Τρίτη 19 Μαΐου 2009

P as Paralia

Τη γνώρισα πολύ μικρή. Εικόνες πολλές. Την πρώτη ειλικρινά δε θυμάμαι. Η πρώτη ανάμνηση που ανακαλώ είναι μεσημεράκι, αργία 25ης Μαρτίου. Κοτόπουλα Ιωαννίνων, coca cola που τελείωνε σε dt ,αν δεν είχες κάνει σωστή διαχείριση, και έμενες να γεμίζεις το ποτήρι με νερό μπας και πάρει λίγη, να τόση λίγη από την πρότερη γεύση. Κι ο λογαριασμός που ερχόταν στον μπαμπά κι εγώ νόμιζα κάθε φορά ότι φτωχαίναμε! Η πρώτη ανάμνηση λοιπόν, που έχω από αυτήν, είναι να περπατάω με τη μία από τις συνονόματες γιαγιάδες μου, αυτήν με την καρδιά ανοιχτό περιβόλι, ο ήλιος να λάμπει ανοιξιάτικος, γαλάζιος. Να κατεβαίνουμε κέντρο με τα πόδια. Η γιαγιά μου, η θάλασσα, η πόλη, αυτά. Δες χρειαζόμουν άλλα. Αυτά έφταναν και περίσσευαν. Ετών? 14.
Η παραλία και η θάλασσα είναι οι δύο εικόνες που μου έλειψαν εκεί στον αναγεννησιακό βορρά. Γι’ αυτή τη θάλασσα, Κυριακή πρωί, τρεις συγκάτοικες βρέθηκαν 9 η ώρα μπροστά στο γκισέ, στο σιδηροδρομικό σταθμό. Χρειάζονταν ένα τρένο που να πηγαίνει στη θάλασσα. Αυτό! Πήγαν στο Viareggio. Πήγαν και στη Venezia για τον ίδιο πάντα λόγο. Να δουν τη θάλασσα.
Παραλία και θάλασσα νομίζω πως είναι στο DNA μας. Μπλε μολυβί σχεδόν γκρι, χειμώνας. Μπλε σχεδόν ασημί, σχεδόν λαδί της ελιάς, άνοιξη – φθινόπωρο. Μπλε στραφταλιζέ χρυσαφί...καλοκαίρι. Ο ήλιος να ανατέλλει, να μεσουρανεί, να δύει. Μόνο οι συμπολίτες μου δε χειροκροτούν στο ηλιοβασίλεμα της Οίας, τους κατανοώ!
Μπορεί η πόλη να μοιράζεται στα δύο όταν έχει derby, αλλά τα ξαναφτιάχνουν, το βραδάκι το επόμενο, τότε ακριβώς, όταν ο ήλιος βουτάει στο μολύβι, στο ασήμι στο χρυσάφι.
Παραλία, ξύλινο deck, καφές αχνιστός. Πρωί πολύ πρωί, ησυχία. Πουλιά μόνο. Ωραία! Κωπηλάτες, στα λευκά, κίτρινα σκάφη, ταιριαστά πολύ!
Παραλία, σκάφια με πανιά στο βάθος εκεί, πιο κει, εκεί που...
Παραλία εκείνη την ώρα που όλη η παλέτα είναι ψυχρή, ψύχρα πουθενά στην ψυχή, μόνο αυτό το άλλο, η Έλενα αλλού, ο Τάσος αλλού, Η Πηνελόπη αλλού, η Ann αλλού, η Αγγελική αλλού, όλοι όμως μια θάλασσα.
Παραλία βράδυ, μουσικές, θα μπορούσαν να είναι στο μετρό στο Παρίσι, στην αποβάθρα στην Νέα Υόρκη...κι όμως είναι εδώ, εσύ πάλι αλλού.
Παραλία βράδυ, μουσική καμιά, φωτάκια μόνο στα φωτιστικά τα υπαίθρια, κατάρτια χωρίς πανιά; Να σου δείχνουν το δρόμο για το σπίτι κι αυτός να είναι πάντα μακρύς.
Παραλία και θάλασσα, 33 Φλεβάρηδες μετά κυλούν τη ζωή μου πιο μαλακά, ποιητικά, σιωπηλά, να γεμίζουν όμως τα πνευμόνια, όπως λέει και ο Εμίλ.
