Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

S as Sophia

Πρώτα έμαθα τι είπε στη μαμά μου. Ότι της αρέσει πολύ ο δρόμος που μένουμε και ότι οι γείτονες είναι οκ. Το πρώτο είναι μεγάλη αλήθεια, το δεύτερο είναι μεγάλο ψέμα! Τα ξύλινα παντζούρια που διάλεξε ο μπαμπάς της ως αρχιτεκτονικό στοιχείο, το άνοιγμα στη θάλασσα, ένα τόσο δα κομματάκι που φαίνεται από το μπαλκόνι μου και το παραπάνω...ψέμα συνετέλεσαν στο να διαλέξω αυτό το σπίτι, μετά από σαράντα άλλα. Μπήκα μέσα και είπα αυτό! Βασικά για τα παντζούρια, μου θυμίζουν οικοδομή πίσω από το Χίλτον της Αθήνας, αγαπημένη. Ο μπαμπάς της διάλεξε χρόνια πριν τα συγκεκριμένα παντζούρια, για να διαλέξω εγώ το συγκεκριμένο διαμέρισμα...λάθος...πάρ’το αλλιώς, σ’αυτό το σπίτι ήρθα για να γνωρίσω εκείνη! Αυτό. Τα παντζούρια διαλέχτηκαν για να μπορέσω να φτάσω δίπλα της. Μια αρχιτεκτονική λεπτομέρεια, υπήρξε το δόλωμα για να φτάσω δίπλα της, δίπλα σε μια αρχιτεκτόνισσα!
Ένα κρασί κόκκινο, της χτύπησα την πόρτα, ήρθε, καθίσαμε πλάι πλάι σ’ ένα σκαμπό γκρι από την ΙΚΕΑ. Ήξερε τον Πέτρο. Ο Πέτρος έφυγε μια Κυριακή, η Σοφία ήρθε για να μείνει. Δυο πόρτες δίπλα δίπλα. Ένα μπαλκόνι μπροστά, ένα πίσω. Αγαπώ το μπροστά, το δικό της. Αγαπά το πίσω, το δικό μου. Προς το παρόν μου κάνει τα χατίρια, συνήθως καθόμαστε στο μπροστά. Μια κουζίνα με το πιο λατρεμένο μου πράσινο, το πιο ζόρικο πράσινο, το πιο καθαρό πράσινο που υπάρχει, artificial και να γυαλίζει. Το πράσινο που μόνο εκείνη, εκέινη κι εγώ θα μπορούσαμε να σκεφτούμε. Μου θυμίζει ένα μοναδικό εστιατόριο στο Μόναχο, μια μέρα θα την πάω, όπως και στο Βερολίνο, έχει πάει γιατί είναι αρχιτεκτόνισσα, αλλά εγώ θέλω να την πάω στο δικό μου Βερολίνο, στο Βερολίνο που μόνο το δικό της μάτι θα καταλάβει.
Εκείνη θέλει να με πάει στη δική της Βραζιλία, εγώ έχω αμφιβολίες, είμαι παρορμητική, αλλά δεν είμαι Βραζιλιάνικα εκδηλωτική...ψοφάω όμως να δω την Μπραζίλια...νομίζω πώς κάπως θα τα καταφέρουμε. Της λέω...δε θέλω να με πιέζεις και δε θέλω να στεναχωριέσαι όταν δε συμμετέχω, το κατανοεί και πάει πάσο, μεγάλη υπόθεση...να πηγαίνεις πάσο...
