Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

L as Local=topikothta

Μήνας Απρίλης, γκρι. Βροχή. Παύση. Βροχή. Πώς φτάσαν να αναλύουνε τους μήνες σε δεκαήμερα! Δεν το φανταζόντουσαν. Όχι αυτές! αυτές κανονικά το πάνε ορθολογιστικά. Κανονικά...τι είναι το κανονικά? Τώρα το πάνε μεταφυσικά, μπλέξανε με το ποιο είναι πριν και πιο είναι μετά! Παραλία. Τρίτη του Πάσχα, πόλη άδεια. Ανηφορίζουν από το συντριβάνι. Ξαρχάκος, ο αδερφός της φοιτητής. Όταν τις σπάνιες πια φορές που περνάει από κει, εκείνον σκέφτεται, πάντα, φοιτητή. Αγγελάκη, βροχή, ακρόαμα, παλιά, πιο παλιά? Σινεμά!
Βέρντι ανακαινισμένο. Ζώγια, τσάι και συμπάθεια. Το πτυχίο της Μαρίας, εκείνη μ’έναν δερμάτινο κροκί. Εγνατία, φωτογραφείο, ζευγάρια. Υπάρχουν? Με φόντο τον πύργο, τα κάστρα, τη θάλασσα, το Βυζαντινό. Υπάρχουν? Κορνίζα ασημί. Είναι απαραίτητη? βοηθάει το ασημί?
Εγνατία.
Βροχή. Καφέ με πράσινες ομπρελίτσες, να φαίρνει Αθήνα. Πολύ. Εσπρέσο διπλός. Πορσελάνη γραμμένη εσωτερικά, να φωλιάζει μέσα της, εκτός από την αδυναμία και μια ερμηνεία. Τοπικότητα. Ωραία λέξη. Σκέφτεται το μεταπτυχιακό με φόντο το Αιγαίο, τοπικότητα...ωραία λέξη.
Χαρτιά εκτυπωμένα. Το μετρό του Μεδιολάνου, ένα φλυτζάνι που εξηγεί την «τοπικότητα», να συγκρατεί με το απειροελάχιστο βάρος του, και τα όνειρα τους. Μερικά γραμμάρια, μεταφορικά, και μερικές ώρες, κυριολεκτικά, τις χωρίζουν από το ταξίδι. Θαλασσί με φόντο το γκρι, το βρεγμένο, την επιστρέφει εκεί, στην τοπικότητα. Εκεί, ακριβώς δίπλα της, μια μέρα ουδέτερη, μετά από μια μέρα εξαιρετική, η ζωή αποφασίζει να καθίσει δίπλα της για να της πει.... «ακόμη δεν είδες τίποτα», «δες πόσα μπορώ να κάνω!», «μπορώ ακόμη να σε αφήνω άναυδη, κι εσένα που έχεις γίνει υπεροπτική, ναι εσένα, 33 Φλεβάρηδες μετά, εσένα που δήλωσες ότι σε ρίξανε από τον έκτο και άντεξες, εσένα που δήλωσες πώς όλα πια τα περιμένεις...ε, να πάρε για να χεις...Διαχείριση, καλύτερα το εσωτερικό του φλυτζανιού να εξηγούσε τη διαχείριση...
Τοποθετεί τα Α4, ξανά και ξανά, το ένα πάνω στο άλλο, να συγκεντρωθεί στις στάσεις, πόσες χωρίζουν το σημείο Α από το σημείο Β, αλλαγή μία πρέπει να κάνει. Θα την κάνει τη διαχείριση, να μου το θυμηθείς!
Γιατί δε χαμογελάει?
Στο Duomo, θα πάρει την κίτρινη γραμμή.
Γιατί δε χαμογελάει?
Τρεις γάμοι. Δώρα. Ο τέταρτος θα είναι και ο πιο αδικημένος...στα δώρα, εξηγεί. Φλυαρεί. Στον πρώτο το δώρο ήταν μούλτι κούλτι, σαν αυτούς, για να μοσχοβολάνε τα πρωινά και να μοιάζουν σαν αυτά της διαφήμισης, ήταν και αυτόματη, αλλά η ζωή δεν είναι διαφήμιση, μπορεί όμως να γίνει τέχνη! Το μαθε στα 32!
Πίσω στην «τοπικότητα», του εξηγεί, η τέταρτη χωρίς δώρο ακόμη, στην ουσία δεν το χρειάζεται, όμως, 33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη το ξέρει. Κατερίνα, εσύ το ξέρεις?
Μα γιατί δε χαμογελάει?
Άνεση, αέρας, αέρας, φυσάει. Αυτήνης της έμειναν τα μοσχοβολιστά πρωινά, δεν τα ετοιμάζει στο μούλτι κούλτι, αλλά στο άλλο το βιδωτό, στης Bialetti..., εξάλλου αποφάσισε ότι τα ερασιτεχνικά είναι τα καλύτερα, η Νάντια το ξέρει, τα ερτζιανά πρέπει να είναι ερασιτεχνικά.
Πίσω πάλι...ευτυχώς θέλει να πει, της ζωής...ευτυχώς!!!
Πράσινο λαδί. Βροχή.
Πόρτα θεόρατη ψηλή. Ήχος μεστός. Έξω σκοτάδι, μέσα φως.
Περπατά, περπατά, περπατά. Φορεματάκι γκρι, τούλι αχνό. Σκάλα κατηφορική, εκεί μπροστά κι όμως για κείνη ανηφοριά.
Τα πράγματα κανονικά είναι απλά, πολύ απλά.
Κανονικά οι πόρτες θα ‘πρεπε να ανοίγανε σα στα παραμύθια, αλλά ο Στέλιος είναι μακριά. Κι εκείνη, 33 Φλεβάρηδες μετά, πρέπει τις πόρτες να μάθει να της ανοίγει μόνη της, πια.
Ευτυχώς!

