκρυο, υγρασία, κι εμείς εκεί πάνω να χοροπηδάμε σαν τα κατσίκια. Τα πιο ωραία ψησίματα τα έχω κάνει μαζί του. Τα κρασιά μαζί του, οι εκδρομές μαζί του, το Πάσχα στους Ελαιώνες με τον Μήτσο και την Έμυ, το κόλπο με το σεσουάρ για να πιάσουν τα κάρβουνα, εκεί το έμαθα. Με το Στέλιο στη Χαλκιδική, να κοιμάται σε μια αιώρα. Με το Στέλιο στο Ποσείδι, με το Στέλιο για τσίπουρα, για σκι, για πεζοπορία, με το Στέλιο σε μια βεράντα στο Μονοδέντρι, στο Grunewald, στους Ελαιώνες.
Αυτοί οι Ελαιώνες που πια, 33 Φλεβάρηδες μετά, με πονάνε πολύ, αβάσταχτα πολύ, γιατί τα καλοκαίρια μου δεν είναι πια εδώ, είναι μακριά πολύ μακριά, σε άλλη ήπειρο. Κοιτάζω το δρόμο καθώς ανηφορίζω για το Γένεσις. Αυτόν το δρόμο που έχω κάνει πολύ πριν το Γένεσις γεννηθεί. Αυτός ο δρόμος που οδηγεί τόσους ανθρώπους να καλωσορίζουν τα νέα μέλη της οικογένειας τους, είναι ο ίδιος δρόμος που για μένα είναι πια δίχως νόημα. Μια στροφή χωρίζει την ευτυχία των άλλων, από τις δικές μου γελαστές αναμνήσεις. Μια στροφή δεξιά που έκανε τη Θεσσαλονίκη μου, πόλη μαγική γιατί ο Στέλιος θα άνοιγε την καγκελόπορτα στους Ελαιώνες, η Χαρχάλω θα τριβόταν στα πόδια μου, ο Μαυρούλης θα ήταν υπεράνω και η Αnn θα έλεγε το όνομά μου, με το δικό της μοναδικό τρόπο, πληθωρικά και υγρά, φερμένο κατευθείαν από το Corpus Christi. Καμιά φορά, περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, θα ήθελα να ανοίγουν οι καγκελόπορτες στους Ελαιώνες, σαν στα παραμύθια. Στέλιο, γίνεται?

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

G as Giota

Τη γνώρισα φέτος, πρώτα από μια επιστολή της. Μου άρεσε η αισιοδοξία μέσα στις λέξεις της. Χαίρετε πάντοτε, έγραφε! Έτσι ξεκινούσε. Χαμογέλασα, είχα μέρες να το κάνω αυτό. Τη γνώρισα λίγο αργότερα. Ξετρελάθηκα με τον τόνο της φωνής της. Με ταξίδευε Ιταλία. Μιλάει ελληνικά, αλλά το σκαμπανέβασμα στην πρόταση είναι ιταλικό, άκρως γοητευτικό και ανόθευτο. Με συγκινούν πολύ οι άνθρωποι που παθιάζονται με αυτό που κάνουν, με το οτιδήποτε. Κι εκείνη ανήκει πανηγυρικά σε αυτήν τη συνομοταξία ανθρώπων. Όταν η Γιώτα μιλάει για τη βιβλιοθήκη που διαβάζει εκεί στη Βενετία, οι γόνδολες περνάνε από κάτω, τα πατώματα είναι terrazzo alla veneziana και το Bellini σε περιμένει, κι ας βρίσκεσαι δυο βήματα από το λιμάνι. Βράδυ στη Βενετία, μμμμμ, υγρασία, ο φωτισμός μέσα στην υγρασία, Φελίνι, ο πιο γοητευτικός λαβύρινθος της ζωής μου. Υπάρχει μια ώρα και είναι πολύ συγκεκριμένη που μέχρι και το Rialto είναι σουρεαλιστικό. Υπάρχει και μια πλατεία, μου τη γνώρισε η Σόνια! Έχω χαθεί κάθε φορά, κάθε χρονιά, κάθε νύχτα που έχω περάσει εκεί. Ωραία!