Μένουμε δίπλα δίπλα, όταν εγώ γυρνάω και πέφτω για ύπνο εκείνη συνήθως ξεμυτάει. Όταν γυρνάει μου στέλνει sms, συνήθως το ανοίγω το πρωί. Ακόμη κατεβάζω γενικό..νωρίς, το κατανοεί. Καθισμένες στην λατρεμένη μου – της κουζίνα, ετοιμάζει το μοναδικό τσάι που ανταλλάσσω για τους εσπρέσο μου. Για το δικό της μπαλκόνι, για το σκηνικό που ετοιμάζει, αφήνω σύξυλους Παρασκευές βράδια, το λαό και την ξαδέρφη μου, άλλο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, σε μια αγαπημένη pub στη Σβόλου, υπάρχει λόγος. Σ’ ένα μπαλκόνι στον έκτο, σ΄ ένα μπαλκόνι με καταπληκτικό φωτισμό πορτοκαλί, με φυτά που θυμίζουν την έρημο στη Νεβάδα, περιμένει εκείνη, θα έχει ήδη βάλει μουσικές, εγώ ακόμη δεν μπορώ να ασχοληθώ με τις μουσικές γιατί πονάνε, αφήνομαι στις δικές τις επιλογές, εκεί σε δυο καρέκλες σπασμένες, δικές μου, με τα πόδια ψηλά στο στηθαίο, εκείνη με συναρμολογεί. Κομμάτι, κομμάτι. Μεθοδικά, αρχιτεκτονικά, ξεκινάει από τη βάση. Μεταξύ μας συνεννοούμαστε σε όρους autocad. Μου θυμίζει πώς είναι να γελάω. Μου θυμίζει ότι είναι ωραίο να γυρνάω σπίτι γιατί εκείνη είναι ακριβώς δίπλα. Πέρσι τα Χριστούγεννα η κουζίνα της, ο διάδρομος μας μοσχοβολούσε γαλλικές συνταγές. Δε νομίζω να ξέρετε τι σημαίνει, πρώτα Χριστούγεννα, χωρισμένη, διπλά, να γυρνάς και αντί να πηγαίνεις σπίτι σου, στο μαγκούφικο, να πηγαίνεις στο «σπίτι της - σου», σ΄εκείνο που μοσχοβολάει καταδεκτικότητα και Χριστούγεννα. Έξω κρύο, στην καρδιά ψόφος, και στην Ανθέων, κάπου στον έκτο, vanilla και να αχνίζει!
Δε θα πω για τα κοσμήματα, τα βιομηχανικά, δε θα πω για το κτίριο που τέτοιο άλλο δεν υπάρχει στην πόλη, όχι σήμερα. Δε θα σας πω για τα πράγματα που λατρεύει να κάνει. Θα σας πω μόνο ότι θα μάθω snowboard, από εκείνη μόνο, μόνο για εκείνη. Θα σας πω, ότι μόνο στο δικό της οδήγημα, 33 Φλεβάρηδες μετά, έχω αφεθεί να κοιμηθώ, έναν ύπνο παιδικό, πηγαίνοντας σε παιδικό παράδεισο, μου τον χάρισε κι αυτό. Κάπου που δεν πονάει καθόλου, δυο βήματα από τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας, μου μαθαίνει από την αρχή πώς είναι να περνάς τα καλοκαίρια. Και έχει υπομονή και διακριτικότητα. Αγαπά κάτι petites fours, ξέρει τι θα πει γκένκι και αφήνει το κινητό ανοιχτό είκοσι ολόκληρα λεπτά, για να ακούω τους James live. Η Σοφία μου, μου ξαναμαθαίνει να κατακτώ πράγματα, που κανονικά εμένα με πονάνε. Μου μαθαίνει να είμαι εγώ και να γελάω. Ένα όνειρο μας περιμένει, περασμένα τα 33, φορώντας όζες κίτρινες και σιελ, ξέρω ότι ένα όνειρο μας περιμένει.

