Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

F as Federico

Τρέχω να προλάβω. Έχω ραντεβού με την αθωότητα. Θα την προλάβω στο τσαφ! Πλένει τα δόντια της σκαρφαλωμένη στο σκαμνάκι, αυτό που την κάνει ένα σκαλοπατάκι ψηλότερη. Μπαίνω στο δωμάτιο της, ανάβω το σωστό φως, αυτό που κάνει το παιδικό δωμάτιο της ακόμη πιο παιδικό! Ναι, υπάρχει! Προσωπικά εμένα με ξετρελαίνει. Της φωνάζω...
«Εύα, να ξαπλώσω στο κρεβάτι σου?»
«Ναι», θα μου πει, θα μου το δώσει έτσι απλά, σα να’ ναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου!
Σα να τη ρωτάς, «Εύα, θες σοκολάτα?»
Αυτό το ναι που μέχρι χθες ήταν όχι, ανοίγει για μένα τις πύλες του παραδείσου. Όποιος ξαπλώνει σ’αυτό το κρεβάτι νιώθει σαν στο «εργοστάσιο του Τσάρλυ», σαν στο «ο Μικές μες στη σουπιέρα», σαν «η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», σαν, σαν, σαν σε κάθε αγαπημένο του παιδικό βιβλίο.
Έρχεται κι αυτή. Αυτήν την εβδομάδα το χρώμα για τους περιπάτους στη χώρα των ονείρων θα είναι το ροδί ανοιχτό που πλησιάζει στο ροδακινί!!! Τέλειο χρώμα, ζουμερό! Εγκρίνεται σιωπηρά!
Ένα ματζέντα παπλωματάκι θα τη σκεπάσει ολόκληρη, αφήνοντας να προεξέχει μόνο το κεφαλάκι της. Νυστάζει, αλλά να, λίγο να τα πούνε οι δυο τους.
Είναι και ΠΑΟΚ και Ολυμπιακός, δε θέλει να χαλάσει το χατίρι κανενός από τους δυο τους. Άμα οι οπαδοί του ΠΑΟΚ λένε άσχημες λέξεις, εμείς, εκείνη δηλαδή κι εγώ, θα τους μαλώσουμε! Μου εξηγεί.
Άμα δεν παίξουμε καλά? Τη ρωτάω...Τι θα τους κάνουμε?
Θα τους πούμε, γιατί βρε παιδιά?
Με κοιτάει με μάτια παραπονεμένα, φαντάζεται τον εαυτό της ήδη μπροστά σε κοτζάμ μαντραχαλάδες, να τους ρωτάει, «γιατί βρε παιδιά?» ακριβώς όπως κι εγώ με φανταζόμουν το καλοκαίρι να αναλύω τα συστήματα της Μπάρτσα στο press room!
«Εύα», της λέω, «εγώ λέω να τους βάλλουμε να τρέξουν καμιά ώρα παραπάνω, να αποκτήσουν φυσική κατάσταση, να μην τα φτύνουν στη μέση του αγώνα».
Εκείνη δεν εντυπωσιάζεται, έχει μείνει στη δική της ατάκα. «Όοοχι», μου λέει. Να το μας πάλι το όχι, δεν το γλιτώνω με τίποτα. Παίρνω για κάθε δέκα όχι, κι ένα ναι! Αυτή είναι η αντιστοιχία! 33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη που μόλις μπαίνει στα εφτά, μου κάνει γυμνάσια!
Βγάζει και τα δυο χεράκια και παίζει με τις φράντζες μου, την ώρα που μιλάμε.
Ροδακινί, ροδί και ματζέντα!
Τσουπ κατεβάζει τα ποδαράκια στον κόσμο των μεγάλων. Βγάζει το αναγνωστικό από την τσάντα της. «Το τελευταίο κείμενο της χρονιάς», μου λέει, «είναι μικρό και εύκολο, στο τέλος όλα γίνονται εύκολα!» Μου εξηγεί.
Το ξέρεις το κοχύλι?, με ρωτάει.
Όχι, της λέω, δεν το ξέρω.
Ξανασκαρφαλώνει στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα, καθιστή αυτήν τη φορά.
Ένα δαχτυλάκι υπογραμμίζει αέρινα τις λεξούλες μία, μία.
Τα μαλλιά της πέφτουν στα ματάκια της, την εμποδίζουν, τα σπρώχνει με το άλλο χεράκι το ελεύθερο.
Θα μου το διαβάσει όλο με μια ανάσα. Θα κρατάω τη δική μου ανάσα, να μην την ενοχλήσει, να μην της αποσπάσει την προσοχή, της φτάνουν τα μαλλάκια, μεταξένια, που πέφτουν στα μάτια, αυτά τα μάτια τα νυσταγμένα λίγες μέρες πριν τα γενέθλια των εφτά κατάδικων της χρόνων!
Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα.
Αχ βρε Εύα, εύχομαι να σου το κάνουν δώρο το κοχύλι, να είναι βγαλμένο από το βυθό της θάλασσας, αυθόρμητα μια μέρα καλοκαιρινή, ο ήλιος να λάμπει Ιούλιο, η θάλασσα να στραφταλίζει Αιγαίο, κι εσύ να ακούς τον Φεντερίκο που πρώτη φορά γνώρισες στα εφτά σου σχεδόν, να σου το ψιθυρίζει.
Χρόνια πολλά!
http://www.youtube.com/watch?v=pnZUCMSZwSI