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

T as Tommy

Πρώτα γνώρισα το γραφικό του χαρακτήρα πάνω σε κίτρινο φάκελο, από αυτούς με τη φούσκα εσωτερικά. Τον είχε διαλέξει, το φάκελο το συγκεκριμένο, για να μην πληγωθεί το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο ερχόταν από το Μιλάνο. Μέσα σ’ εκείνον εκεί το φάκελο βρισκόταν η σοδειά του μήνα για εκείνην, την αδερφή του. Όλο το μηνιαίο design του Μιλάνο, ταξίδευε ευλαβικά κάθε μήνα προς Θεσσαλονίκη. Λίγα χρόνια αργότερα οι babaloo φάκελοι απάνω τους έγραφαν London. Ο τελικός στόχος ήταν να γράφουν Νέα Υόρκη.
Δεν έγινε ποτέ. Όταν καμιά φορά καθόμαστε απέναντι ο ένας από τον άλλο και ένα λευκό γαλακτερό κρύσταλλο μας χωρίζει, τον σκέφτομαι τότε, πριν 15 χρόνια, σχεδόν να ετοιμάζει τις βαλίτσες του για εκεί. Ποτέ δεν κατάλαβα τι έγινε και δεν πήγε...μα ποτέ! 33 Φλεβάρηδες μετά κι ενώ πίνουμε αχτύπητους φραπέδες, καθισμένοι σε σκαμπό που είναι τόσο αυτός, απλά, με σχεδιασμό που δε φαίνεται εξαρχής, με μια δύναμη εσωτερική και με μια γαλήνη...ναι! και τα σκαμπό μπορούν να αποπνέουν γαλήνη!, τον παρατηρώ, μόλις έβαλε τελεία στην εργένικη ζωή του. Στο βιομηχανικό σχεδιασμό υπάρχει ένα σημείο χρονικό που ο σχεδιαστής βάζει τελεία. Υπάρχει μια στιγμή που ο πειραματισμός τελειώνει, που το αντικείμενο φεύγει από τα χέρια του δημιουργού και αρχίζει να ζει τη δική του πλέον ζωή. Η τελεία όμως αυτή, παραδόξως δεν πονάει. Έτσι κι εκείνος, παραδόξως δεν πονάει, πίκρα καμιά, όχι για την εργένικη ζωή μα για το όνειρο της Νέας Υόρκης, το όνειρο των 15 χρόνων πίσω. Τον κοιτούσα την Παρασκευή στις πρώτες ερασιτεχνικά βγαλμένες φωτογραφίες του γάμου του. Τόσο αυτός!!! Του είπα αυθόρμητα...