Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

S as Sukia or 12 Mahdes - Iounhdes - Septembrhdes

Διαβάζει το νέο του «τέλους», στην καταιγίδα. Με τα πόδια ψηλά, μια μαυρισμένη και μια πιο μαυρισμένη, πίνοντας τσάι παγωμένο από το μοδάτο μαγαζί των τσαγιών. Αντιπροσωπευτικό τέκνο αυτής της γενιάς, της τόσο μα τόσο, «με χαμένη την μπάλα», της πετυχημένης επαγγελματικά και δίχως μπούσουλα συναισθηματικά, διαβάζει φυσικά, την αναγγελία του θανάτου, ηλεκτρονικά....
Περασμένα τα 33, διαβάζει για το θάνατο ενός, κατά 21 χρόνια, μικρότερού της. Συκιά. Η κηδεία θα γίνει αύριο στη Συκιά. 33 Φλεβάρηδες μετά, 12...Ιούληδες, Μάηδες, Νοέμβρηδες? σήμερα σιωπούν. Να σιωπήσει κι αυτή. Να σκεφτεί. Να σκεφτεί για αυτήν και για όλους αυτούς σαν κι αυτή. Για αυτούς που δεν τολμούν να ζήσουν τη ζωή με ουσία, αλλά μόνο ανούσια. Για όλους εμάς που τρέχουμε πάνω κάτω και που ζούμε ουδέτερα. Για όλους εμάς που ξεχάσαμε να αναγνωρίζουμε τα σημάδια...Ναι Βίκυ, όταν περπατάς ώρες ατελείωτες αξημέρωτες εκείνα τα πεζοδρόμια που μοσχοβολάνε Νεραντζιές, όταν περπατάς τη ζωή, σημαίνει κάτι, κάτι αυτονόητο...σημαίνει: σήκωσε το, το ρημαδοτηλέφωνο, και ζήτα του αυτό που τόσο θέλει κι αυτός να ακούσει, αλλά φοβάται να πατήσει το πληκτρολόγιο αφής, το touch-screen, που όχι, στην τελική, δεν έκανε την επικοινωνία μας – σας πιο εύκολη. Η τεχνολογία μπορεί να απογειώθηκε, αλλά η επικοινωνία καταβυθίστηκε, σαν το Κούρσκ, ένα πράγμα.
Κυριακές πριν, εκείνη κρατώντας την καταιγίδα στο χέρι, συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη περάσει τα 60 πρώτα, από τα υπόλοιπα λεπτά, της ζωής που της απομένανε με το βλέμμα καρφωμένο στον διαδικτυακό ωκεανό, λιωμένη σε μια ξαπλώστρα, με τη θάλασσα στα 30 εκατοστά, μετρημένα, να τη χωρίζουν από την αλμύρα της ζωής...σήκωσε έντρομη το κεφάλι και έτρεξε να το βουτήξει στο θαλασσί, μπας και το σώσει, μπας και σώσει τη γενιά της, έστω και για μια μέρα, από την τεχνο – life nirvana στην οποία έχει πέσει , όλη η γενιά, με τα μούτρα.
Μεσοβδόμαδα νυχτερινά, αναρωτιέται τι είναι αυτό που καθιστά την επικοινωνία σ’ αυτήν τη γενιά των περασμένων τα πρώτα άντα τόσο ανάλατη...τι είναι αυτό που μας γυρνά στην ασφάλεια της παρέας, της ετερόφυλης, της δίχως το παραμικρό ίχνος αλατιού, τι είναι αυτό που μας κάνει να προτιμάμε την παρεϊστικη ασφάλεια από το να φάμε τα μούτρα μας, να δοκιμάσουμε, να αναμετρηθούμε. Μια παρτίδα ping - pong, βρε αδερφέ...παίξ’ την τη ρημάδα, το πολύ πολύ να ΄φας κανά καρφί φαλτσαριστό, ε και?? Καλύτερα, από το να παίζεις το ζευγάρι το παντρεμένο από τον καιρό της μεταπολίτευσης....flat καταστάσεις, όλα flat αρκεί να μην πληγωθούμε.
Flat ενθουσιασμοί, flat μπαρότσαρκες, flat ξαπλώστρες...33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη σκέφτεται τους 12 Ιούνηδες – Μάηδες, και όλα αυτά που εκείνοι δε θα μεγαλώσουν για να ζήσουνε...κι εμείς εδώ πολύ περασμένα την τέταρτη δεκαετία της ζωής που μας χαρίστηκε, να ξεχνάμε να τη ρισκάρουμε με συναίσθημα, έστω με αίσθημα. Ρίσκο να βάζουμε μόνο στα σπορ, στα extreme και στη ζωή κοτόπουλα...