Παραλία και χτες βράδυ, κι όμως χαρά μεγάλη χαρά, να χασμουριέσαι, το μέγαρο να λάμπει εσωτερικά, το σκυλί μου ένα πτώμα από την περιπατητική κι εκεί απρόσμενα μέσα στην νύχτα, να ακούς το όνομά σου. Δύο χέρια να ανοίγουν και να χάνεσαι σε αγκαλιά τόσο γνωστή, οικεία, Φλωρεντία! Αχ Γιώτα... πήγα στα μέρη που κάναμε jogging, της λέω. Το σπίτι μας ίδιο, της λέω. Το Tarrocchi ετοιμάζεται να βγάλει τραπεζάκια έξω, της λέω. Η Φλωρεντία μας, μας, περιμένει να υποδεχτεί την άνοιξη, της λέω.
33 Φλεβάρηδες μετά, αυτή η παραλία μου επιστρέφει τους φίλους μου, κι αυτούς που είχα χάσει, έτσι απλά, για να με συνοδεύουν στο μετά τα 33! Εκείνη, ετοιμάζεται για jogging, το πρώτο της χρονιάς, πλησιάζει καλοκαίρι. Πρώτη της φορά στη νέα παραλία, πρώτη μου φορά που περπατάω μέχρι εκεί. Έχω να τη δω δέκα χρόνια κι όμως είναι σα να μην πέρασε μια μέρα! Θα επανέλθω γιατί εκείνη μόνο ξέρει το δικό μου κρυφό παράδεισο. Αδημονώ να επανέλθω!

P as Penelope

Τη γνώρισα το ’81. Είχε την πιο ευθυγραμμισμένη χωρίστρα που είχαν αντικρίσει τα μάτια μου. Τους χειμώνες φορούσε φουστίτσα σκοτσέζικο καρώ πλισέ και μάλλινο καλσόν λευκό, το ίδιο κι εγώ, μόνο το καλσόν άλλαζε χρώμα κόκκινο και Adidas αθλητικά, εκείνη πάλι από το Μούγερ, αυτά με το κρεπ από κάτω....μεγάλο σουξέ της εποχής!
Μου γνώρισε τη μουσική, την πέτσα από βερίκοκο, τα «πέντε λαγωνικά», τους «μυστικούς εφτά», τους «πέντε φίλους» και τα Τρολ. Μου γνώρισε πώς είναι να κάνεις μπάνιο τη γάτα με Shampoo από μαγιά μπίρας, αυτό που η συγκεκριμένη μυρωδιά του κλείνει μέσα της για μένα όλη μου την παιδική ηλικία. Κλείνει τα καλοκαίρια μου σ’ένα σπίτι διώροφο, εκτός οικισμού. Κλείνει τα "ψάθινα καπέλα" της Λυμπεράκη. Κλείνει βεράντα με πέτρες Πηλίου και περιγράμματα ζωγραφισμένα λευκά από παιδικά χεράκια, τα δικά μας, κάθε καλοκαίρι. Κλείνει σωρούς από πέτρες ζωγραφισμένες με φατσούλες από ζωάκια, κλείνει τις πρώτες «πόρτες» που έπαιξα ποτέ. Κλείνει πρωινά με φρυγανισμένο ψωμί και μερέντα φτιαγμένη σε πατέντα γιαγιάς Ζαφειρούλας, κλείνει Βαν VW του τυροπιτά και νερό γλυφό.