Πίσω πάλι! Όταν η Γιώτα μιλάει για το Βυζάντιο, εμένα που το Βυζάντιο δε με συγκινεί καθόλου, κάτι αλλάζει μέσα μου. Όταν η Γιώτα μιλάει για τις σταυροφορίες, τη γνωριμία των δυτικών με τους βυζαντινούς και τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία, βάλσαμο στάζει στην ψυχή μου, απογειώνομαι.
Σ’ αυτήν εδώ τη ζωή που μέχρι τώρα έχω υπάρξει πολλές φορές το μαύρο πρόβατο, που σημαίνει ότι έχω κάνει και πολλά λάθη, ή ότι δεν κάνω τα πράγματα με τη συνήθη χρονική σειρά, που σημαίνει ότι πρέπει μερικές φορές να γυρίσω και να τα διορθώσω, που σημαίνει ότι πρέπει να κερδίσω τα προσωπικά μου στοιχήματα, που σημαίνει ότι 33 Φλεβάρηδες μετά, ξεπατώνομαι στο διάβασμα, στις εργασίες και στις εξετάσεις, είναι απίστευτα ωραίο να μπαίνουν άνθρωποι χαρισματικοί στη ζωή σου και να σου ανοίγουν παράθυρα! Αέρας και ήλιος! Όταν τελειώνει το μάθημα της Γιώτας και βγαίνω στο δρόμο πετάω! Θέλω να σηκώσω το τηλέφωνο και να στα διηγηθώ όλα, όλα όσα μας είπε. Όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, τα off the record, που ανταλλάσσουν οι επιστημονικοί ερευνητές σ’εκείνο το ινστιτούτο στη Βενετία και που μερικά, χάρη σ’ εκείνη ταξιδεύουν μέχρι εμάς. Μας τα μεταβιβάζει με συγκίνηση, μεγάλη συγκίνηση, μόνο συγκίνηση και έπαρση καμία. Λατρεύω την ταπεινότητα, δε μου ξεφεύγει ποτέ. Μερικά από τα Σάββατά μου, φέτος, ξεχείλιζαν συναίσθημα.
Ένα τέτοιο Σάββατο συναισθηματικό, τη γνώρισα και με γνώρισε. Μέσα σε είκοσι λεπτά, περιμένοντας ένα μεταφορικό μέσο, δίπλα σε μια θάλασσα που στραφτάλιζε, κοντά σε κάτι τείχη που τα κουρσέψανε μέχρι και Νορμανδοί, γνωριστήκαμε. Μου είπε μια φράση και μου πήρε όλο το βάρος από πάνω μου! Γίνεται? Γίνεται. Αυτήν δε θα σας την πω, δεν υπάρχει λόγος. Φιληθήκαμε σταυρωτά, γρήγορα γιατί έπρεπε να προλάβει, το αεροπλάνο. Θα γράφουμε, είπαμε. Το βράδυ ένα mail με περίμενε. Η Γιώτα έχει βρει μια μαγική πατέντα. Μ’εβγαλε από ένα μεγάλο αδιέξοδο, πώς να απευθυνθείς γραπτώς στην καθηγήτρια σου, σε ποιον τόνο, όταν από την άλλη της έχεις εκμυστηρευθεί τη ζωή σου μέσα σε είκοσι προτάσεις? Τα προσωπικά μας λοιπόν, εκείνη αποφάσισε να μου τα γράφει στα ιταλικά, τα του πανεπιστήμιου στα ελληνικά! Στη γλώσσα λοιπόν των αγγέλων, του Dante και του Bocaccio, μου έγραψε...se sono fiori fioriranno. Κι εγώ από τότε, αγαπούσα που αγαπούσα τον ήλιο, τώρα τον λατρεύω, όπως κι αυτά, σιγά σιγά μαθαίνω να τα ποτίζω και να τους λέω καλημέρα. Παραδοσιακά τα fiori δεν είναι το forte μου. Αλλά η Γιώτα μου το έλυσε κι αυτό, μου είπε se sono fiori fioriranno! Από μόνα τους!!!