to autonohto

Τι γίνεται όταν σε ένα νησί, τέρμα Θεού, οι ώρες αρχίζουν να κυλούν σε άλλο χρόνο! Να τρέχουν, να μην υπάρχουν πρωινές και βραδινές, και πάλι να μη σου φτάνουν! Τι γίνεται όταν χιλιοακουσμένα τραγούδια αποκτούν νέες ερμηνείες και νιώθεις την ανάγκη να στείλεις από το Αιγαίο, τραγούδι της Χαρούλας, σε φίλη στενή για να της δώσεις να καταλάβει το μέγεθος της κατάστασης. Τι γίνεται όταν εκείνος κι εκείνη βρίσκονται εκεί που δε χωράνε ούτε άλλοι, ούτε λέξεις, παρά μόνο σιωπές. Τι γίνεται όταν δε γίνεται τίποτα, αλλά νιώθεις τα πάντα? Τι γίνεται όταν γίνεται το "αυτονόητο"; Το "αυτονόητο" και η εγκράτεια σωματική και λεκτική ίσως... Όμως το "αυτονόητο" εκεί, και τίποτε πια το ίδιο. Κανονικά, εμένα προσωπικά ως φύση παρορμητική, θα με συγκινούσε η εγκράτεια. 33 Φλεβάρηδες μετά, έχω σοβαρές αμφιβολίες, πια. Όταν εμφανίζεται το "αυτονόητο" ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, ανάμεσα σε έναν με χαρισμένη αλλού ψυχή, και σε έναν με ψυχή ελεύθερη, και το "αυτονόητο" στριμώχνεται ανάμεσα τους, η απραξία δεν έχει κανένα νόημα. Το "αυτονόητο" όταν συμβαίνει, έρχεται να δείξει ότι αυτονόητα θα γεμίσει τα κενά, τα κενά που μέχρι να γνωρίσεις αυτόν τον άνθρωπο δεν ήξερες ότι υπήρχαν. Κι όταν αποζητάς το "αυτονόητο" ξανά και ξανά, ε τότε δεν κάνει νόημα η απραξία γιατί το μυαλό ζει ήδη σε τόπους αυτονόητα μοιχους...τι κι αν το πλοίο θα σε πάρει πίσω στον Πειραιά...το "αυτονόητο" το κουβαλάς μαζί, πια. Πώς θα κοιτάξεις αυτόν που μέχρι χθες κρατούσε την ψυχή σου; σε κάνει η απραξία, ήρωα; περασμένα τα 33 νομίζω ότι όταν συναντάς το "αυτονόητο", κράτησε το, αυτονόητα, από το χέρι...δε συμβαίνει αυτονόητα συχνά.
33 Φλεβάρηδες μετά έχω μάθει να σέβομαι το "αυτονόητο", κι ας έχω υπάρξει από τη λάθος μεριά. Το "αυτονόητο" υπάρχει για όλους αρκεί να αντέξεις να το σηκώσεις.
Sent from my BlackBerry® from Vodafone

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

E as Emilia

Πρωτοάκουσε για την ύπαρξη της, χειμώνα του 2007. Κρασιά, ταξιδεμένα σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, γυάλινο στρόγγυλο τραπέζι, κι ένας φωτισμός γλυκός. Την πρώτη της μπύρα τη γεύτηκε λίγες βδομάδες αργότερα, βαυαρέζικη χειροποίητη, ξύλινο το στρόγγυλο τραπέζι, κι ένας φωτισμός γλυκός. Την αποχαιρέτησε, αγέννητη ακόμη μέσα σ’ένα ασανσέρ ξενοδοχείου, έτσι απλά, άνοιξε η πόρτα η αυτόματη και βγήκε...αυτόματα, με μια καληνύχτα. Ένας όροφος για εκείνο το βράδυ, κι ένας ωκεανός μπήκε, ώρες αργότερα, ανάμεσα τους. Ένα κινητό που αναβόσβησε μήνες αργότερα, βράδυ Ιούνη, με το όνομά της, την έφερε, έστω και νοητικά, κοντά της!
Πρωινό Ιουλιάτικο, με μια ζέστη υγρή που εκείνη δεν τη φοβίζει, αντιθέτως μάλλον πρέπει να της προκαλεί ευεξία, γιατί έχει ρίζα στον αμερικάνικο νότο, με γυαλιά ροζ αλά Πέγκυ Γουγκενχαιμ κι ένα φορεματάκι τόσο η μαμά της, θρονιασμένη σε ένα βρετανικό καροτσάκι, με τους ανεμιστήρες να στροβιλίζονται αργά, νωχελικά, σ’ έναν χώρο βυζαντινό, παρατηρεί και περιμένει.