Να θες να την – τον καλέσεις, κι αντί να το σηκώνεις το ρημαδοτηλέφωνο, να στέλνεις ίσως sms, mms, κάτι πάντως σε –s και να’ναι ουδέτερο! Το γένος και το αίσθημα! Να αποφεύγεις «το απευθείας» δια ροπάλου, λες και ο άλλος θα σε φάει ζωντανό, λες και θα τον ενοχλήσεις...να μη του διαταράξουμε την ηρεμία, τη nirvano – κατάσταση. Κι από την άλλη πάλι, να το σηκώνεις το κινητό με τη μέγιστη ευκολία Κυριακή βράδυ για να ενοχλήσεις τον έρμο τον ελεύθερο επαγγελματία με την κάθε είδους ανούσια ερώτηση που σου ‘ρθε εσένα του παλαβού και που δεν αντέχεις να την κρατήσεις μέχρι αύριο το πρωί Δευτέρας. Μόνο τέτοιας φύσεως τηλεφωνήματα...βρε δε πα να έχει πανσέληνο, δεν πα το φεγγάρι να είναι βαθιά πορτοκαλί, τεράστιο σαν σινί πίτας, τεράστιο να μην το χάνεις ένα πράγμα! του Έλληνα η ψυχή δε χαμπαριάζει...τρέχει στο γήπεδο, τρέχει στην παραλία, τρέχει στην εφορία, τρέχει στο ιόνιο, στην κυκλάδα, κάπου τρέχει και τρέχοντας...χάνει πολλά, χάνει όλα αυτά που νομίζει ότι τρέχει να προλάβει. Κι αυτά ρε παιδιά, μερικές φορές είναι κάτω από τη μύτη του = της, μια Kaiser μακριά, ένα τσιγάρο δρόμος, πάντως...εκατοστά, μετρημένα με το κλιμακόμετρο...κι εκείνοι οι 12 Ιούνηδες, Μάηδες δε θα μπορέσουν να τα αγγίξουν όσο κι αν τρέξουν, γιατί πολύ απλά δε θα τρέξουν. Αναπαύονται πλέον στη Συκιά της Σιθωνίας, στη Συκιά που εκείνης, των 33 Φλεβάρηδων, απλόχερα της χάρισαν αλάτι...για να νοστιμέψει η ζωή. Ευτυχώς εκείνη καμιά φορά θυμάται να σταματά, να τολμά, να δοκιμάζει κι ας νιώθει ούφο. Να τολμήσει να το παίξει το ping - pong, μια παρτίδα είναι κι ας χάσει, εξάλλου δεν είναι η Ιθάκη, είναι ο δρόμος, που μετράει. Ο δρόμος που οι 12 Μαήδες – Ιούνηδες δε θα περπατήσουν. Είναι η Συκιά σούρουπο Ιουλιανό, για εκείνη, είναι οι αθηναϊκές Νεραντζιές για τη Βίκυ, είναι ένα χειρόγραφο για τον Κωνσταντίνο, κάτι πάντως είναι...το αλάτι της ζωής, και όχι δεν είναι γένους ουδέτερου!

Αυτό το "ίδιο"

Τι είναι αυτό που κάνει τη γενιά των περασμένα τα τριάντα να τρέχουν πάνω κάτω στην Ελλάδα, να απολαμβάνουν αποχρώσεις θαλασσιές, πράσινες και κίτρινες ξασπρισμένες και τελεία πουθενά?
Κυριακάτικο πρωινό, δίχως hangover κυριολεκτικό, αλλά με αυτό το άλλο το μεταφορικό...πού θέλω να την πάω τη ζωή μου, σε ποια θαλασσιά απόχρωση να θέλω τώρα να βουτήξω...οι options να περνούν στιγμιαία από το μυαλό και ο «ποταμός» να μοιάζει εξίσου τραβηχτικός με εκείνη την παραλία που περιγράφει η Έλενα στην ανατολική Μακεδονία, το Ζαγόρι με την πλατεία που φιλοξενεί τον μικρό μου Ίβηρα να μοσχοβολάει υψόμετρο, τα ορεινά καλέσματα για την ονομαστική γιορτή να μοιάζουν απίστευτα τραβηχτικά, σχεδόν αναπόφευκτα, τα Σύβοτα που φέτος, αν είναι δυνατόν, να τα έμαθα φέτος περασμένα τα 33...και να ντρέπομαι φριχτά, να φαντάζουν ιόνεια στραφταλιστά...η Λήμνος μόλις τέσσερις ώρες από κάπου πιο ανατολικά, ο Άθως να τερματίζει το τρίτο πόδι....καταλυτικά και να βάζει την πιο ωραία τελεία, σούρουπο ιουλιανό...κι εγώ να μένω άφωνη και χωρίς όρεξη για φαγητό...