Χτες το σκεφτόμουν, αυτό και το άλλο που είπε η Καλυψώ. Ο άνθρωπος φαίνεται μετά το αντίο. Σκεφτόμουν τα αντίο που μου έχουν πει, η Καλυψώ έχει και πάλι δίκιο γιατί είναι ατόφια, σκληρή, απότομη, αλλά ατόφια. Θησαυρός! Το βλέμμα μου έπεσε στη θάλασσα, χτες ήμασταν δίπλα στη θάλασσα, στο μέρος που εγώ αντίκρισα τη θάλασσα για πρώτη φορά. Χτες ήταν σχεδόν μπλε ραφ. Σκέφτηκα την αλμύρα, πώς να ανθίσουνε δίπλα στην αλμύρα, συννέφιασα. Η Peroni δε με παρηγόρησε και τότε το θυμήθηκα...se sono fiori fioriranno, che ne dici tesoro?

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

F as Foula

Δεν μπορώ να θυμάμαι πότε με γνώρισε, μας χώριζε κι εκείνο το τζάμι, αυτό που συντελεί στο να δείχνει τις μικροσκοπικές υπάρξεις ακόμη πιο αδύναμες. Κάποιους μήνες αργότερα, πήγε και ψώνισε φούστα ματζέντα, πουκαμισάκι λευκό. Την κοιτάω στη φωτογραφία, το ύφασμα μοιάζει τόσο τριζάτο. Αναρωτιέμαι αν είχε την ηλικία που έχω εγώ τώρα. Φοράει και κάτι πλατφόρμες, θεϊκές. Καστανή, με τεράστια μάτια αμυγδαλωτά, πράσινα ανοιχτά ίσα που να αγγίζουν το γαλάζιο. Δροσερά πολύ. Όταν γελάει, και γελάει συχνά, κυλάνε δάκρυα από τα μάτια της. Έχει απίστευτό χιούμορ. Έχει και κενά μνήμης. Αυτοσαρκάζεται καταπληκτικά. Ο τρόπος που διηγείται τις γκάφες στις όποιες πέφτει κάθε δεύτερη μέρα, με μαθηματική ακρίβεια, σαν το δακτύλιο στην Αθήνα, απλά δεν υπάρχει. Φτιάχνεται και η ίδια με τον τρόπο που τα λέει. Εσύ εντωμεταξύ έχεις ήδη πέσει κάτω από την καρέκλα κι εκείνη συνεχίζει ανένδοτη! «Κάτσε», σου λέει, «δεν τελείωσε, έχει και συνέχεια!». Όπως τότε που ξέχασε τα γενέθλια του γιου της. Είχε ήδη μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο, τα κλασικά. «Παιδί μου, πώς είναι ο καιρός εκεί στη Βαυαρία?, τι έφαγες χτες, πού θα πας σήμερα, να βάλλεις το κασκόλ να μην κρυώσεις», τα κλασικά εικονογραφημένα! Μου λέει, «τα κατάφερα, τα ρώτησα όλα, είδες?».
Ε, κώλωσε και ο μικρός που δεν είναι πια τόσο μικρός, να της πει ότι «ξέρεις μαμά, σήμερα έχω γενέθλια», περίμενε το αγόρι ότι θα το δει να έρχεται από κάπου...να τώρα θα το πει, τώρα θα το θυμηθεί, να τώρα θα πέσει η ευχή η δακρύβρεχτη, τώρα που μας χωρίζουν και κανά δυο χώρες...ε, δεν ήρθε ποτέεεε...
Το έκλεισε εκείνη το τηλέφωνο, ικανοποιημένη τη φαντάζομαι, το καθήκον ως μάνα, τουλάχιστον προς τον ένα το έκανε. Πάμε παρακάτω, να ασχοληθούμε με τον άλλο τώρα τον μεγάλο. Τη φαντάζομαι να κάνει αυτά τα βήματα που χωρίζουν το χωλ από την κουζίνα της παιδικότητας μου και να χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. Στροφή επιτόπου.
