Σάββατο 2 Μαΐου 2009

F as Firenze

Τη γνώρισα αρχές Σεπτέμβρη του 1997. Κανονικά θα τη γνώριζα τέλη Σεπτέμβρη. Έφταιγε πάλι το ανυπόμονο του χαρακτήρα μου. Ήταν βράδυ όταν την πρωτοαντίκρυσα. Η καρδιά μου χτυπούσε από αγωνία...θα μου άρεσε? Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από εκείνη, ήταν τα φωτάκια σ’ένα γεφύρι, μια γέφυρα μας χώριζε. Προσωρινή ανακούφιση. Το δεύτερο πράγμα που θυμάμαι από εκείνη είναι ο σταθμός της. Ξενιτιά.
Με τον καιρό, ο σταθμός της έγινε για μένα συνώνυμο του να γυρνάω σπίτι μου. Ήταν εξάλλου το πρώτο δικό μου σπίτι. Τη Δευτέρα που μας πέρασε με το που κατέβηκα στον σταθμό της...ανέπνευσα, είχα γυρίσει σπίτι μου. Χαμογελούσα ήδη εδώ και μισή ώρα μέσα στο τρένο. Αναγκάστηκα να εξηγήσω στους τρεις κυρίους που μοιραζόμουν το τραπεζάκι, ότι για το χαμόγελο μου, το ηλίθιο χαμόγελο που είχε κολλήσει στη φάτσα μου, έφταιγαν τα 7 χρόνια που είχα να την αντικρίσω.
Εκεί στον κεντρικό σταθμό της, γνωρίζω κάθε μαρμάρινο πλακάκι, γνωρίζω τη μάρκα του ρολογιού που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των τουριστών, γνωρίζω ποια λεωφορεία περνάνε από αριστερά και ποια από δεξιά. Γνωρίζω τον ήχο από τα γράμματα που αλλάζουν στον πίνακα ανακοινώσεων. Γνωρίζω να πάω σπίτι με κλειστά μάτια.
Να πάω σπίτι ή να πάω στις Cascine, να πεταχτώ μέχρι το San Marco ή να κάνω κύκλο από το Santo Spiritο. Να διασχίσω το ποτάμι από το ponte alla Carraia ή σα χαζοτουρίστας από το ponte vecchio. Να πάω από την piazza della repubblica ή από τη piazza della signoria...πολύ απλά τα έκανα όλα, άφησα το multiple choice στην άκρη και τα κύκλωσα όλα...μα όλα!!!
Κι όταν έφτασα στο δικό μας γεφύρι, στο γεφύρι των ευχαριστιών, θα σας εκμυστηρευτώ κάτι...το διέσχισα και από τα δύο πεζοδρόμια...να το χορτάσω ένα πράγμα. Εκεί στη γειτονιά μου, έχασα πλέον τη μπάλα...πήγαινα σαν κουρδισμένο τρενάκι, έκανα κανονική χαρτογράφηση. Αμ οι καφέδες...πάλι καλά που υπάρχουν και οι εσπρέσο...σταμάτησα με διαφορά ενός τετάρτου, 2 φορές μέχρι να φτάσω σπίτι. Ευτυχώς τα καφέ βρίσκονται σε παράλληλους δρόμους γιατί διαφορετικά θα είχαμε πρόβλημα, ή τρελή κι αλλοπαρμένη ή ένα Αλτσχάιμερ το πηγαινοφέρνει...θα λέγανε, για την αφεντιά μου.