Τι είναι αυτό που κάνει τους φίλους μου, να καβαλούν ένα τετράτροχο και να χάνονται προς κάθε γωνιά της ελληνικής παράκτιας και όχι μόνο ελληνικής γης?
Πώς να χωρέσει το ελληνικό καλοκαίρι του κάθε, Έλληνα στην ψυχή, μέσα σε λέξεις?? Η Αννούλα στο Corpus Christi και η ψυχή της στον «Τάκη» και στα βυθισμένα στη θάλασσα τραπέζια του, κι ένα καρώ τραπεζομάντιλο σε αποχρώσεις κλεμμένες από τη θάλασσα του αιγαίου για φόντο στα μουσμούλια...χτες τα’ μαθα κι αυτά, 33 Φλεβάρηδες μετά, ένα καλοκαιρινό μέχρι πρότινος φρούτο...., «φρούτο» θαλασσινό στο πιάτο μου...σιωπηλά έδωσα τη συγκατάθεση, νοερά, στους γονείς...καμιά φορά ένα ψάρι μπορεί, ναι μπορεί να είναι ...φρούτο!!!
Ο Τεό σκαρφαλωμένος σε ελληνικό σκουτεράκι, σε ένα νησί που ξεκινάει με Αν- και που όπως όλα τα νησιά με Αν- τα ολίγον ανάποδα, τα άβολα, τα ανέγγιχτα, τα δικά μου πιο αγαπημένα, να μου εκμυστηρεύεται ότι φέτος το νιώθει πως θα την αγοράσει τη γη, την πατρική, κι εγώ να παραλαμβάνω το mail, στο δικό μου, ολόδικο μου πλέον Θερμαϊκό, και να ονειρεύομαι ήδη φασολάδες μαζί του, στα Χάνια του Πηλίου.
Ο Τάσος να μετράει ανάποδα τις μέρες, κι εγώ μαζί να μην μπορώ να συγκρατήσω τα χαμόγελα για ένα τέρμα, στην πιο πιο νότια αγκαλιά που κρύβει αυτή η γη που σαν αυτή δεν έχει, με κρασιά από κάτω από το αυλάκι και τσίπουρα ντόπια και φρούτα όλων των ειδών...
Τι είναι αυτό που κάνει τους φίλους μου, να τραβολογούν ιόνιο - αιγαίο, βαρκαρόλα ένα πράγμα, το φουσκωτό λες κι είναι Παγκράτι Κολιάτσου. Τι είναι αυτό που κάνει την Ανάβυσσο και τα σπίτια της δεκαετίας του ’70, του ελληνικού ’70, τα σπίτια της Ριρής, της Άλμας, της Μαριάνθης, σπίτια καλοκαιρινά, με ψυχή, με αλάτι και ιώδιο και ίδια ερασιτεχνικά σερβίτσια κρυμμένα στα ντουλάπια της παιδικότητας μας...ακαταμάχητα ελκυστικά?
Τι είναι αυτό, το ίδιο, στη φωνή του Αιμίλιου, κάτω από πηλιορείτικο πλατάνι, του Κωστή, δίπλα σε Σιφνιακή παραλία, αυτή η ίδια χροιά στη δική μου φωνή όταν περιγράφω τραπεζώματα κάπου στη Βουρβουρού?
33 Φλεβάρηδες μετά, αυτό το «ίδιο», είναι τα τζιτζίκια, τα τρυζόνια, το πράσινο φιδάκι, τα πορτοκαλί μπρατσάκια, το απλωμένο χταπόδι, τα χάρτινα τραπεζομάντιλα με ζωγραφιές από Bic στυλό, η αμμουδιά φερμένη πάνω σε πηλιορείτικες πλάκες, κάτω από ξύλινα τραπέζια, πάνω πιάτα αραδιασμένα, πιρούνια ανάκατα ολονών μαζί μπερδεμένα, πιο πάνω ένα φεγγάρι πορτοκαλί αυγουστιάτικο και γύρω γύρω φωνές και γέλια αραδιασμένα! Αυτό, ναι είναι το «ίδιο» για όλους μας, βαθιά, αγιάτρευτα ελληνικό καλοκαίρι!