«Έλα αγόρι μου!», φίλος καρδιακός του ξενιτεμένου στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ευχαριστώ αγόρι μου, να είσαι καλά, να είσαι καλά, αλλά τα χρόνια πολλά γιατί?» αναρωτήθηκε, η θεόμουρλη. «Γιατί κυρία Φούλα μου, σήμερα έχει γενέθλια ο Τίμος! Για αυτό γιατί!», το κατάπιε η δικιά σου αμάσητο. Τον πήρε πίσω στα καπάκια, να το σώσει. Το θέμα δεν είναι ότι τον πήρε πίσω. Το θέμα με εκείνη είναι ο μαγικός τρόπος που αφήνει να φαίνεται όλη της η ψυχή, ανοιχτό βιβλίο ένα πράγμα! Ούτε μα ούτε μου. Χωρίς προσχήματα και επικαλύψεις. Επικαλύψεις μόνο στα κέηκ της βάζει. Κάνει το κέηκ, με παίρνει τηλέφωνο, έρχομαι να στο φέρω, πώς είναι δυνατόν από το σπίτι της μέχρι το σπίτι μου, να συμβούν τόσα πράγματα αδυνατώ να καταλάβω. Είναι η δική μου κατάδική μου Μαίρη Πόππινς! Θα ξεκινήσει, θα έχει ξεχάσει τα γυαλιά ηλίου, θα γυρίσει να τα πάρει, να έρθει από παραλία ή να έρθει από Σοφούλη, θα αγχωθεί, θέλει να έρθει από παραλία να απολαύσει και το ηλιοβασίλεμα, αλλά από την άλλη θέλει να περάσει και από το il fornaio, να μου πάρει και κάτι ακόμη, γιατί μπορεί το κέηκ να μην έφτασε τους 16 πόντους σε ύψος, οπότε πώς θα το φάει το παιδί, το παιδί στην προκείμενη είμαι εγώ, περασμένα λέμε τους 33 Φλεβάρηδες. Θα πάρει το κατιτίς από το Fornaio, αμ έλα όμως που η πορεία προς το σπίτι μου, είναι το χιλιόμετρο με τα γλυκά της πόλης αραδιασμένα το ένα μετά το άλλο... Κι εκείνη είναι επιρρεπής στα γλυκά, σηκώνεται το βράδυ γιατί δίψασε, πάει να πιει γάλα παγωμένο, α!!! να βουτήξει και λίγο το τσουρεκάκι από το plaisir, τέλειωσε το ποτήρι το γάλα, αλλά δεν τέλειωσε το τσουρέκι, ε πάμε μια γύρα από την αρχή, τι, να το αφήσει το τσουρέκι παραπονεμένο? Γίνεται? Δε γίνεται!!! Τέτοιες ατασθαλίες γίνονται εν το μέσω της νυκτός. Πάμε πάλι στη Σοφούλη, προορισμός? Το σπίτι μου, να μην ξεχνιόμαστε. Το σκόπελο του Plaisir τον πέρασε, στον Κωνσταντινίδη έστρεψε το βλέμμα από την άλλη, στα Candies έπεσε! Παγωτό, να πάρει στο παιδί παγωτό. Δέκα μπάλες μέσα, όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και άλλα τρία! Πανδαισία χρωμάτων, πλουραλισμός. Αυτό είναι εκείνη, πληθωρική, στην πρίζα, αγχωτική και ξεχασιάρα, της μοιάζω φριχτά! Θα φταίει το λάδι! Δε θυμάται τα τυπικά σημαντικά, π.χ. τα γενέθλια μου, δεν πειράζει, εδώ δε θυμάται του Τίμου που τον γέννησε! Αλλά θυμάται τα κανονικά σημαντικά, εκείνα που οι άλλοι δε σταματούν ποτέ. Μας συνδέει και κάτι άλλο, μεταφυσικό, χτες περνούσα κάτω από το μπαλκόνι της, εκείνο που βλέπει στο νησάκι, έστρεψα το κεφάλι στο μπαλκόνι της, είχε μόλις βγει να σηκώσει την τέντα. «Νουνά», της φώναξα. «Έλα να πιούμε καφέ! Και έλα γρήγορα, ε?» 33 Φλεβάρηδες μετά, ξέρω ότι θα ρθει, θα θέλει να καπνίσει, θα έχει ξεχάσει τον αναπτήρά της, θα μου πει....κοίτα να σου πω, κι εγώ θα γελάσω, τι να μου πεις, θα της πω, αφού είμαστε ίδιες και απαράλλαχτες, τι να μου πεις! Κάτσε να σου πω εγώ! Βράχος, θα της πω.

