Τρίτη 26 Μαΐου 2009

F as Foula

Δεν μπορώ να θυμάμαι πότε με γνώρισε, μας χώριζε κι εκείνο το τζάμι, αυτό που συντελεί στο να δείχνει τις μικροσκοπικές υπάρξεις ακόμη πιο αδύναμες. Κάποιους μήνες αργότερα, πήγε και ψώνισε φούστα ματζέντα, πουκαμισάκι λευκό. Την κοιτάω στη φωτογραφία, το ύφασμα μοιάζει τόσο τριζάτο. Αναρωτιέμαι αν είχε την ηλικία που έχω εγώ τώρα. Φοράει και κάτι πλατφόρμες, θεϊκές. Καστανή, με τεράστια μάτια αμυγδαλωτά, πράσινα ανοιχτά ίσα που να αγγίζουν το γαλάζιο. Δροσερά πολύ. Όταν γελάει, και γελάει συχνά, κυλάνε δάκρυα από τα μάτια της. Έχει απίστευτό χιούμορ. Έχει και κενά μνήμης. Αυτοσαρκάζεται καταπληκτικά. Ο τρόπος που διηγείται τις γκάφες στις όποιες πέφτει κάθε δεύτερη μέρα, με μαθηματική ακρίβεια, σαν το δακτύλιο στην Αθήνα, απλά δεν υπάρχει. Φτιάχνεται και η ίδια με τον τρόπο που τα λέει. Εσύ εντωμεταξύ έχεις ήδη πέσει κάτω από την καρέκλα κι εκείνη συνεχίζει ανένδοτη! «Κάτσε», σου λέει, «δεν τελείωσε, έχει και συνέχεια!». Όπως τότε που ξέχασε τα γενέθλια του γιου της. Είχε ήδη μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο, τα κλασικά. «Παιδί μου, πώς είναι ο καιρός εκεί στη Βαυαρία?, τι έφαγες χτες, πού θα πας σήμερα, να βάλλεις το κασκόλ να μην κρυώσεις», τα κλασικά εικονογραφημένα! Μου λέει, «τα κατάφερα, τα ρώτησα όλα, είδες?».
Ε, κώλωσε και ο μικρός που δεν είναι πια τόσο μικρός, να της πει ότι «ξέρεις μαμά, σήμερα έχω γενέθλια», περίμενε το αγόρι ότι θα το δει να έρχεται από κάπου...να τώρα θα το πει, τώρα θα το θυμηθεί, να τώρα θα πέσει η ευχή η δακρύβρεχτη, τώρα που μας χωρίζουν και κανά δυο χώρες...ε, δεν ήρθε ποτέεεε...
Το έκλεισε εκείνη το τηλέφωνο, ικανοποιημένη τη φαντάζομαι, το καθήκον ως μάνα, τουλάχιστον προς τον ένα το έκανε. Πάμε παρακάτω, να ασχοληθούμε με τον άλλο τώρα τον μεγάλο. Τη φαντάζομαι να κάνει αυτά τα βήματα που χωρίζουν το χωλ από την κουζίνα της παιδικότητας μου και να χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. Στροφή επιτόπου.
«Έλα αγόρι μου!», φίλος καρδιακός του ξενιτεμένου στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ευχαριστώ αγόρι μου, να είσαι καλά, να είσαι καλά, αλλά τα χρόνια πολλά γιατί?» αναρωτήθηκε, η θεόμουρλη. «Γιατί κυρία Φούλα μου, σήμερα έχει γενέθλια ο Τίμος! Για αυτό γιατί!», το κατάπιε η δικιά σου αμάσητο. Τον πήρε πίσω στα καπάκια, να το σώσει. Το θέμα δεν είναι ότι τον πήρε πίσω. Το θέμα με εκείνη είναι ο μαγικός τρόπος που αφήνει να φαίνεται όλη της η ψυχή, ανοιχτό βιβλίο ένα πράγμα! Ούτε μα ούτε μου. Χωρίς προσχήματα και επικαλύψεις. Επικαλύψεις μόνο στα κέηκ της βάζει. Κάνει το κέηκ, με παίρνει τηλέφωνο, έρχομαι να στο φέρω, πώς είναι δυνατόν από το σπίτι της μέχρι το σπίτι μου, να συμβούν τόσα πράγματα αδυνατώ να καταλάβω. Είναι η δική μου κατάδική μου Μαίρη Πόππινς! Θα ξεκινήσει, θα έχει ξεχάσει τα γυαλιά ηλίου, θα γυρίσει να τα πάρει, να έρθει από παραλία ή να έρθει από Σοφούλη, θα αγχωθεί, θέλει να έρθει από παραλία να απολαύσει και το