Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

L as Local=topikothta

Μήνας Απρίλης, γκρι. Βροχή. Παύση. Βροχή. Πώς φτάσαν να αναλύουνε τους μήνες σε δεκαήμερα! Δεν το φανταζόντουσαν. Όχι αυτές! αυτές κανονικά το πάνε ορθολογιστικά. Κανονικά...τι είναι το κανονικά? Τώρα το πάνε μεταφυσικά, μπλέξανε με το ποιο είναι πριν και πιο είναι μετά! Παραλία. Τρίτη του Πάσχα, πόλη άδεια. Ανηφορίζουν από το συντριβάνι. Ξαρχάκος, ο αδερφός της φοιτητής. Όταν τις σπάνιες πια φορές που περνάει από κει, εκείνον σκέφτεται, πάντα, φοιτητή. Αγγελάκη, βροχή, ακρόαμα, παλιά, πιο παλιά? Σινεμά!
Βέρντι ανακαινισμένο. Ζώγια, τσάι και συμπάθεια. Το πτυχίο της Μαρίας, εκείνη μ’έναν δερμάτινο κροκί. Εγνατία, φωτογραφείο, ζευγάρια. Υπάρχουν? Με φόντο τον πύργο, τα κάστρα, τη θάλασσα, το Βυζαντινό. Υπάρχουν? Κορνίζα ασημί. Είναι απαραίτητη? βοηθάει το ασημί?
Εγνατία.
Βροχή. Καφέ με πράσινες ομπρελίτσες, να φαίρνει Αθήνα. Πολύ. Εσπρέσο διπλός. Πορσελάνη γραμμένη εσωτερικά, να φωλιάζει μέσα της, εκτός από την αδυναμία και μια ερμηνεία. Τοπικότητα. Ωραία λέξη. Σκέφτεται το μεταπτυχιακό με φόντο το Αιγαίο, τοπικότητα...ωραία λέξη.
Χαρτιά εκτυπωμένα. Το μετρό του Μεδιολάνου, ένα φλυτζάνι που εξηγεί την «τοπικότητα», να συγκρατεί με το απειροελάχιστο βάρος του, και τα όνειρα τους. Μερικά γραμμάρια, μεταφορικά, και μερικές ώρες, κυριολεκτικά, τις χωρίζουν από το ταξίδι. Θαλασσί με φόντο το γκρι, το βρεγμένο, την επιστρέφει εκεί, στην τοπικότητα. Εκεί, ακριβώς δίπλα της, μια μέρα ουδέτερη, μετά από μια μέρα εξαιρετική, η ζωή αποφασίζει να καθίσει δίπλα της για να της πει.... «ακόμη δεν είδες τίποτα», «δες πόσα μπορώ να κάνω!», «μπορώ ακόμη να σε αφήνω άναυδη, κι εσένα που έχεις γίνει υπεροπτική, ναι εσένα, 33 Φλεβάρηδες μετά, εσένα που δήλωσες ότι σε ρίξανε από τον έκτο και άντεξες, εσένα που δήλωσες πώς όλα πια τα περιμένεις...ε, να πάρε για να χεις...Διαχείριση, καλύτερα το εσωτερικό του φλυτζανιού να εξηγούσε τη διαχείριση...
Τοποθετεί τα Α4, ξανά και ξανά, το ένα πάνω στο άλλο, να συγκεντρωθεί στις στάσεις, πόσες χωρίζουν το σημείο Α από το σημείο Β, αλλαγή μία πρέπει να κάνει. Θα την κάνει τη διαχείριση, να μου το θυμηθείς!
Γιατί δε χαμογελάει?
Στο Duomo, θα πάρει την κίτρινη γραμμή.
Γιατί δε χαμογελάει?
Τρεις γάμοι. Δώρα. Ο τέταρτος θα είναι και ο πιο αδικημένος...στα δώρα, εξηγεί. Φλυαρεί. Στον πρώτο το δώρο ήταν μούλτι κούλτι, σαν αυτούς, για να μοσχοβολάνε τα πρωινά και να μοιάζουν σαν αυτά της διαφήμισης, ήταν και αυτόματη, αλλά η ζωή δεν είναι διαφήμιση, μπορεί όμως να γίνει τέχνη! Το μαθε στα 32!
Πίσω στην «τοπικότητα», του εξηγεί, η τέταρτη χωρίς δώρο ακόμη, στην ουσία δεν το χρειάζεται, όμως, 33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνη το ξέρει. Κατερίνα, εσύ το ξέρεις?
Μα γιατί δε χαμογελάει?
Άνεση, αέρας, αέρας, φυσάει. Αυτήνης της έμειναν τα μοσχοβολιστά πρωινά, δεν τα ετοιμάζει στο μούλτι κούλτι, αλλά στο άλλο το βιδωτό, στης Bialetti..., εξάλλου αποφάσισε ότι τα ερασιτεχνικά είναι τα καλύτερα, η Νάντια το ξέρει, τα ερτζιανά πρέπει να είναι ερασιτεχνικά.
Πίσω πάλι...ευτυχώς θέλει να πει, της ζωής...ευτυχώς!!!
Πράσινο λαδί. Βροχή.
Πόρτα θεόρατη ψηλή. Ήχος μεστός. Έξω σκοτάδι, μέσα φως.
Περπατά, περπατά, περπατά. Φορεματάκι γκρι, τούλι αχνό. Σκάλα κατηφορική, εκεί μπροστά κι όμως για κείνη ανηφοριά.
Τα πράγματα κανονικά είναι απλά, πολύ απλά.
Κανονικά οι πόρτες θα ‘πρεπε να ανοίγανε σα στα παραμύθια, αλλά ο Στέλιος είναι μακριά. Κι εκείνη, 33 Φλεβάρηδες μετά, πρέπει τις πόρτες να μάθει να της ανοίγει μόνη της, πια.
Ευτυχώς!