Καθισμένη σ’ένα στρόγγυλο τραπέζι με καπάκι μαρμάρινο, με φωτισμό φυσικό να φιλτράρεται από ξύλινα σκίαστρα, να αφήνει όλη την καθημερινότητα έξω, να αφήνει όλα αυτά που είναι για κείνη αυτή η πόλη, την παρατηρεί και περιμένει. Δυο κορίτσια που τα χωρίζουν 31 χρόνια και τα ενώνει ένα παρελθόν, παρατηρούν η μία την άλλη. Ένας καπουτσίνο φρέντο, ψωμάκια και πιρουνιές ομελέτας σ’ένα μικροσκοπικό πιατάκι μπροστά της, χυμός πορτοκάλι σε πλαστικό θερμός ντίσνευ, κι εκείνη σκαρφαλωμένη σε μια καρέκλα μουσειακού ντιζάιν, τσιμπολογά. Ένας φρέντο δε θα φτάσει, να καταπιεί η θεία της, γουλιά γουλιά τη συγκίνηση. Τη ρουφά με τα μάτια, καρφωμένα στα δικά της ολοκάστανα μάτια, ρουφά το βλέμμα της, το τόσο οικείο, της μαμάς της. Μιας μαμάς που για εκείνη, αυτήν των 33 Φλεβάρηδων περασμένων, είναι κεφάλαιο ζωής, η δική της μαμά είναι... η δική της Ανν. Δυο κορίτσια, καθισμένα δίπλα δίπλα παρατηρούν το χρόνο να τις κάνει να ανταμώνουνε ξανά, η μια ανυπόμονη κι η άλλη της υπομονής...ο μπαμπάς της...
Η μια αυτάρκης κι άλλη πιο αυτάρκης, η μικρή!, η μαμά της...
Την κοιτά να κατεβαίνει από την καρέκλα, σιγά σιγά, μεθοδικά, να τσουλά το βρετανικό καρότσι και να το παρκάρει πλάι στο πεζούλι, να το ευθυγραμμίζει με τα λευκά φανάρια, να σκαρφαλώνει εκεί μέσα, να απλώνει τα χεράκια, να ανοίγει το πορτάκι και να τοποθετεί εκεί, με απίστευτη σοβαρότητα, το θησαυρό...τα γυαλιά, το μπουκάλι, το καπέλο. Όλη η περιουσία της, ροζ ροζ, τακτοποιημένη σ’ένα ρεσσώ που κανονικά φτιάχτηκε για να είναι θησαυροφυλάκιο και την περίμενε εκεί υπομονετικά, να ρθει για να ζωντανέψει. Ένα θησαυροφυλάκιο που λίγο αργότερα θα φιλοξενήσει και λίγο πράσινο, την παιδική της αταξία, στιβαγμένη φύλλο φύλλο, γιασεμί και να μοσχοβολάει...
Γυρνάει το κεφαλάκι της, να πάρει την έγκριση ή όχι, από τον μπαμπά. Κάτι της λέει εκείνος, ότι δεν πρόκειται περί trash...αλλά αυτή τον κοιτά απορημένη, όλη η απορία ζωγραφισμένη στις αμυγδαλωτές ματάρες, να ξεχειλίζει, τα χεράκια ανοιχτά στην χειρονομία που ισούται με απορία, αφού εκεινής της έχουν πει ότι όποιος κάδος έχει τρύπα είναι για το trash, εξάλλου αυτή το ξέρει, το έχει δει και στο αεροδρόμιο, ξέρει αυτή, ο μπαμπάς της είναι που δεν ξέρει...
Θα κάνει στροφή επιτόπου, θα σκαρφαλώσει ανάλαφρα τα σκαλοπατάκια, το φουστανάκι να γέρνει προς τα μπροστά, θα χωθεί στο εσωτερικό...στον κλιματισμό, στο δερμάτινο καναπέ...ίσως στη δική της οικειότητα. Θα την καλέσει μέσα με το χεράκι απλωμένο, η χουφτίτσα να κοιτά προς τα πάνω και να ανοιγοκλείνει, να την καλεί. Προσπερνά τον καναπέ δεξιά, μάθημα με τον Ροτζώκο, σπρώχνει ανάλφρα την πολυθρόνα δεξιά, βράδυ με τον Theo και να γελά, πρωινό και να ανοίγει το άρωμα που θα είναι αυτή πια.
Σ΄έναν καναπέ δυο κορίτσια που τα χωρίζουν 31 χρόνια, σ έναν καναπέ να την παρατηρεί, να τη ρουφά, να μην τη χορταίνει, δυο μάτια αμυγδαλωτά να φέρνουν το βλέμμα της μαμά της, την ηρεμία του μπαμπά της, εκεί δίπλα της, έτσι απλά...