Τα πρώτα ροδάκινα μέσα στη θάλασσα εκεί τα έφαγα, κάτω από μια ομπρέλα, Enid Blyton και με την Αμμουλιανή ως ορίζοντα. Ποδήλατα για να πάμε στην Τρυπητή. Ποδήλατα για να πάμε στο Eagles Palace. Εκεί σ’εκείνη την πισίνα, την πισίνα της δεκαετίας του 80, όταν η Ελλάδα ανέδυε μόνο αθωότητα και το nouveau riche δεν υπήρχε ως έκφραση, εκεί έκανα τις πρώτες βουτιάς από βατήρα, μπόμπες! Και να τα νερά να πετάγονται παντού. Και μετά Ουρανούπολη, στον Λεμονή για γλώσσα. Παγωτό χειροποίητο, κρέμα και μόκα, καλοκαίρια και χειμώνες, ειδικά τους χειμώνες. Ατελείωτες ώρες πινκ πονκ στο υπόγειο, τοστάκια και χαρτιά στο ισόγειο, κυνήγι σαρανταποδαρούσας στον πρώτο όροφο με Baygon. Κρεβάτι κουκέτα με κουνουπιέρα και τα πιο ωραία παιδικά σεντόνια ever! A!!! Και τα πιο ωραία πλακάκια τερακότα ever! Κόκκινο καφέ, υφή eggshell, για να περπατάς πάντα ξυπόλυτη και παντζούρια στο πράσινο του πεύκου. Αυτό είναι για μένα το καλοκαίρι. Να καταλαβαίνεις την υφή του υλικού να αλλάζει, παγωμένη τερακότα μέσα, καυτή, από τον ήλιο του Ελύτη, πέτρα αδρή στο μπαλκόνι. Ξαπλώστρες υφασμάτινες, φιδάκι και η Αμμουλιανή πάντα απέναντι σκοτεινός όγκος με φωτάκια – αστέρια.
Να ρουφάς το νέκταρ από τα πορτοκαλί λουλούδια - χωνάκια, σκίαστρο φυσικό για τα αυτοκίνητα. Να χαϊδεύεις το πρώτο λυκόσκυλο και να ξεπερνάς τη φοβία σου. Να πηδάς από πεζούλια ψηλά, να κάθεσαι όλη μέρα στη θάλασσα. Αυτό ήταν για μένα τα καλοκαίρια. Και μουσική, πάντα μουσική. Εκείνη μου έμαθε τη μουσική. Γιατί εκείνη πάει πακέτο με τη μουσική, την ακολουθεί παντού, η μουσική και η θάλασσα, νομίζω. Η πρώτη μας μουσική έξοδος, στο Βαφοπούλειο, να βαριόμαστε φριχτά, να θέλουμε να ανοίξουμε τις καραμελίτσες και αυτές οι διαολεμένες να τρίζουν τυλιγμένες μέσα στο σελοφάν τους. Το πρώτο της φύσημα στο φλάουτο κι εκείνη να ζαλίζεται. Η πρώτη κάθοδος στο Μέγαρο στην Αθήνα, καπάκι μετά τα εγκαίνια, η Δημοτική ορχήστρα στην αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου, τα Carmina Burana στην πιο ωραία συναυλία της ζωής μου. Πρώτη μέρα του 2000, Βερολίνο. Τζαζ στο A –train και συναυλία δική της στη θάλασσα του Βορρά, στο Rostock, εκείνη να παίζει φλάουτο κι εγώ να βλέπω κοριτσάκια να τρέχουν στη θάλασσα. Ο ήχος στο Rostock, η αλμύρα στην Τρυπητή.
Θάλασσα και Πηνελόπη. Πηνελόπη και «ναυάγιο», εκείνη πάντα να χάνεται, η θάλασσα πάντα να στραφταλίζει, ένα αυτοκίνητο κολλημένο στους αμμόλοφους, κι εγώ να σκάβω για ξεθάψω την πίσω ρόδα. Όπισθεν θέλει, όχι μαρσάρισμα, όπισθεν θέλει, κι εγώ 33 Φλεβάρηδες μετά, σήμερα θέλω να πάω με την όπισθεν. Σήμερα που θα πάω στο Βαφοπούλειο, θέλω να πάω και να κρυφοκοιτάξω, να τις δω να προσπαθούν να ανοίξουν αθόρυβα τις καραμέλες και ο αέρας να μοσχοβολάει μαγιά μπίρας. Αυτό. Σήμερα δε θέλω να είμαι «εσύ είσαι δυνατή και δε σε φοβάμαι». Σήμερα θέλω να μ’αφήσετε να τρώω τα ροδάκινά μου μαζί με εκείνη, την πιο παλιά μου φίλη, να τρέχουν τα ζουμιά στη θάλασσα και να είναι δεκαετία του 80. Αυτό.