E as Electra

Με γνώρισε ακουστικώς Χριστούγεννα του 2007, θα διαλέγαμε πλακάκια, κανονικά θα έπρεπε να διαλέγουμε Χριστουγεννιάτικα δώρα. Της υποσχέθηκα διάφορα, θα αφορούσαν τα καλοκαίρια της, τα ταξίδια μας και τα κοσμήματά μου. Οπτικώς με γνώρισε το καλοκαίρι του 2008, θα διαλέγαμε χρώματα. Ήθελα πολύ να της κάνω το δωμάτιο, ειδικά για εκείνη. Ξαπλωμένη με κοίταζε με μάτια απορημένα. Ιούλιος, εγώ σε αναμμένα κάρβουνα, εκείνη νηφάλια. Κάτσε λίγο, μη φύγεις, είπαν τα μάτια της. Κάτσε λίγο, να τόσο δα λίγο, δες εμένα, εμένα, όχι τα χρώματα! Εκείνο το πρώτο της - μας καλοκαίρι, αυτό που της υποσχέθηκα, το πέρασε τελικά μόνη, κι εγώ το πρώτο μας καλοκαίρι σε άλλες μεσογειακές ακτές, μακριά της. Εκείνη τα πρώτα πλατσουρίσματα δίπλα στα πεύκα κι εγώ τα πρώτα μου ακούσματα δίπλα στον ατλαντικό.
Σεπτέμβρη, ξανανταμώσαμε. Εκείνη να τρώει τα φρουτάκια της, ένα μήλο, ένα αχλάδι, μία μπανάνα, σωστή φρουτοποιία, τούρμπο στη βιταμίνη κι εγώ να πίνω τους εσπρέσο μου, τούρμπο στην αδρεναλίνη και να γελάμε δυνατά.
Οκτώβρη, δε βρεθήκαμε, κίτρινο ταξί, όνειρα πολλά, σκορπισμένα στους βορριάδες. Αέρας, νερό, άνεμος να το ανακατεύει. Χειμώνας... δεν ανταμώσαμε. Ο Δεκέμβρης, πολύ απλά δεν υπήρξε, ούτε τότε βρεθήκαμε.
Το Φεβρουάριο, παλινδρομήσεις, είχε κι ένα κρύο, την καθήλωσε στα πάτρια εδάφη. Κανονικά δεν έπρεπε. Έπρεπε να πάει. Εκείνη το μετάνιωσε, θα έρθει η μέρα που θα της το πει, για να μη μετανιώνει κι εκείνη αργότερα, να πηγαίνει εκεί που θέλει και να αψηφά το κρύο, τους ανθρώπους, τη λογική. Να πηγαίνει όπου το λέει η καρδιά της. Το κρύο αντέχεται, το γκρι αντέχεται, τα άδεια πεζοδρόμια του Μονάχου αντέχονται, θα της πει. Τα διπλανά άδεια καθίσματα, αντέχονται, αρκεί να είναι επιλογή σου, θα της πει. Να τολμάς και να δοκιμάζεις, θα της πει. Να έχεις πνευμόνια, θα της πει. Να δίνεις κι ας μην έχεις κανένα feed back, θα της πει. Άγριο πράγμα...η καμία αντίδραση, θα της πει, αλλά εσύ θα μάθεις να το αντέχεις.