Εικοσι-έξι μήνες ζωής να τρέχουν εκστασιασμένοι έξω στο αίθριο. Να το τραπέζι, το τελευταίο, να και το πρώτο, να τη κι αυτή, να μην μπορεί να καταπιεί από θλίψη, από πεταλούδες...να την, κι αυτή, 33 Φλεβάρηδες μετά, να μην μπορεί να καταπιεί τον φρέντο από συγκίνηση, από όλα αυτά που είναι για εκείνη, η Εμίλια, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, να τρέχουν πάνω κάτω στις μαρμάρινες πλάκες του αίθριου της ζωής της.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Jo as Sarah Key

Χειμώνα τη γνώρισα, υπερενργετική μου φάνηκε. Στο βάθος τζαζ, μια κράτηση να περιμένει, ο Κωστάκης με μια μπλούζα θεική, κρασιά, όλα μια χαρά κι εκείνη μπριζωμένη. Μα γιατί δε μας αφήνει να πιούμε το chardonnay με την ησυχία μας; ψηλή με μια ωραία φράντζα. Μητροπόλεως.
Χειμώνας πάλι, σε ένα καφέ πιο κλασικό ξεκινήσαμε με καφέδες και καταλήξαμε σε malt whiskey και στο ποιος γιατρός θα μου ανοίξει το διαφραγμα. Πρ. Κορομηλά.
Ο Κωστάκης επέστρεψε στην Αθήνα, εκείνη πάλι επέστρεψε για καφέ στην Καρόλου Ντηλ. Είναι η θετική ενέργεια προσωποποιημένη! Έχει κι ένα άλλο μαγικό, δεν ξέρω πώς όλο πιάνεις τον εαυτό σου να σ'αφήνει μιλάς για τα δικά σου. Μια ερώτηση της κανείς, κάτι να τη ρωτήσεις κι αυτήν, κάτι, πώς είναι ρε παιδί μου!, τσουπ πάλι για σένα μιλάτε! Γελάει με ενα γέλιο παιδικό, εφηβικό, με κάτι ανάμεικτο, σούπερ τραβηχτικό, κάνει και κάτι φάτσες πικάντικες. Όλα στη σωστή δοσολογία, αυτή που σε κάνει να πέφτεις στο λεπτό! Βάζει και κάτι τελείες με παύσεις και ξαναξεκινάει εκεί που δεν το περιμένεις. Ορμητικά. Πριν ενα δευτερόλεπτο με τα χειλάκια κλειστά, σκεπτικά. Επεξεργασία. Και μετά χείμαρρος. Γελάει. Φοράει μοβ. Φοράει γκρι. Φοράει θαλασσί. Σα να βγήκε απο τα κοριτσάκια της Sarah Key!
Τις Παρασκευές τα μεσημέρια, πίσω στο '80, με περίμενε ένα φακελάκι με αυτοκόλλητα Sarah Key, ακουμπισμένο με τρυφερότητα πάνω στο γραφείο μου. 33 φλεβάρηδες μετά, η δική μου Sarah Key με περιμένει για καφέ! Λειτουργεί ενίοτε και σαν Tinkerbell. Μαργαριτάρι θαλασσινό, μια στάλα ηφαιστείου και κάτι ασήμι που τσιμπάει σε δεύτερο χρόνο, σε μια χρυσή κλωστή ξυπνούν και πλαγιάζουν μαζί.
Κινούμενα σχέδια που κανονικά πονάνε, δίπλα σε εκείνη, μόνο δίπλα σε εκείνη, γλυστράνε μπροστά στα μάτια μου μαλακά. Χεράκι βυθισμένο σε αλατισμένο κουβά τίγκα ποπ κορν που επί μιάμιση ώρα λικνίζεται αριστερά δεξιά για να μη μείνει καμία παραπονεμένη. Το έχει σκεφτεί κι αυτό. Η Sarah Key σκέφτεται κι αυτό! Καθισμένη σε μια αίθουσα πολυεθνικού μούλτιπλεξ σε μια πόλη βυθισμένη στην υγρασία, τα κορναρίσματα και με τις εκπτώσεις προ των πυλών, με παπουτσάκια διαφανή κι ενα πανέμορφο κρυσταλλάκι να αστράφτει σε χρώματα ονειρικά, βουτάει τα χεράκια της στο πιο μεγάλο μέγεθος κουβά ποπ κορν. Του έχει αδυναμία.