ένας μιλανέζος Ζορμπάς, αυτό είσαι τελικά!!! Τον ανακάλυψα να παντρεύεται ελληνικά, σχεδόν παραδοσιακά, σ’ένα γλέντι διονυσιακό, να φορά κόκκινα camperάκια, τζην που ξεχείλιζε μιλανέζικη γοητεία και μανσέτες που μόνο Ιταλοί μπορούν να δημιουργήσουν. Φυσικά και τις ανακάλυψε, το Domus υπήρξε σπίτι του και στα Navigli υπάρχει μια πιτσαρία! Στο Πήλιο, τους καλεσμένους τους, τους κέρασε κάτω από τρία θεόρατα πλατάνια, πηλιορείτικη κουζίνα, κρασιά και μπύρες! Τη γυναίκα του, αυτός ο Μιλανέζος – Έλληνας την παντρεύτηκε μέρα μεσημέρι, στην πλατεία του χωριού, ακριβώς όπως το ονειρεύτηκε, εκείνη να φοράει κόκκινο της χαράς,μεταξωτό φορεματάκι, μια κατακόκκινη ζέρμπερα στα μαλλιά και μια στάλα γιαπωνέζικου κιμονό να σπάει τη χαρά!
Χτυπούσε παλαμάκια 18 ώρες, μου εκμυστηρεύτηκε. Τον είδα και τον απήλαυσα, ένας Μιλανέζος πάνω σε μια καρέκλα ξύλινη παραδοσιακού καφενείου, ένας μιλανέζος που έχει βραβευτεί για την τελείως πρωτοπόρα σε υλικά πολυθρόνα του, χρόνια πριν, σκαρφαλωμένος χρόνια μετά, να χτυπά παλαμάκια στη γυναίκα του και να λάμπει! πάνω σε μια καρέκλα ελληνικού καφενείου!
33 Φλεβάρηδες μετά, Παρασκευή με καιρό θεοπάλαβο, με Ελληνάρες να γκαζώνουν προς την ταλαίπωρη Χαλκιδική, με μια κρίση να μας ταλανίζει αόριστα, με τα νεύρα ολονών κρόσσια, εκείνος με απογείωσε, γιατί? Γιατί δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να συμφιλιώνεσαι με τον εαυτό σου, να τον ακούς και να τον αποδέχεσαι και να ζεις τη ζωή με το δικό σου μοναδικό τρόπο. "Χρυσόστομε", του λέω, " είχε ψυχή, ο γάμος σου!", είχε τη δική του προσωπική σφραγίδα, όπως εξάλλου και ότι σχεδιάζει εκείνος. Κανονικά τον λένε Τόμυ, και επέλεξε μια κανονική ζωή, με κανονικές Παρασκευές και κανονικούς, με το δικό του μέτρο κανονικούς, φίλους.
Του πήγα μια διπλά ανθισμένη ορχιδέα με ανθισμένες ευχές για εκείνον και την Κατερίνα του. "30 δευτερόλεπτα κάτω από τρεχούμενο νερό", του είπα.
"Θα τα καταφέρετε", του χαμογέλασα.
"Είμαι σίγουρη!", συμπλήρωσα. "Και άμα πέσουν τα λουλούδια, μη φρικάρεις, θα ξαναβγούν γιατί θα αδημονούν να σας γνωρίσουν!"
Το ξέρω, 33 Φλεβάρηδες μετά, ξέρω πράγματα από το στομάχι. Με φίλησε, φιλί μεστό, 15 χρόνων. Είμαστε εδώ, στη Θεσσαλονίκη μας!