Το Μάρτη, την πήρα αγκαλιά. Πλακάκι με λουλουδάκια σιελ και ανοιχτά πράσινα, μπανιερίτσα πλαστική κίτρινη, πετσέτα τεράστια πάλλευκη. Τσουπ, χάθηκε μέσα εκεί, στο χνουδωτό άσπρο. Μαλλάκια βρεγμένα, ματάκια υγρά, να έχεις τον παράδεισο αγκαλιά, κιλά 5, 6? Γεια σου, της είπα. Τι καλά που ανταμώνουμε, της χαμογέλασα. Είμαι αυτή που δεν κρατάει τις υποσχέσεις της, την κοίταξα. Είμαι αυτή που σου χάλασε το πρώτο σου κουρδιστό μουσικό κουτί, της ψιθύρισα. Αδέξια και πάντα βιαστική, αναστέναξα. Είμαι αυτή που δε θα μπορέσω να σε κρατήσω έτσι εκείνη τη μέρα, σιώπησα. Αλλά στο υπόσχομαι, ότι θα σε κρατάω έτσι, έτσι ακριβώς πολλές άλλες μέρες, την κοίταξα. Σου υπόσχομαι ότι τα ταξίδια μας θα γίνουν, σου υπόσχομαι ότι τα κολιέ θα είναι στα 18 σου, από κάποια άλλη πόλη, πολύ μακρινή, από άλλη ήπειρο. Σου υπόσχομαι να σου μιλάω για τα όνειρα που είχα τότε 33 Φλεβάρηδες μετά, όνειρα που για άλλους ήταν απλά εμπειρίες που προσθέσανε σε άλλες εμπειρίες. Για τα όνειρα that I can't let them go.
Σου υπόσχομαι Ηλέκτρα ότι θα είμαι εκεί, και που ξέρεις, μπορεί σε κάποια κοπάνα από το σχολείο, αντί να πας για καφέ, να ρθεις να με δεις, όπως πήγαινα κι εγώ στη Σοφούλη, κι άνοιγε μια πόρτα και χανόμουνα σε μια κουζίνα που μοσχοβολούσε φρεσκοψημένο κέηκ. Σου υπόσχομαι να προσπαθήσω να κάνω τα κέηκ αφράτα όπως τα κάνει εκείνη. Σου υπόσχομαι να σου πω την ιστορία για μια νησίδα, για κρασιά, για φίλους. Για ένα φεγγάρι αυγουστιάτικο που έλαμπε ίδιο Avignon - Αιγαίο. Σου υπόσχομαι να σου γυρίσω πίσω τη γαλήνη που μου χαρίζεις, 33 Φλεβάρηδες μετά, Σάββατο βράδυ του Μαγιού, πρωτελευταίο, ανάμεσα σε πλακάκια διαλεγμένα από μένα για σένα, ανάμεσα σε χνουδωτές πετσέτες και μυρωδιά ταλκ. Σου υπόσχομαι να σου πω για κάθε ένα ωτοστόπ που κάναμε με τη μαμά σου, στη Χαλκιδική, στη Σαντορίνη, στις Σπέτσες. Σου υπόσχομαι να σε παίρνω αγκαλιά και μετά, πολύ μετά.

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

P as Paralia

Τη γνώρισα πολύ μικρή. Εικόνες πολλές. Την πρώτη ειλικρινά δε θυμάμαι. Η πρώτη ανάμνηση που ανακαλώ είναι μεσημεράκι, αργία 25ης Μαρτίου. Κοτόπουλα Ιωαννίνων, coca cola που τελείωνε σε dt ,αν δεν είχες κάνει σωστή διαχείριση, και έμενες να γεμίζεις το ποτήρι με νερό μπας και πάρει λίγη, να τόση λίγη από την πρότερη γεύση. Κι ο λογαριασμός που ερχόταν στον μπαμπά κι εγώ νόμιζα κάθε φορά ότι φτωχαίναμε! Η πρώτη ανάμνηση λοιπόν, που έχω από αυτήν, είναι να περπατάω με τη μία από τις συνονόματες γιαγιάδες μου, αυτήν με την καρδιά ανοιχτό περιβόλι, ο ήλιος να λάμπει ανοιξιάτικος, γαλάζιος. Να κατεβαίνουμε κέντρο με τα πόδια. Η γιαγιά μου, η θάλασσα, η πόλη, αυτά. Δες χρειαζόμουν άλλα. Αυτά έφταναν και περίσσευαν. Ετών? 14.
Η παραλία και η θάλασσα είναι οι δύο εικόνες που μου έλειψαν εκεί στον αναγεννησιακό βορρά. Γι’ αυτή τη θάλασσα, Κυριακή πρωί, τρεις συγκάτοικες βρέθηκαν 9 η ώρα μπροστά στο γκισέ, στο σιδηροδρομικό σταθμό. Χρειάζονταν ένα τρένο που να πηγαίνει στη θάλασσα. Αυτό! Πήγαν στο Viareggio. Πήγαν και στη Venezia για τον ίδιο πάντα λόγο. Να δουν τη θάλασσα.