Μια Sarah Key εξικιωμένη με την τεχνολογία, που στέλνει μηνύματα ηλεκτρονικά για να υπενθυμίσει ότι εκείνης δεν της ξεφεύγει το παραμικρό, κι ας ακουγόταν το γέλιο σε όλη την αίθουσα. Κάτι μου λέει, μου γράφει, ότι δεν ήσουν καλά, και εσένα σου πάει να γελάς.
33 φλεβάρηδες μετά η δική μου, καταδίκη μου Sarah Key, μπορεί απλώς καθισμένη πλάι μου σε μια σκοτεινή αίθουσα προβολής να ψυχανεμίζεται πράγματα! Ούτε ο εσπρέσσο, ούτε το ποπ κορν αποπροσανατολίζουν τη Sarah Key. Λιχουδιές, ξέχασα να προσθέσω τις λιχουδιές. Τα αυτοκόλλητα της παιδικής μου ηλικίας αντικαταστάθηκαν 33 Φλεβάρηδες μετά με λιχουδιές. Treat or trade με ρωτάει η Sarah Key. Ξέχασα να σας πω ότι κανονικά, το χαμόγελο της μετριέται σε γλυκά! μετριέται μόνο με ξυλάκια τυλιγμένα σε ροζ λιωμένη ζάχαρη. Αμέτρητες κλωστούλες τρυφερού, αχνού ροζ, σβουριχτά τυλιγμένες γύρω απο ανοιχτόχρωμο ξυλάκι. Αυτό. 'Ενα μεσημέρι της εβδομάδας μου, το κρατάω, περασμένα τα 33, στο χέρι, το Ροζ! και να κολλάει ζάχαρη. Αυτό.
Sent from my BlackBerry® from Vodafone

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

K as Kostis

Χειμώνας, απογευματινοί, τελευταία ώρα γυμναστική...να ήταν Πέμπτη, να ήτανε Παρασκευή, δε θυμάμαι. Μέρες κοντές, άσπρα φώτα από τα παράθυρα να φωτίζουν έμμεσα την αυλή. L'empire des lumiéres, Magritte, αυτό. Οι μόνες σχολικές ώρες που θυμάμαι με νοσταλγία, ξεχείλιζαν ήδη νοσταλγία και ρετρό, από τότε. Παίζαμε Βόλλευ, φορούσα Bordeaux φόρμα, εκείνος...δε θυμάμαι! Το γέλιο του θυμάμαι. Μια παρτίδα βόλλευ, τον έβαλε στη ζωή μου. Γυμνάσιο, ήταν παναθηναϊκός, δεν ήτανε συχνά τέτοια φρούτα στο 14ο. Είχε ήδη προλάβει να χτίσει και μια ιστορική μνήμη...ελέφαντα. Θυμότανε κάτι επεισόδια που συνέβαιναν στον Ηρόδοτο, στον Ξενοφώντα, στους Περσικούς πολέμους, με την ευκολία που εμείς οι άλλοι θυμόμασταν επεισόδια στην «Τόλμη και γοητεία». Αldebaran...πότε ναι, πότε όχι. Στην «αλυσίδα» της νιότης μας, η Κατερίνα να τον ρωτάει ερωτήσεις Foibe’s κι εκείνος να μας διηγείται αξημέρωτα ξυπνήματα για κυνήγι. Ακόμη ονειρεύομαι να περπατάω μέσα στην υγρασία, να σκουντουφλάω στα αξημέρωτα μονοπάτια, μόνο και μόνο για τα τσιμπούσια με τον μπαμπά του, εδώ και είκοσι χρόνια εξακολουθώ να πιστεύω ακράδαντα ότι τα καλύτερα χωριάτικα λουκάνικα θα τα φάω με τον μπαμπά του. Όπως επίσης και ότι την καλύτερη Heineken θα την πιω κάπου στην Ευρυτανία και όχι στη ζυθοποιεία του Amsterdam. Αν κάτι ξέρω περασμένα τα 33, είναι ότι θέλω να πάω για κυνήγι για να γευτώ επιτέλους εκείνα τα λουκάνικα και την πράσινη!
