Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Salt, ginger & 10 kisses!

Αναρωτιέται καμιά φορά γιατί, γιατί φεύγει πριν το έργο τελειώσει. Φοράει το fleece με τη neutrogena, το κορδελάκι με τη δεύτερη μόλις Biennale της πόλης της, τα κλειδιά να κουδουνίζουν, περπατά μέσα στη βροχή και χαμογελά.
Δεν περιμένει τίποτα, μπορεί πια να μην περιμένει τίποτα, ένα τίποτα παραδόξως απίστευτα αισιόδοξο.
Αλμύρα, έβαλε την Εύα στο κρεβάτι, την κουκούλωσε με το παπλωματάκι το patchwork, είπανε για θαυμαστικά, για συν και πλην στο μπράβο της ορθογραφίας, αναρωτήθηκαν τι να είναι το δώρο στα δέκα θαυμαστικά. Μπορεί να είναι δέκα φιλιά, της ψιθύρισε, να μην ξέρεις την επιβράβευση, αυτό είναι η αλμύρα στη ζωή, θυμήθηκε τον εαυτό της, να έχει γιορτή, να σκύβει από πάνω της, πάνω από το παιδικό κρεβάτι ο παππούς της και να την ρώτα τι δώρο θα ήθελε κι εκείνη να αδημονεί να ακούσει και να παίρνει ως απάντηση, ως δώρο...φιλιά, αχχχχ την παιδική απογοήτευση, καλοκαίρι καιρός, χίλια μύρια δώρα θα μπορούσε να φανταστεί κι αντί αυτού...φιλιά, ουφ...
Φιλιά, προτείνει στην ανηψιά της, ως επιβράβευση, αυθόρμητα, περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες. Αλάτι, προτείνει στους φίλους της, αυτή που τρώει τις ντομάτες ανάλατες. Περπατά βράδυ, Εγνατία, φώτα, δεν την αφορούν, χαμογελά, το δοκίμασε το αλάτι, μέρα τη μέρα για πολλά καλοκαίρια, αχχχ το άτιμο, τι νοστιμιά! Τσίπουρα και σκουμπρί καπνιστό, σαρδελίτσα στη σχάρα και Kaiser, σε ένα τραπέζι πλαστικό, κάτω από τον ήλιο της Κασσάνδρας, χόρτα βραστά, και τον καφέ της, ακριβώς όπως τον ήθελε.
Τι κι αν βούτηξε στη θάλασσα, ο ήλιος, τι κι αν δεν ξαναφάει το μυδοπίλαφο στο μαγαζί που φέρει το όνομά της, τι κι αν πολλά αν, τι κι αν ο πρώτος καλοκαιρινός φραπές είναι σε ένα beach bar στον μόνο ωραίο δρόμο του πρώτου και να’ναι χωμάτινος, ξεχασμένος. Να ανοίγει το παράθυρο, να μπουν οι μυρωδιές και οι ήχοι και οι μουσικές, να είναι ονειρεμένες.
Το έκλεισε το κουτί με τις ονειρεμένες μέρες, μήνες πριν, πριν τους 33 Φλεβάρηδες. Βασικά, μόλις το ανακάλυψε! Χαμογελά. Επιτρέπει στον εαυτό της να χαμογελά. Ακούγεται παράδοξο, σαν τα παράδοξα του Βέμπερ, αλλά πέρασε ωραία, μέχρι τη μέρα που έφυγε, εκείνη πέρασε ωραία.
Και σήμερα, 33 Φλεβάρηδες μετά, περνάει ωραία με το τίποτα! Λάθος, περνά ωραία με τους φίλους της. Ένας άνθρωπος έφυγε και πόσοι άλλοι μπήκαν ουσιαστικά στη ζωή της ή ξαναέπεστρεψαν. Σε τέσσερις μέρες θα σηκώνει στην αγκαλιά της την Ηλέκτρα, πιθανόν να βρέχει όπως έβρεχε και τότε, πιθανόν να πιεί Pimm's. Λίγες μέρες αργότερα θα μπει σε ένα σπίτι που δεν έχει πάει ποτέ μόνη της, σε ένα σπίτι που είναι γεμάτο αναμνήσεις από μια άλλη ζωή, που παραδόξως πια δεν την πονάει.
Τι κι αν είχε μια ζωή και την έχασε, ήταν ωραία για όσο ήταν. Να αποδέχεσαι να χάνεις, να σε «κρεμάνε», να αποδέχεσαι ότι έχτιζες κάστρα στην άμμο, να αποδέχεσαι να γκρεμίζονται κι εσύ εκεί να προχωράς.