Ευτυχής που γλίτωσα το χαρακτηρισμό, είπα να μη γλιτώσω την ανηφόρα...κι έτσι ανέβηκα και εκεί που έβαζα τον νέο χρόνο. Στο Σαν Μινιάτο από την άλλη έκλεψα...δεν ανέβηκα...ζουμάρισα μόνο με το φακό. Θέμα είχα στο κατέβασμα, να πάω από τον κρυφό δρόμο ή να πάω από τον ακόμη πιο κρυφό δρόμο. Έκλεψα κι εκεί, εξάλλου ο χρόνος πίεζε...Κάπου εκεί κοντά βρίσκεται και το ξενοδοχείο στο οποίο θα ξόδευα τα λεφτά του μπαμπά μου, μένοντας παραπάνω μέρες από όσες χρειαζότανε κοντεύοντας να μείνω χωρίς το πρώτο ενοίκιο. Κι όπως αγαπάει να μου υπενθυμίζει εκείνος, το επάγγελμά του είναι αυτό του δικηγόρου και όχι του εφοπλιστού, εάν δεν έχει υποπέσει ακόμη στην αντίληψη μου. Αυτή η ατάκα μαζί με την ατάκα της μαμάς, «στο δικό σας σπίτι να πάρετε και αγελάδα αν θέλετε», συνοδεύουν τις παιδικές αναμνήσεις τις δικές μου και του Τάσου. Αγελάδα από όσο ξέρω ακόμη δεν πήραμε, αλλά πήρα σκύλο, καμιά φορά κοιμάται και κάτω από το κρεβάτι των γονιών, «για να μη ζεσταίνεται το πουλάκι μου», λέει η μάνα κουράγιο. Ο μπαμπάς μπορεί ως μη εφοπλιστής να μη κάνει τα χατίρια στα καμάρια του, αλλά 33 Φλεβάρηδες μετά μπορώ να σας ενημερώσω ότι πρώτα δίνει μπουκιά στο σκυλί μου και μετά τρώει εκείνος...
Επιστροφή στη δική μου Φλωρεντία. Έκανα τον κρυφό δρόμο και λίγα μέτρα από τον πιο κρυφό και λατρεμένο μου, αυτός ο τελευταίος είναι ο δικός μου χαμένος παράδεισος. Έχει τα πιο ωραία πράσινα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, έχει τα πιο ωραία κελαηδίσματα, έχει την πιο ωραία πρωινή πάχνη, έχει τις πιο ωραίες νυχτερινές μοσχοβολιές, έχει την πιο ωραία ηχώ. Τον έχω μοιραστεί μόνο με τη Γιώτα.
Υπάρχει ένα καφέ που είναι το δεύτερο σπίτι μου εκεί. Να κάτσω μέσα ή να κάτσω έξω. Έκατσα έξω. Έφαγα ένα, δύο, τρία διαφορετικά πανίνι και μίλησα με έναν μάστορα, για την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας, για τα νησιά, για τους Δελφούς, για το Μάη του’68. Κανονικά τότε όταν το συγκεκριμένο καφέ μας έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα, κι αν όχι κάθε μέρα..σίγουρα τις μέρες που είχα ακεφιές θα άνοιγα το στόμα μου μόνο για να καταβροχθίσω τη mont blanc!!!
Το latte macchiato το ήπια εκεί που έπρεπε. Διέσχισα σχεδόν τρέχοντας τη via Maggio. Χάθηκα στα στενά, τα μαγαζιά είχαν ανοίξει, σ’ αυτό το χαζό ωράριο της Φλωρεντίας που πάντα με μπέρδευε. Και οι ώρες στο σινεμά με μπέρδευαν, άνοιγαν ότι ώρα να’ναι. Η Φλωρεντία έχει τις πιο ωραίες αίθουσες σινεμά που έχω πάει, εκεί μέσα ο Ντε Νίρο μιλάει ιταλικά! Κι όταν βγαίνεις από τη μαγεία της μεγάλης οθόνης, ένα παγωτό θα σου κρατάει συντροφιά στο δρόμο για το σπίτι. Μόνο το super market ήταν μακριά, αυτό και τα πλυντήρια ρούχων. Άλλα παράπονα δεν της κρατάω. Εκείνη, 33 Φλεβάρηδες μετά εξακολουθεί να μου κρατάει πάντα συντροφιά.
Κάνει τον καλύτερο εσπρέσο και την καλύτερη τιραμισού, μετά τη Σάρα, τη Σόνια και τον Davide, υποθέτω και μετά από εσένα. Έβαλα ξυπνητήρι στις 7 το απόγευμα, για να ξυπνήσω από το όνειρο και να μη χάσω το τρένο. Η Valentina μου έβαλε σουπίτσα σα φαγητό παρηγοριάς, κι ο Davide το Lost στην τηλεόραση. Ο Duke κοιμόταν στο ραντσάκι του, ο Fernando πάνω στην κοιλιά της Vale, o Enricο μέσα στην κοιλιά της Vale. Εγώ σκεπασμένη μ’ ένα κουβερτάκι. Στο Μιλάνο βρέχει και στο Lost ακόμη δε βγάζουμε άκρη.