ηλιοβασίλεμα, αλλά από την άλλη θέλει να περάσει και από το il fornaio, να μου πάρει και κάτι ακόμη, γιατί μπορεί το κέηκ να μην έφτασε τους 16 πόντους σε ύψος, οπότε πώς θα το φάει το παιδί, το παιδί στην προκείμενη είμαι εγώ, περασμένα λέμε τους 33 Φλεβάρηδες. Θα πάρει το κατιτίς από το Fornaio, αμ έλα όμως που η πορεία προς το σπίτι μου, είναι το χιλιόμετρο με τα γλυκά της πόλης αραδιασμένα το ένα μετά το άλλο... Κι εκείνη είναι επιρρεπής στα γλυκά, σηκώνεται το βράδυ γιατί δίψασε, πάει να πιει γάλα παγωμένο, α!!! να βουτήξει και λίγο το τσουρεκάκι από το plaisir, τέλειωσε το ποτήρι το γάλα, αλλά δεν τέλειωσε το τσουρέκι, ε πάμε μια γύρα από την αρχή, τι, να το αφήσει το τσουρέκι παραπονεμένο? Γίνεται? Δε γίνεται!!! Τέτοιες ατασθαλίες γίνονται εν το μέσω της νυκτός. Πάμε πάλι στη Σοφούλη, προορισμός? Το σπίτι μου, να μην ξεχνιόμαστε. Το σκόπελο του Plaisir τον πέρασε, στον Κωνσταντινίδη έστρεψε το βλέμμα από την άλλη, στα Candies έπεσε! Παγωτό, να πάρει στο παιδί παγωτό. Δέκα μπάλες μέσα, όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και άλλα τρία! Πανδαισία χρωμάτων, πλουραλισμός. Αυτό είναι εκείνη, πληθωρική, στην πρίζα, αγχωτική και ξεχασιάρα, της μοιάζω φριχτά! Θα φταίει το λάδι! Δε θυμάται τα τυπικά σημαντικά, π.χ. τα γενέθλια μου, δεν πειράζει, εδώ δε θυμάται του Τίμου που τον γέννησε! Αλλά θυμάται τα κανονικά σημαντικά, εκείνα που οι άλλοι δε σταματούν ποτέ. Μας συνδέει και κάτι άλλο, μεταφυσικό, χτες περνούσα κάτω από το μπαλκόνι της, εκείνο που βλέπει στο νησάκι, έστρεψα το κεφάλι στο μπαλκόνι της, είχε μόλις βγει να σηκώσει την τέντα. «Νουνά», της φώναξα. «Έλα να πιούμε καφέ! Και έλα γρήγορα, ε?» 33 Φλεβάρηδες μετά, ξέρω ότι θα ρθει, θα θέλει να καπνίσει, θα έχει ξεχάσει τον αναπτήρά της, θα μου πει....κοίτα να σου πω, κι εγώ θα γελάσω, τι να μου πεις, θα της πω, αφού είμαστε ίδιες και απαράλλαχτες, τι να μου πεις! Κάτσε να σου πω εγώ! Βράχος, θα της πω.

E as Electra

Με γνώρισε ακουστικώς Χριστούγεννα του 2007, θα διαλέγαμε πλακάκια, κανονικά θα έπρεπε να διαλέγουμε Χριστουγεννιάτικα δώρα. Της υποσχέθηκα διάφορα, θα αφορούσαν τα καλοκαίρια της, τα ταξίδια μας και τα κοσμήματά μου. Οπτικώς με γνώρισε το καλοκαίρι του 2008, θα διαλέγαμε χρώματα. Ήθελα πολύ να της κάνω το δωμάτιο, ειδικά για εκείνη. Ξαπλωμένη με κοίταζε με μάτια απορημένα. Ιούλιος, εγώ σε αναμμένα κάρβουνα, εκείνη νηφάλια. Κάτσε λίγο, μη φύγεις, είπαν τα μάτια της. Κάτσε λίγο, να τόσο δα λίγο, δες εμένα, εμένα, όχι τα χρώματα! Εκείνο το πρώτο της - μας καλοκαίρι, αυτό που της υποσχέθηκα, το πέρασε τελικά μόνη, κι εγώ το πρώτο μας καλοκαίρι σε άλλες μεσογειακές ακτές, μακριά της. Εκείνη τα πρώτα πλατσουρίσματα δίπλα στα πεύκα κι εγώ τα πρώτα μου ακούσματα δίπλα στον ατλαντικό.
Σεπτέμβρη, ξανανταμώσαμε. Εκείνη να τρώει τα φρουτάκια της, ένα μήλο, ένα αχλάδι, μία μπανάνα, σωστή φρουτοποιία, τούρμπο στη βιταμίνη κι εγώ να πίνω τους εσπρέσο μου, τούρμπο στην αδρεναλίνη και να γελάμε δυνατά.
