Τρίτη 7 Απριλίου 2009

T as Timur

Σεπτέμβρης του 1997. Via Maggio, δεύτερος όροφος, ψηλοτάβανος. Κάθεται ξανθομπουμπούρης σ’ένα θρανίο άνετος άνετος. Γάλλο τον κόβω. Μόλις έχουμε τελειώσει ένα μάθημα στην τεχνολογία των υλικών, ανάθεμα αν κατάλαβε κανείς τίποτα πλην των ιθαγενών. Κλαίω τα λεφτά των γονιών στο super express φροντιστήριο εκμάθησης της ιταλικής πίσω στο βορρά. Βορράς κι εδώ πιο ψηλά, αναγέννηση...μυρίζει παντού στον αέρα.
Πρώτοι καφέδες στα διαλείμματα, Santo Spirito, εκείνος παίρνει πανίνο με μελιτζάνα, εγώ διάγω ακόμη τη φάση της ντροπαλοσύνης και αρκούμε στους καπουτσίνους! Δε μιλάμε ακόμη. Τον παρατηρώ. Είναι γελαστός και εξωστρεφής. Τον παρατηρώ και εκεί έξω από το ανάκτορο των Μεδίκων, στέκεται και μιλάει με φόντο την τεράστια καφέ πόρτα του Palazzo Pitti. Τον παρατηρώ, ξέρω από ένστικτο ότι θα γίνει φίλος μου.
Εκεί λοιπόν στην κεκλιμένη πλατεία, ο κατά φαντασία Γάλλος, έγινε... o Timur από τη Σμύρνη με γιαγιά Θεσσαλονικιά. Το αγαπημένο μας παιχνίδι έγινε να αφαιρούμε από ελληνικές λέξεις το τελικό –ι, το καϊκί έγινε καίκ, το μπουρέκι, μπουρέκ και πάει λέγοντας σε σημείο η Γιούλη να πιστεύει ακράδαντα ότι καλύτερα συνεννοούμαι μ’εκείνον παρά μ’εκείνη!
Συνεννοούμαστε με τα μάτια. Βλέπουμε τον Τιτανικό και νομίζουμε πως η piazza della Signoria έχει πλημμυρίσει. Στη σχολή, όταν σχεδιάζουμε, βγαίνουμε στο διάδρομο με τα τραπέζια μονταζιέρες, δε μας αρέσει ο συνωστισμός στην τάξη. Σχεδιάζουμε όρθιοι, το πάτωμα έχει τερακότα, παλιά, ο εσπρέσο μοσχοβολάει, το παζάρι περιμένει. Μαζί θα πάρουμε τα μαξιλάρια για το σαλόνι της μαμάς μου, εκείνος διαλέγει τα χρώματα, μαζί θα πάρουμε τις μπλούζες που θα ταξιδέψουν στην άλλη ήπειρο, μαζί θα πάμε στις Cascine. Παντρεύεται η αδερφή του πίσω στη Σμύρνη, μας φέρνει δαντελένιες μπουμπουνιέρες, χειροποίητες, τις έχει κάνει η μαμά του. Το σχέδιο μου είναι απίστευτα οικείο, η γιαγιά μου πλέκει με την ίδια ευαισθησία, η γιαγιά μου είναι από την Κωνσταντινούπολη.
Ο καφές είναι πάντα ελληνοτουρκικός. Στο σπίτι που μοιράζεται με τρεις θεοπάλαβους Ιταλούς, θα χτυπήσει το τηλέφωνο και ο Timur θα μιλήσει με τον Zeffirelli, αυτοπροσώπως, ψάχνει τον ηθοποιό συγκάτοικο, αυτόν που μένει στο πατάρι του μπάνιου και τρώει και το κατακάθι του ελληνοτουρκικού καφέ!
Το 2003 πάλι τον Σεπτέμβρη, ένα τηλέφωνο κινητό θα χτυπήσει, δεν είναι ο Φράνκο, αλλά εγώ! Θα χαθώ στην αγκαλιά του, σούρουπο στην Ασιατική ακτή, κατεβαίνοντας από το καραβάκι που διασχίζει το Βόσπορο. Εκείνα τα χέρια φτερούγες ανοιχτές...Θα μ’αποχαιρετήσει σ’ένα ταξί βιαστικά, απλά σα να μην ξέρουμε πώς δεν ξέρουμε πόσο καιρό, πόσα χρόνια θα κάνουμε πάλι να ανταμώσουμε, θα πούμε καληνύχτα έτσι απλά, σα δυο στενοί φίλοι που θα συναντηθούν μέσα στις επόμενες μέρες.
Αυτές, τις «επόμενες» μέρες, τις μετράω τώρα ανάποδα, ζω και αναπνέω για να πιω τον καφέ μου μαζί του στο Santo Spiritο, δε θα είναι καπουτσίνο αλλά caffe’ Macchiato, εκείνος είμαι σίγουρη θα πάρει πανίνο με μελιτζάνα, θα λέμε για τα απλά, τα καθημερινά σα να είμαστε στο lunch break. Κι εγώ που έχω ήδη κλείσει τα 33, μαζί του θα γυρίσω πίσω στη Φλωρεντία της νιότης μας, και θα μας δω καθισμένους στο Cabiria να ονειρευόμαστε, να γελάμε, να κλέβουμε λεπτά από το μάθημα με τον Antonio, τη Laura, μαζί του θα κλέψω πάλι στιγμές ανεμελιάς και θα τις αφήσω πάλι εκεί να μας περιμένουν, έτσι απλά μέχρι το επόμενο lunch break.