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

grigio A- rosso i

Το γνώρισα άνοιξη του ‘ 94. Ήταν αργό, δεν το ήξερα και έφερνε τον άγνωστο κόσμο μέσα στο δωμάτιο. Τοίχοι στο χρώμα του παγωτού φιστίκι, κουρτίνα voile ιδίας αποχρώσεως κι ένας ήλιος να λάμπει, αυτά θυμάμαι. Τα υπόλοιπα ήταν ασπρόμαυρα, και όπου κανονικά είχε φωτογραφία, εμένα μου έβγαζε ένα τετράγωνο πλαισιάκι, άδειο, συμπλήρωνες με τη φαντασία. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό...να συμπληρώνεις με τη φαντασία...ενώ ήξερες ότι είχε κάτι, εκεί πίσω είχε κάτι, αλλά η γραμμή ήταν αργή και δεν τη σήκωνε τόση πληροφόρηση. Αυτά! Σύνδεση μέσω πανεπιστημίου και ο χαρακτηριστικός ήχος του dial up. Γκρι ανοιχτό, atari. Σεπτέμβρη του ’94 περασμένα μεσάνυχτα βούτηξα. Chat on line, σε χρόνο πραγματικό, έφερναν τα λιβάδια της ανατολικής ακτής στο δωμάτιο μας, δεκαέξι αεροπορικές ώρες εκμηδενίζονταν...θεϊκό!!!!
Άπειρες συνομιλίες και γράμματα ηλεκτρονικά, να μεγαλώνουμε χωριστά, εγώ εδώ, εκείνος εκεί, και όμως δίπλα δίπλα. Μεγάλη συντροφιά, γιατί τα ταξίδια στις ονειρεμένες ακτές είναι ωραία, πολύ ωραία και δεν τα αλλάζω με τίποτα στον κόσμο, αλλά πάνε πακέτο και με πολύ μοναξιά στα ενδιάμεσα. Τα ενδιάμεσα λοιπόν, αυτά τα άχαρα, τα ουδέτερα που είναι όμως η καθημερινότητά μας, τα χώσαμε στο διαδίκτυο. Εμείς ως οικογένεια εκεί γελάμε, εκεί εκμυστηρευόμαστε, εκεί, τα πάντα εκεί. Να, στρίψε λίγο την κάμερα να δω το καινούριο σπίτι, να πλησίασε στο παράθυρο, να δω πώς φαίνεται από τον 52ο, αχ βγες στο μπαλκόνι να δω το χιόνι, να ο Alex στον ουρανό του Mitte. Το atari του Θερμαϊκού έγινε mac του Βερολίνου, και κατέληξε κατακόκκινο i-book μέρα της γιορτής μου στη Χαλκιδική. Είναι ο ομφάλιος λώρος που συνδέει εμένα με εκείνον που λείπει πολλά μίλια μακριά. Και ναι είναι το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ. Γιατί? Γιατί 33 Φλεβάρηδες μετά, μέσα από αυτό και χάρη στην τεχνολογία διαβάζω την Έλενα να μαζεύει την πραμάτεια της. Το πρώτο κεφάλαιο της Τήλου θα κλείσει σε λίγες μέρες. Τον πρώτο μας καφέ, θα τον πιούμε σ’ένα μέρος κατάλευκο με μόνη παραφωνία, το κατακόκκινο. Υπάρχει λόγος, θα θέλω να ρουφήξω Αιγαίο, το δικό της όμως.
Αυτό το κατακόκκινο μου έφερε πίσω τον Εμίλ και ζωντανά, σβουριχτά φιλιά στα μάγουλα, βράδυ κανονικό και όχι εικονικό. Αυτό το κατακόκκινο, μου έφερε πίσω φίλους που τους άφησα παιδιά και γίνανε θαλασσόλυκοι, να πίνουμε εσπρέσο με τον Παύλο στη Νίκης, χρόνια μετά. Αυτό το κατακόκκινο, ομολογώ ότι είναι η πρώτη μου κίνηση το πρωί, να ανοίγει ήδη την ώρα που πάω να φτιάξω τον πρώτο εσπρέσο της μέρας και το τελευταίο που κλείνει όταν γυρνάω πίσω τα βράδια, να έτσι για να πάρω τον απόηχο, το καληνύχτα από την έξοδο που μόλις έκλεισε.
33 Φλεβάρηδες μετά, το κατακόκκινο μου μεταφέρει Χαρούλα Αλεξίου, από την Τήλο με αγάπη, φωτογραφίες της Αντριάννας να μεγαλώνει, απρόσμενους καφέδες γιατί ο Κωστάκης έγραψε στο FB, SKG και νέους φίλους όπως τη Joanna να με ταϊζει snickers στον όμιλο. Αυτό το κατακόκκινο με έσωσε όταν το Κ750ι το ρούφηξε η μαύρη τρύπα. Περασμένα τα 33, το κατακόκκινο με φέρνει πιο κοντά στους φίλους μου, το ανοίγω με αδημονία να μάθω τα νέα των Αθηνών, να μάθω αν η Vale αντέχει τη ζέστη στο Μιλάνο, αν ο X-man θα βγάλει το καλοκαίρι, αν ο Όλυμπος είναι εκεί που τον άφησα!!! Το κατακόκκινο μετέτρεψε γνωστούς σε εν δυνάμει φίλους.
33 Φλεβάρηδες μετά όμως, δύναμαι να κλείνω αποφασιστικά μπαμ και κάτω το κατακόκκινο, γιατί η ζωή είναι αλλού, είναι εκεί έξω μ’εσάς κι εγώ ψοφάω για φωτοσύνθεση, αλμύρα, εσπρέσο και να κοιτάω τους φίλους μου στα μάτια!
Μμμμ, αυτά! Οκ, οκ, το κατακόκκινο είναι πάντα σε sleeping mode☺I confess...

