Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Monokatoikia se nhsi, loipon...

Την ξύπνησε ένα κουνούπι, μου γράφει. Το ανώδυνο.
Το γράψιμο είναι πρέζα...ένα βόλεμα ίσως...Το επώδυνο! Μου γράφει και κάτι που είπε ο Αναγνωστάκης. Σιγά μη το γράψω! Με αποκαλείς coward? Τη ρωτάω. Έχω χάσει επεισόδια, μου απαντάει.
Τα mail της Έλενας είναι σαν καλάθια με τοπικά προϊόντα Τήλου! Έρχονται και όποτε να’ναι. Λατρεύω το αναπάντεχο. Πλεκτά καλάθια, σκεπασμένα με βαμβακερή petits carreaux πετσέτα, που κρύβουν μουσικές, φωτογραφίες, αποστάγματα σκέψεων και άυλα φαγητά, ενίοτε και ρακόμελα.
Τα γράφει σε αναπάντεχες στιγμές, απρόσμενες, εκείνες τις στιγμές που χάνονται στην πόλη. Το φαγητό στη μαρμίτα, κι αντί για αλάτι, τσουπ μια πρέζα mail. Ρακόμελα να ετοιμάζονται στη βεράντα, τσουπ κι ένα shot ηλεκτρονικό!
Αχ ο χρόνος, ίδιος κι εδώ κι εκεί κι εκεί να χωράει περισσότερα! Στην Τήλο ο χρόνος είναι ελαστικός, σα τσιχλόφουσκα μπαμπαλού, έχουν κάνει και κάτι με τη ζάχαρη, δε χαλάει τα δόντια. Ώρες ώρες μου έρχεται να γεμίσω το στόμα μου ροζ μπαμπαλού και να ανέβω στον Διαγόρα. Πάει κι έρχεται ο Διαγόρας,. Καταφτάνει στο λιμάνι με τα πορτοκαλί φωτάκια του, μου γράφει. Τον έχω και φωτογραφία.
Τώρα τελευταία στο κάδρο προστέθηκε κι ένα πιάνο. Για εμένα η Τήλος είναι ξαφνικά ένα πιάνο. Ανάποδο παιδί, 33 Φλεβάρηδες μετά, η Τήλος είναι ένα πιάνο!
Τα πάντα όλα.... Αντί να είναι ένα βότσαλο, ένα ηλιοβασίλεμα, από τα άπειρα που μου χει στείλει, και που σα της πόλης της, της μητρικής παρεπιπτόντως δεν έχει, εγώ κρατάω το πιάνο. Φταίει ένα βιβλίο, πίσω στο 93.
Χτες φτάσανε και οι τελευταίες φωτογραφίες. Απόγευμα νυχτωμένο στην πόλη, το πολεμάω με όλα τα φώτα της μαύρης μου κουζίνας αναμμένα. Η εργασία με κυκλαδικά ειδώλια, κούρους και κάτι άλλους τύπους νεοκλασικιστές στο save as.
Την κοιτάω να ποζάρει κρατώντας το μπαλάκι του τένις σπασμένο στη μέση, άραγε ξέρει ότι κρατά την ευτυχία?
Μια γιαγιά με τσεμπέρι μαύρο περπατά στο χωμάτινο δρόμο, άραγε ξέρει ότι την περπατά? την ευτυχία?
Μια καμπάνα δεμένη με σκοινί ναυτικό, φονταρισμένη σε άδειο από φύλλα δέντρο.
Ελενάκι, ωραία λέξη η «φιλύρα», τι λες?
Μια μέλισσα στο κίτρινο! Ανοιχτό διάφραγμα, τα γύρω θολά, ταχύτητα, δεν ξέρω...ίσως πάνω από 400, τα φτεράκια της δεν κουνιούνται, Κοσμά,τι λες? Το πάω καλά?
Ένα οίκημα μακρόστενο, κεραμίδια σπασμένα στη στέγη...η Γιώτα χωμένη σε ένα αρχοντικό κλεισμένο χρόνια, στην Κέρκυρα, να ανοίγει κώδικες αξεσκόνιστους.
Ένα ρολόι ΔΕΗ δίπλα σε έναν τρούλο λευκό. Ένα λουλακί, ασβέστης κι ένα οξειδωμένο τυρκουάζ. Θέλω να ρθω.
Κάτι παραθυρόφυλλα σε ένα πράσινο μπλε, που δεν είναι ούτε πράσινο, ούτε μπλε.
Περιμένουν να ανοίξουν, όχι ακόμη...παλεύουν το χρώμα, τον τόνο, τον παλεύουν?
Μονοκατοικία σε νησί, λοιπόν...
Καπουτσίνο, πρωινό και η μέρα ξεκινά....
Γαλλικός, πρωινό και η μέρα ξεκινά...
Ελενάκι, ένα κουνούπι με ξύπνησε κι εμένα. Ένα κουνούπι και το μπιζζζζζζ στην καταιγίδα. Ακόμη κολλάει η καταιγίδα, εξακολουθεί να με συγχύζει, αλλά βαριέμαι να την αλλάξω. Λες να ‘χει καταλάβει ότι υπάρχει θέμα?