Αλάτι, να μην ξεχάσει το αλάτι. Να δοκιμάζεις, να πέφτεις, να τρως τα μούτρα σου, να τολμάς.
Να παίζεις το πινγκ πονγκ και να χάνεις, ε και? 33 Φλεβάρηδες μετά, είναι πεπεισμένη ότι η ζωή είναι καλύτερη αλμυρή, παρά ουδέτερη. Και ναι, επιτρέπει στον εαυτό της, να φεύγει από χαζά αποστειρωμένα έργα. Τις ανθρώπινες σχέσεις τις δοκιμάζουμε στο αλάτι, αν τσιμπάνε, αν φέρνουν δάκρυα στα μάτια από το κάψιμο, αν είναι καυτερές και γλυκές συνάμα σαν το ginger...
Εκείνη το λατρεύει το ginger, το φρέσκο, όπως λατρεύει να συναντά και τη σοκολάτα σε συνταγές απρόβλεπτες. 33 Φλεβάρηδες μετά, επιτέλους αποδέχεται χαμογελαστά το απρόβλεπτο. Λατρεύει και τα τραπεζώματα. 33 Φλεβάρηδες μετά σκοπεύει να τα ξεκινήσει. Η ζωή είναι σε τραπέζια γεμάτα φίλους. Ακούς Εύα? Φιλιά λοιπόν για το άριστα στην ορθογραφία!

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

M as B

Μετρημένες οι φορές που τον είδε. Τον γνώρισε τα καλοκαίρια του 80. Μια Mercedes Bordeaux. Εκείνη να φοράει ένα λεμονί φραμπαλωτό, φράντζα πυκνή, κορδέλα στα μαλλιά και πατίνια. Φωτογραφία αναμνηστική στη γέφυρα απάνω, εκεί δίπλα στο Μακεδονία Παλάς, στο Παλάς της ζωής της.
Το λεμονί ήρθε από πολύ μακριά από τη χώρα που ονομάζουμε down under. Καλοκαίρια με σταφύλια, με μπάνια πρωινά και απογευματινά στην παραλία των φοινίκων. Τραπέζι από τα πρώτα πλαστικά, με το πιο πιο αγαπημένο συναισθηματικό καρώ και να ‘ναι πορτοκαλί. Καφέδες ελληνικοί σε φλυτζανάκια με ένα μοτίβο που δεν έπαιζε πολύ. Δύσκολο, καφέ au lait διάστικτο με κουκιδούλες πιο σκούρες, απειροελάχιστες, να αντέχει στην πυρρά.
Διαδρομές, μέσα έξω, ανυπόμονες, πότε, μα πότε θα φύγουν για τη θάλασσα. Αυτό ήταν το μόνο πρόβλημα, αυτό και οι ειδήσεις στις εννιά που δεν περνούσαν με τίποτα. Το πρόβλημα τα καλοκαίρια του 80 ήταν η αντιμετώπιση της βαρεμάρας. Το αντιμετώπιζαν, με στρωματσάδες, με όχι σεταρισμένα σεντόνια, με μπουγάτσες κυριακάτικες, μόνο την Κυριακή, με πίτες που είχαν στη μέση ήλιο ολόκληρο, που τέτοιες δε θα ξανά-υπαρξουν και με γέλιο, πολύ, δυνατό και να κλαις.
Εκεί τον γνώριζε. Τον ζούσε σε ένα μπαλκόνι αγαπημένο, το πίσω. Δυο δέντρα, τριανταφυλλιές, στάχυα και αμπέλια, τα πρωινά, τα μεσημεριανά, τα βραδινά τους. Τη δεκαετία του 80, η Χαλκιδική της, ήταν αυτό. Σταματούσε στα 35 χιλιόμετρα από την πόλη. Σταματούσε σε μια βεράντα που τους χωρούσε όλους. Οι καρέκλες ήταν όλων των ειδών, φερμένες από τη Δεσπεραί, από τον Βάβδο, από περισσεύματα, ακόμη δεν είχε ξεκινήσει η μπίζνα της πλαστικής, και το Πρακτικέρ δεν ήξερε πού έπεφτε η Ελλάδα.