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

S as Stylianos

Πρωτοάκουσα τη φωνή του βράδυ Αυγουστιάτικο του ‘95, έψαχνε τον αδερφό μου, σε λίγες μέρες έφευγε στην Καλιφόρνια, η φωνή του παλλόταν από ενθουσιασμό, σε λίγες μέρες θα έκανε κι ένα πάρτυ. Σ’ εκείνο λοιπόν το πάρτυ που κανονικά ήταν πάρτυ αποχαιρετιστήριο για φίλους παλιούς, για εμένα ήταν εναρκτήριο. Μπήκα στη ζωή του κι εκείνος στη δική μου. Ο Τάσος έγινε, ο μεγάλος του αδερφός κι εγώ ως αδερφή του αδερφού, κι η δική του μικρή αδερφή. Το Δεκέμβρη του ’95 έκανα το πρώτο attend στα επικά πρωτοχρονιάτικα πάρτυ του Στέλιου. Αυτός, το πώς βάλαμε το ’96, δε δύναται να το θυμάται διότι πέρα από το τζάκι που έκαιγε, έκαιγε και το νερό... Καλοκαίρι του ’96, Ιούνη, συνάντησα μικρό και μεγάλο αδερφό στη γη της επαγγελίας. Η πρώτη μας κάθοδος στο scenic route 1 διήρκεσε το διπλάσιο από τον αναμενόμενο χρόνο, διότι αν κάτι μας χαρακτηρίζει ως οικογένεια, είναι το «κάνουμε ό,τι θέλουμε». Δεν υπήρξε φορά που κάποιος να μην αναφώνησε «ααααα!!!» και να μην τραβήχτηκε χειρόφρενο. Χειρόφρενο και φωτογραφίες, αμέτρητες φωτογραφίες, ο ωκεανός έτσι, ο ωκεανός γιουβέτσι. Στο San Diego ήπια μαζί του την πρώτη μου pink lemonade. Σε κάποιο mall έξω από το L.A. περίμενα υπομονετικά όλοι την κουστωδία να αγοράσει μαγιώ, χαβανέζικα βερμουδάκια να μπαινοβγαίνουν στα δοκιμαστήρια κι εγώ να εκτελώ χρέη αισθητικής επιτροπής για 4 μαντραχαλάδες. Σε κάποιον δρόμο, Σάββατο μεσημέρι, κάτι μπάτσοι αμερικανοί, περικύκλωσαν το αμάξι, με τα όπλα ανά χείρας, καρδιές να χτυπάνε ταμπούρλο. Είχαμε κατά λίγο ξεπεράσει το όριο ταχύτητας. Μας γλίτωσε η φήμη του πανεπιστημίου τους. Στην Napa Valley, το τρίο στούτζες έκανε νυχτερινό μπάνιο, σε μια πισίνα που γειτνίαζε με στάχυα κατάξανθα κι αστέρια. Θα πρέπει να μας θυμούνται ακόμη οι λοιποί της παρέας, ως τους Έλληνες που πήγαν για camping, νομίζοντας πως πάνε στο Bellagio at least. Εμείς με τα μαγιώ ανά χείρας ως το μόνο χρειαζούμενο στο πώς να περάσετε ένα όμορφο τριήμερο στην εξοχή, τα μαγιώ και το frisbie, κι εκείνοι με τα port baggages πίτα στα αντίσκηνα και στα gadgets προκειμένου να αντιμετωπίσουν από επέλαση αρκούδας μέχρι πώς να αντιμετωπίσετε με ψυχραιμία και στυλ τα πρώτα κύματα πείνας. Στο φοιτητικό σπίτι