Τον κοιτούσα χτες, να κάθεται εκεί απέναντι μου, φορούσε Bordeaux, ένα Bordeaux ανάμεσα στο πράσινο της Αγγελικής και το μπλε του Κώστα. Του πάει το Bordeaux. Με φόντο το γαλάζιο. Περασμένα τα 33, μια χούφτα από τους παιδικούς μου πιο στενούς στενούς φίλους, αναρωτιέται γιατί ακόμη δεν έχουμε κάνει ιστιοπλοϊα. Γιατί η ιστιοπλοϊα ξεκινάει στα early 30’s, just been singles again, after the first divorce, εξηγεί. Γελάω, μ’ένα γέλιο παιδικό, μόλις με φωτογράφισες, του λέω! Αποφασίστηκε κοινή συναινέσει, να πάω να γραφτώ στο ΝΟΘ ως «η αυτή που δεν τη φοβάται κανείς», και ως η πρώτη «single again», ώστε του χρόνου να τους οργανώσω τουρ εν πλω.
3ήμερα, τους λέω, μόνο 3ήμερα, γιατί εγώ δε πετάω στη θάλασσα 20 χρόνια φιλίας, θα σκοτωθούμε, κάτι ο ήλιος, κάτι τα mojitos, κάτι το απέραντο γαλάζιο, κάτι ότι «έχω τα νεύρα μου τελευταία», είναι σίγουρο θα σφαχτούμε και δε μας παίρνει, τουλάχιστον εμένα δε με παίρνει, περασμένα τα 33, να το κάψω το καλό το χαρτί! Φραπέδες, milkshake μπανάνας, βανίλιας, γρανίτες και μπισκότα σοκολάτας. Σ’ ένα τραπέζι γεμάτο χρώματα, μ’ εμένα να πίνω φραπέ αντί για κάτι πρωτότυπο, μεσημέρι Σαββάτου καλοκαιρινό, με όλη τη θεσσαλονίκη να λιώνει στα beach bars της Χαλκιδική, συγκεντρωμένη στο θαλασσί, μια χούφτα οικειότητα.
Περπατάω δίπλα σ’ ένα Bordeaux, σ’ ένα χρώμα που το γνωρίζω σχεδόν 20 χρόνια. Περπατάω μ’ένα κίτρινο λεμονί, σαγιοναρίτσες, σορτσάκι παραλλαγής, και ασορτί κίτρινη όζα. Με πειράζει, υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση για εκείνον που με ξέρει από δεκατεσσάρων. Ξέρει πώς πρέπει να περάσω και από το κίτρινο. Κανονικά, το κίτρινο, δεν είμαι εγώ...εγώ είμαι εκείνη που κάθεται στη βεράντα του, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, όχι συχνά, ανάμεσα στους πιο στενούς, είμαι εκείνη που εκστασιάζεται με ένα συγκεκριμένο gadget που έχει στο σπίτι του. Στο σπίτι του, έχουμε κάνει τα πιο ωραία, ανέμελα πάρτυ περασμένα τα πρώτα –άντα. Στο σπίτι του, καπνίζω πούρα, μόνο εκεί, στην οικειότητα, γιατί μόνο η οικειότητα βλέπει πίσω από το κίτρινο, το στενό t-shirt, το fancy, το επιμελώς ατημέλητο ή το επιμελώς περιποιημένο.
Περπατάμε στη Σοφούλη, έχω μια φαεινή ιδέα, θέλω να ανταλλάξω κάτι, σκέψου το, του λέω, μόνο για το καλοκαίρι! Ο χρόνος τώρα πια μας πιέζει, αντί για μπυραρίες, σούπερ μάρκετ, αντί για συναισθηματικά, συζητήσεις για υποτροφίες. Τον αποχαιρετάω έξω από τον Βασιλόπουλο. Χαμογελάω, εκεί μέσα στον Βασιλόπουλο, Σάββατο απόγευμα, περιπλανιέται ένας από τους πιο πιο στενούς μου φίλους. Χαμογελάω, 33 Φλεβάρηδες μετά, χαμογελάω γιατί υπάρχουν φιλίες με ονομασία προέλευσης. Και οι άτιμες παλιώνουν ωραία, πολύ ωραία! Ξεκάθαρα!