Η Ελλάδα που υποδεχόταν τα καλοκαίρια τους συγγενείς από τη χώρα του Oz!!! Στα τραπεζώματα, τα οικογενειακά τον γνώρισε. Στα τραπεζώματα τα οικογενειακά, έμαθε πώς εκείνος γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Με μια φωτογραφία στο χέρι. Είχαν προηγηθεί γράμματα, γράμματα χειροποίητα, γράμματα που ταξιδεύαν τους ωκεανούς, γράμματα που μάλλον ο χρόνος και το αλάτι τα κάνανε θησαυρούς, γράμματα μετρημένα με ημερομηνίες που σημαίνανε κάτι, με τρυφερότητα δοσμένη με το σταγονόμετρο, αλλά παρόλα ταυτα τρυφερότητα. Την καταλάβαινες.
Με τα γράμματα, με μια φωτογραφία, με ένα λεξικό για τα αγγλικά, με το τίποτα όσον αφορά το εσωτερικό του σπιτιού, με το «σε μια κουφάλα δέντρου, αρκεί να είμαστε μαζί», που έλεγε η γιαγιά μου, με αυτά το έστησε το σπιτικό, τη φαμίλια, εκεί μακριά. Ερχότανε κάθε τέσσερα χρόνια. Αυτήν την πολυτέλεια επέτρεπε στον εαυτό του. Ερχότανε και γελούσανε, τραντάζονταν το σπίτι, ευτυχώς ήταν και άκρη στο χωριό, ναι στο χωριό, σε κανονικό χωριό και όχι σε συγκρότημα από αυτά που άρχισαν να ξεπηδούν εκεί στα τέλη του 80.. Σε χωριό παραδοσιακό, ολίγον άσχημο έως πολύ, αλά χωριό ρε παιδί μου, με ΕΒΓΑ, όπως θα λέγανε και οι Αθηναίοι, και παγωτό σικάγο και τυρί από τενεκέ.
33 Φλεβάρηδες μετά, με άπειρα gadgets, με γλώσσες σχεδόν τέσσερις, με εσπρεσσιέρες και βάζα φερμένα από διάφορα μουσεία design, με τετράτροχο και δίτροχο, με τα Lost κατεβασμένα την επομένη της αμερικάνικης πρεμιέρας, με, με, με και με ένα χωρισμό ήδη, του αφιερώνει τις «Νύφες» του Βούλγαρη, γιατί τα πράγματα είναι απλά, πολύ απλά, κι εκείνοι τα κατάφεραν. Κατάφεραν να δίνουν τώρα πια ραντεβού σε κάποια γρασίδια. Τα φαντάζομαι πολύ φρέσκα πράσινα. Εκείνη θα τα περιποιείται πολύ, είμαι σίγουρη. Εκείνοι με το αγγλικό λεξικό ανά χείρας κάποτε, κι εκείνη, 33 Φλεβάρηδες μετά, χαμένη στη μετάφραση...να ψάχνει άλλου είδους λεξικά, να καταλάβει συμπεριφορές κι συναισθήματα, βασικά να βρει πρώτα φακό, να βρει τα συναισθήματα και μετά βλέπουμε.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Table 71

Τον συμπάθησε πριν τον γνωρίσει. Μια πρότασή του, ειπωμένη βράδυ καλοκαιρινό, στην οδό των λουλουδιών, σ’έναν δρόμο που σηκώνει πολύ κίνηση, που έχει πολύ νεύρο και ανθρώπους εν εξάλλω κατάσταση, μια πρόταση καθαρή και ξάστερη, σαν από άλλη εποχή, μια πρόταση από αυτές που βουτάς στα βαθιά και σε παν στην άβυσσο, έφτασε μέχρι το μπροστινό μπαλκόνι του 6ου. Η πρόταση, την έκανε να κατεβάσει τα πόδια από το στηθαίο, και να κοιτάξει βαθιά στα μάτια, την άλλη, την αποδέκτρια. Συνεννοήθηκαν.
Έπεσε απάνω του βγαίνοντας από ένα ασανσέρ, ισόγειο. Μια καλησπέρα σε πρώτο χρόνο, και σε δεύτερο,, έχοντας πια απομακρυνθεί, κατάλαβε ότι ο αποδέκτης της ήταν...ο κύριος ξάστερος.
Έπεσε πάνω του ξανά, βγαίνοντας από το ίδιο ασανσέρ, έκτος. Γίνανε οι συστάσεις, τον φίλησε αυθόρμητα και του είπε πως χάρηκε πολύ που τον γνώριζε. Τη ρώτησε αυθόρμητα γιατί. Τον συμπάθησε περισσότερο. Καθαρός και ξάστερος και στο δια ζώσης!