Παραλία και θάλασσα νομίζω πως είναι στο DNA μας. Μπλε μολυβί σχεδόν γκρι, χειμώνας. Μπλε σχεδόν ασημί, σχεδόν λαδί της ελιάς, άνοιξη – φθινόπωρο. Μπλε στραφταλιζέ χρυσαφί...καλοκαίρι. Ο ήλιος να ανατέλλει, να μεσουρανεί, να δύει. Μόνο οι συμπολίτες μου δε χειροκροτούν στο ηλιοβασίλεμα της Οίας, τους κατανοώ!
Μπορεί η πόλη να μοιράζεται στα δύο όταν έχει derby, αλλά τα ξαναφτιάχνουν, το βραδάκι το επόμενο, τότε ακριβώς, όταν ο ήλιος βουτάει στο μολύβι, στο ασήμι στο χρυσάφι.
Παραλία, ξύλινο deck, καφές αχνιστός. Πρωί πολύ πρωί, ησυχία. Πουλιά μόνο. Ωραία! Κωπηλάτες, στα λευκά, κίτρινα σκάφη, ταιριαστά πολύ!
Παραλία, σκάφια με πανιά στο βάθος εκεί, πιο κει, εκεί που...
Παραλία εκείνη την ώρα που όλη η παλέτα είναι ψυχρή, ψύχρα πουθενά στην ψυχή, μόνο αυτό το άλλο, η Έλενα αλλού, ο Τάσος αλλού, Η Πηνελόπη αλλού, η Ann αλλού, η Αγγελική αλλού, όλοι όμως μια θάλασσα.
Παραλία βράδυ, μουσικές, θα μπορούσαν να είναι στο μετρό στο Παρίσι, στην αποβάθρα στην Νέα Υόρκη...κι όμως είναι εδώ, εσύ πάλι αλλού.
Παραλία βράδυ, μουσική καμιά, φωτάκια μόνο στα φωτιστικά τα υπαίθρια, κατάρτια χωρίς πανιά; Να σου δείχνουν το δρόμο για το σπίτι κι αυτός να είναι πάντα μακρύς.
Παραλία και θάλασσα, 33 Φλεβάρηδες μετά κυλούν τη ζωή μου πιο μαλακά, ποιητικά, σιωπηλά, να γεμίζουν όμως τα πνευμόνια, όπως λέει και ο Εμίλ.
Παραλία και χτες βράδυ, κι όμως χαρά μεγάλη χαρά, να χασμουριέσαι, το μέγαρο να λάμπει εσωτερικά, το σκυλί μου ένα πτώμα από την περιπατητική κι εκεί απρόσμενα μέσα στην νύχτα, να ακούς το όνομά σου. Δύο χέρια να ανοίγουν και να χάνεσαι σε αγκαλιά τόσο γνωστή, οικεία, Φλωρεντία! Αχ Γιώτα... πήγα στα μέρη που κάναμε jogging, της λέω. Το σπίτι μας ίδιο, της λέω. Το Tarrocchi ετοιμάζεται να βγάλει τραπεζάκια έξω, της λέω. Η Φλωρεντία μας, μας, περιμένει να υποδεχτεί την άνοιξη, της λέω.
33 Φλεβάρηδες μετά, αυτή η παραλία μου επιστρέφει τους φίλους μου, κι αυτούς που είχα χάσει, έτσι απλά, για να με συνοδεύουν στο μετά τα 33! Εκείνη, ετοιμάζεται για jogging, το πρώτο της χρονιάς, πλησιάζει καλοκαίρι. Πρώτη της φορά στη νέα παραλία, πρώτη μου φορά που περπατάω μέχρι εκεί. Έχω να τη δω δέκα χρόνια κι όμως είναι σα να μην πέρασε μια μέρα! Θα επανέλθω γιατί εκείνη μόνο ξέρει το δικό μου κρυφό παράδεισο. Αδημονώ να επανέλθω!