του Στέλιου, γνώρισα τον πρώτο αυθεντικό outdoor sports freak roomie ever! Αυτά συνέβαιναν στην Αμερική του ‘96, Σταυρός του Νότου και scenic route στην πιο ωραία χερσόνησο που έχουν αντικρίσει τα μάτια μου. Πίσω στην Ελλάδα, τον Δεκέμβρη του ’96 εκείνος οργάνωσε το μεταμεσονύκτιο πέρασμα στο ’97, το πάρτυ εξακολουθούσε να βαράει λίμιτ απ. Πρωινό στο Μακεδονία Πάλας, όταν ακόμη πληρώναμε σε πεντοχίλιαρα.
Ένα καλοκαίρι, πήρε την Αννούλα από το χέρι και ήρθανε σπίτι. Η ζωή μου έγινε καλοκαίρι, τα γκαζόν του Στάνφορντ μεταφυτεύτηκαν στους Ελαιώνες. Τα πρωτοχρονιάτικα πάρτυ, κρατούσαν από το μεσημέρι, να δοκιμάζουμε τις μουσικές, μέχρι τα άλλα πρωινά, με μπουγάτσα, κοτοσαλάτα και τη Θεσσαλονίκή πιάτο να υποδέχεται τις νέες χρονιές κι ένα συγκεκριμένο τραγούδι στη διαπασόν. Ψοφόκρυο, υγρασία, κι εμείς εκεί πάνω να χοροπηδάμε σαν τα κατσίκια. Τα πιο ωραία ψησίματα τα έχω κάνει μαζί του. Τα κρασιά μαζί του, οι εκδρομές μαζί του, το Πάσχα στους Ελαιώνες με τον Μήτσο και την Έμυ, το κόλπο με το σεσουάρ για να πιάσουν τα κάρβουνα, εκεί το έμαθα. Με το Στέλιο στη Χαλκιδική, να κοιμάται σε μια αιώρα. Με το Στέλιο στο Ποσείδι, με το Στέλιο για τσίπουρα, για σκι, για πεζοπορία, με το Στέλιο σε μια βεράντα στο Μονοδέντρι, στο Grunewald, στους Ελαιώνες.
Αυτοί οι Ελαιώνες που πια, 33 Φλεβάρηδες μετά, με πονάνε πολύ, αβάσταχτα πολύ, γιατί τα καλοκαίρια μου δεν είναι πια εδώ, είναι μακριά πολύ μακριά, σε άλλη ήπειρο. Κοιτάζω το δρόμο καθώς ανηφορίζω για το Γένεσις. Αυτόν το δρόμο που έχω κάνει πολύ πριν το Γένεσις γεννηθεί. Αυτός ο δρόμος που οδηγεί τόσους ανθρώπους να καλωσορίζουν τα νέα μέλη της οικογένειας τους, είναι ο ίδιος δρόμος που για μένα είναι πια δίχως νόημα. Μια στροφή χωρίζει την ευτυχία των άλλων, από τις δικές μου γελαστές αναμνήσεις. Μια στροφή δεξιά που έκανε τη Θεσσαλονίκη μου, πόλη μαγική γιατί ο Στέλιος θα άνοιγε την καγκελόπορτα στους Ελαιώνες, η Χαρχάλω θα τριβόταν στα πόδια μου, ο Μαυρούλης θα ήταν υπεράνω και η Αnn θα έλεγε το όνομά μου, με το δικό της μοναδικό τρόπο, πληθωρικά και υγρά, φερμένο κατευθείαν από το Corpus Christi. Καμιά φορά, περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, θα ήθελα να ανοίγουν οι καγκελόπορτες στους Ελαιώνες, σαν στα παραμύθια. Στέλιο, γίνεται?