Σταδιακά, την υιοθέτησαν. Υπάρχει ένα μαγαζί που έγινε το καθιστικό αυτής της παράδοξης οικογένειας. Τον Σεπτέμβρη σ’ έναν καναπέ βαθύ, με απολαυστικές μαξιλάρες, την περιμένουν. Εκείνη θα αφήνει παρέες αγαπημένες, θα διασχίζει όλο το ιστορικό κέντρο με ταξί, για να φτάνει γρήγορα κοντά τους. Χαμογελά μοναχή της. Αν στην εφηβεία της, όταν χτυπούσε πόρτες για να βγει, της έλεγαν ότι θα έπαιρνε ταξί για να συναντήσει την οικογενειακή θαλπωρή, θα σε κοιτούσε με βλέμμα χειμωνιάτικο, βουνίσιο, 1350 υψόμετρο και βάλε.
Παραδόξως, 33 Φλεβάρηδες μετά, χοροπηδά σαν κατσίκι από το ταξί και χαζογελά στους έξτρα γονείς. Σε ένα μαγαζί με όνομα γαλλικό, με φωτισμό που πολύ απλά δεν υπάρχει, σαν το σιρόπι από γλυκό πορτοκάλι, ολίγον πικρό, με τοίχους σε ένα φυστικί παγωτού, με καδρόνια χοντρά ξεβαμμένα και σταματημένα ακριβώς στον τόνο που πρέπει, με γλυκύτατους ανθρώπους να σου σερβίρουν προσωπικά, μα πολύ προσωπικά, με χαμόγελα που απευθύνονται αποκλειστικά σε εσένα, μια μικρή οικογένεια ζει σε παράλληλη ζωή.
Σταδιακά, μεταφέρθηκαν εντός. Σταδιακά, αντάλλαξε την Μορέτι με Μαρτίνι. Τραπεζάκι στόγγυλλο μικρό, τοσοδούλι, σε χρώμα βανίλιας, νουμεράκι 71 γραμμένο απάνω, τα ποτήρια, το μπωλάκι με τα πιο ονειρεμένα πολύχρωμα ξερά φρούτα, η παράλλαξη στα πόδια της, κι εκείνη με μια αίσθηση πληρότητας συναισθηματικής να συνοδεύει γουλιά γουλιά το Saphire.
Τους απολαμβάνει. Η γαλήνη καμιά φορά μπορεί να έχει χρώμα πορτοκαλί καραμελέ. Είναι σίγουρη. Το μόνο πρόβλημα σε αυτόν τον παράλληλο κόσμο, είναι το μπουτόν στους νιπτήρες. Το πατά, το πατά, σχεδόν χοροπηδά, με καμιά σοβαρότητα τους 33 περασμένους Φλεβάρηδες, πάνω στο λαστιχένιο μπουτόν. Zero. Α, υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα...οι κολόνες, για να δει κοντεύει να πέσει από το καρεκλάκι της. Ατίθασο παιδί κάνανε. Κανονικά, εκείνη θα ήταν και πιο ατίθαση, αλλά οι γονείς δεν της το επιτρέπουν. Πειθαρχεί. Περασμένα τα 33, βάζει καμιά φορά το ταμπεραμέντο της σε κουβά με παγάκια. Της φτάνει και της περισσεύει η οικειότητα μαζεμένη σ’ένα τραπεζάκι με διάμετρο 45 εκατοστά.
Η βροχή να πέφτει μανιωδώς, οι παρέες να αραιώνουν, τα πρέπει να λασκάρουν και να δίνουν τη θέση τους σε αποστάγματα, η παράλλαξη πεσμένη στο πάτωμα, τα πόδια ψηλά στο περβάζι και η Θεσσαλονίκη να τους ανοίγεται, όπως μόνο τέτοιες ώρες ανοίγεται.
Πρόζεκτς από το Λονδίνο από εμπνευσμένους ανθρώπους, μοντέλα πολυκατοικίας, όνειρα για πολυχώρους, συμπεριφορές και άνθρωποι, τι την πειράζει και τι δεν καταλαβαίνει, όλα εκεί απλωμένα στα 45 εκατοστά. 33 Φλεβάρηδες μετά, δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να σου χαρίζουν, να σου δίνουν το χρόνο τους, να σε γνωρίζουν. Γενναιοδωρία και Οικειότητα. Στην κανονική ζωή είναι φίλοι μου. Στο Banquet είναι η οικογένεια μου.