Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

T as Tommy

Πρώτα γνώρισα το γραφικό του χαρακτήρα πάνω σε κίτρινο φάκελο, από αυτούς με τη φούσκα εσωτερικά. Τον είχε διαλέξει, το φάκελο το συγκεκριμένο, για να μην πληγωθεί το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο ερχόταν από το Μιλάνο. Μέσα σ’ εκείνον εκεί το φάκελο βρισκόταν η σοδειά του μήνα για εκείνην, την αδερφή του. Όλο το μηνιαίο design του Μιλάνο, ταξίδευε ευλαβικά κάθε μήνα προς Θεσσαλονίκη. Λίγα χρόνια αργότερα οι babaloo φάκελοι απάνω τους έγραφαν London. Ο τελικός στόχος ήταν να γράφουν Νέα Υόρκη.
Δεν έγινε ποτέ. Όταν καμιά φορά καθόμαστε απέναντι ο ένας από τον άλλο και ένα λευκό γαλακτερό κρύσταλλο μας χωρίζει, τον σκέφτομαι τότε, πριν 15 χρόνια, σχεδόν να ετοιμάζει τις βαλίτσες του για εκεί. Ποτέ δεν κατάλαβα τι έγινε και δεν πήγε...μα ποτέ! 33 Φλεβάρηδες μετά κι ενώ πίνουμε αχτύπητους φραπέδες, καθισμένοι σε σκαμπό που είναι τόσο αυτός, απλά, με σχεδιασμό που δε φαίνεται εξαρχής, με μια δύναμη εσωτερική και με μια γαλήνη...ναι! και τα σκαμπό μπορούν να αποπνέουν γαλήνη!, τον παρατηρώ, μόλις έβαλε τελεία στην εργένικη ζωή του. Στο βιομηχανικό σχεδιασμό υπάρχει ένα σημείο χρονικό που ο σχεδιαστής βάζει τελεία. Υπάρχει μια στιγμή που ο πειραματισμός τελειώνει, που το αντικείμενο φεύγει από τα χέρια του δημιουργού και αρχίζει να ζει τη δική του πλέον ζωή. Η τελεία όμως αυτή, παραδόξως δεν πονάει. Έτσι κι εκείνος, παραδόξως δεν πονάει, πίκρα καμιά, όχι για την εργένικη ζωή μα για το όνειρο της Νέας Υόρκης, το όνειρο των 15 χρόνων πίσω. Τον κοιτούσα την Παρασκευή στις πρώτες ερασιτεχνικά βγαλμένες φωτογραφίες του γάμου του. Τόσο αυτός!!! Του είπα αυθόρμητα...ένας μιλανέζος Ζορμπάς, αυτό είσαι τελικά!!! Τον ανακάλυψα να παντρεύεται ελληνικά, σχεδόν παραδοσιακά, σ’ένα γλέντι διονυσιακό, να φορά κόκκινα camperάκια, τζην που ξεχείλιζε μιλανέζικη γοητεία και μανσέτες που μόνο Ιταλοί μπορούν να δημιουργήσουν. Φυσικά και τις ανακάλυψε, το Domus υπήρξε σπίτι του και στα Navigli υπάρχει μια πιτσαρία! Στο Πήλιο, τους καλεσμένους τους, τους κέρασε κάτω από τρία θεόρατα πλατάνια, πηλιορείτικη κουζίνα, κρασιά και μπύρες! Τη γυναίκα του, αυτός ο Μιλανέζος – Έλληνας την παντρεύτηκε μέρα μεσημέρι, στην πλατεία του χωριού, ακριβώς όπως το ονειρεύτηκε, εκείνη να φοράει κόκκινο της χαράς,μεταξωτό φορεματάκι, μια κατακόκκινη ζέρμπερα στα μαλλιά και μια στάλα γιαπωνέζικου κιμονό να σπάει τη χαρά!
Χτυπούσε παλαμάκια 18 ώρες, μου εκμυστηρεύτηκε. Τον είδα και τον απήλαυσα, ένας Μιλανέζος πάνω σε μια καρέκλα ξύλινη παραδοσιακού καφενείου, ένας μιλανέζος που έχει βραβευτεί για την τελείως πρωτοπόρα σε υλικά πολυθρόνα του, χρόνια πριν, σκαρφαλωμένος χρόνια μετά, να χτυπά παλαμάκια στη γυναίκα του και να λάμπει! πάνω σε μια καρέκλα ελληνικού καφενείου!
33 Φλεβάρηδες μετά, Παρασκευή με καιρό θεοπάλαβο, με Ελληνάρες να γκαζώνουν προς την ταλαίπωρη Χαλκιδική, με μια κρίση να μας ταλανίζει αόριστα, με τα νεύρα ολονών κρόσσια, εκείνος με απογείωσε, γιατί? Γιατί δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να συμφιλιώνεσαι με τον εαυτό σου, να τον ακούς και να τον αποδέχεσαι και να ζεις τη ζωή με το δικό σου μοναδικό τρόπο. "Χρυσόστομε", του λέω, " είχε ψυχή, ο γάμος σου!", είχε τη δική του προσωπική σφραγίδα, όπως εξάλλου και ότι σχεδιάζει εκείνος. Κανονικά τον λένε Τόμυ, και επέλεξε μια κανονική ζωή, με κανονικές Παρασκευές και κανονικούς, με το δικό του μέτρο κανονικούς, φίλους.
Του πήγα μια διπλά ανθισμένη ορχιδέα με ανθισμένες ευχές για εκείνον και την Κατερίνα του. "30 δευτερόλεπτα κάτω από τρεχούμενο νερό", του είπα.
"Θα τα καταφέρετε", του χαμογέλασα.
"Είμαι σίγουρη!", συμπλήρωσα. "Και άμα πέσουν τα λουλούδια, μη φρικάρεις, θα ξαναβγούν γιατί θα αδημονούν να σας γνωρίσουν!"
Το ξέρω, 33 Φλεβάρηδες μετά, ξέρω πράγματα από το στομάχι. Με φίλησε, φιλί μεστό, 15 χρόνων. Είμαστε εδώ, στη Θεσσαλονίκη μας!