Οκτώβρη, δε βρεθήκαμε, κίτρινο ταξί, όνειρα πολλά, σκορπισμένα στους βορριάδες. Αέρας, νερό, άνεμος να το ανακατεύει. Χειμώνας... δεν ανταμώσαμε. Ο Δεκέμβρης, πολύ απλά δεν υπήρξε, ούτε τότε βρεθήκαμε.
Το Φεβρουάριο, παλινδρομήσεις, είχε κι ένα κρύο, την καθήλωσε στα πάτρια εδάφη. Κανονικά δεν έπρεπε. Έπρεπε να πάει. Εκείνη το μετάνιωσε, θα έρθει η μέρα που θα της το πει, για να μη μετανιώνει κι εκείνη αργότερα, να πηγαίνει εκεί που θέλει και να αψηφά το κρύο, τους ανθρώπους, τη λογική. Να πηγαίνει όπου το λέει η καρδιά της. Το κρύο αντέχεται, το γκρι αντέχεται, τα άδεια πεζοδρόμια του Μονάχου αντέχονται, θα της πει. Τα διπλανά άδεια καθίσματα, αντέχονται, αρκεί να είναι επιλογή σου, θα της πει. Να τολμάς και να δοκιμάζεις, θα της πει. Να έχεις πνευμόνια, θα της πει. Να δίνεις κι ας μην έχεις κανένα feed back, θα της πει. Άγριο πράγμα...η καμία αντίδραση, θα της πει, αλλά εσύ θα μάθεις να το αντέχεις.
Το Μάρτη, την πήρα αγκαλιά. Πλακάκι με λουλουδάκια σιελ και ανοιχτά πράσινα, μπανιερίτσα πλαστική κίτρινη, πετσέτα τεράστια πάλλευκη. Τσουπ, χάθηκε μέσα εκεί, στο χνουδωτό άσπρο. Μαλλάκια βρεγμένα, ματάκια υγρά, να έχεις τον παράδεισο αγκαλιά, κιλά 5, 6? Γεια σου, της είπα. Τι καλά που ανταμώνουμε, της χαμογέλασα. Είμαι αυτή που δεν κρατάει τις υποσχέσεις της, την κοίταξα. Είμαι αυτή που σου χάλασε το πρώτο σου κουρδιστό μουσικό κουτί, της ψιθύρισα. Αδέξια και πάντα βιαστική, αναστέναξα. Είμαι αυτή που δε θα μπορέσω να σε κρατήσω έτσι εκείνη τη μέρα, σιώπησα. Αλλά στο υπόσχομαι, ότι θα σε κρατάω έτσι, έτσι ακριβώς πολλές άλλες μέρες, την κοίταξα. Σου υπόσχομαι ότι τα ταξίδια μας θα γίνουν, σου υπόσχομαι ότι τα κολιέ θα είναι στα 18 σου, από κάποια άλλη πόλη, πολύ μακρινή, από άλλη ήπειρο. Σου υπόσχομαι να σου μιλάω για τα όνειρα που είχα τότε 33 Φλεβάρηδες μετά, όνειρα που για άλλους ήταν απλά εμπειρίες που προσθέσανε σε άλλες εμπειρίες. Για τα όνειρα that I can't let them go.
Σου υπόσχομαι Ηλέκτρα ότι θα είμαι εκεί, και που ξέρεις, μπορεί σε κάποια κοπάνα από το σχολείο, αντί να πας για καφέ, να ρθεις να με δεις, όπως πήγαινα κι εγώ στη Σοφούλη, κι άνοιγε μια πόρτα και χανόμουνα σε μια κουζίνα που μοσχοβολούσε φρεσκοψημένο κέηκ. Σου υπόσχομαι να προσπαθήσω να κάνω τα κέηκ αφράτα όπως τα κάνει εκείνη. Σου υπόσχομαι να σου πω την ιστορία για μια νησίδα, για κρασιά, για φίλους. Για ένα φεγγάρι αυγουστιάτικο που έλαμπε ίδιο Avignon - Αιγαίο. Σου υπόσχομαι να σου γυρίσω πίσω τη γαλήνη που μου χαρίζεις, 33 Φλεβάρηδες μετά, Σάββατο βράδυ του Μαγιού, πρωτελευταίο, ανάμεσα σε πλακάκια διαλεγμένα από μένα για σένα, ανάμεσα σε χνουδωτές πετσέτες και μυρωδιά ταλκ. Σου υπόσχομαι να σου πω για κάθε ένα ωτοστόπ που κάναμε με τη μαμά σου, στη Χαλκιδική, στη Σαντορίνη, στις Σπέτσες. Σου υπόσχομαι να σε παίρνω αγκαλιά και μετά, πολύ μετά.