Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Monokatoikia se nhsi, loipon...

Την ξύπνησε ένα κουνούπι, μου γράφει. Το ανώδυνο.
Το γράψιμο είναι πρέζα...ένα βόλεμα ίσως...Το επώδυνο! Μου γράφει και κάτι που είπε ο Αναγνωστάκης. Σιγά μη το γράψω! Με αποκαλείς coward? Τη ρωτάω. Έχω χάσει επεισόδια, μου απαντάει.
Τα mail της Έλενας είναι σαν καλάθια με τοπικά προϊόντα Τήλου! Έρχονται και όποτε να’ναι. Λατρεύω το αναπάντεχο. Πλεκτά καλάθια, σκεπασμένα με βαμβακερή petits carreaux πετσέτα, που κρύβουν μουσικές, φωτογραφίες, αποστάγματα σκέψεων και άυλα φαγητά, ενίοτε και ρακόμελα.
Τα γράφει σε αναπάντεχες στιγμές, απρόσμενες, εκείνες τις στιγμές που χάνονται στην πόλη. Το φαγητό στη μαρμίτα, κι αντί για αλάτι, τσουπ μια πρέζα mail. Ρακόμελα να ετοιμάζονται στη βεράντα, τσουπ κι ένα shot ηλεκτρονικό!
Αχ ο χρόνος, ίδιος κι εδώ κι εκεί κι εκεί να χωράει περισσότερα! Στην Τήλο ο χρόνος είναι ελαστικός, σα τσιχλόφουσκα μπαμπαλού, έχουν κάνει και κάτι με τη ζάχαρη, δε χαλάει τα δόντια. Ώρες ώρες μου έρχεται να γεμίσω το στόμα μου ροζ μπαμπαλού και να ανέβω στον Διαγόρα. Πάει κι έρχεται ο Διαγόρας,. Καταφτάνει στο λιμάνι με τα πορτοκαλί φωτάκια του, μου γράφει. Τον έχω και φωτογραφία.
Τώρα τελευταία στο κάδρο προστέθηκε κι ένα πιάνο. Για εμένα η Τήλος είναι ξαφνικά ένα πιάνο. Ανάποδο παιδί, 33 Φλεβάρηδες μετά, η Τήλος είναι ένα πιάνο!
Τα πάντα όλα.... Αντί να είναι ένα βότσαλο, ένα ηλιοβασίλεμα, από τα άπειρα που μου χει στείλει, και που σα της πόλης της, της μητρικής παρεπιπτόντως δεν έχει, εγώ κρατάω το πιάνο. Φταίει ένα βιβλίο, πίσω στο 93.
Χτες φτάσανε και οι τελευταίες φωτογραφίες. Απόγευμα νυχτωμένο στην πόλη, το πολεμάω με όλα τα φώτα της μαύρης μου κουζίνας αναμμένα. Η εργασία με κυκλαδικά ειδώλια, κούρους και κάτι άλλους τύπους νεοκλασικιστές στο save as.
Την κοιτάω να ποζάρει κρατώντας το μπαλάκι του τένις σπασμένο στη μέση, άραγε ξέρει ότι κρατά την ευτυχία?
Μια γιαγιά με τσεμπέρι μαύρο περπατά στο χωμάτινο δρόμο, άραγε ξέρει ότι την περπατά? την ευτυχία?
Μια καμπάνα δεμένη με σκοινί ναυτικό, φονταρισμένη σε άδειο από φύλλα δέντρο.
Ελενάκι, ωραία λέξη η «φιλύρα», τι λες?
Μια μέλισσα στο κίτρινο! Ανοιχτό διάφραγμα, τα γύρω θολά, ταχύτητα, δεν ξέρω...ίσως πάνω από 400, τα φτεράκια της δεν κουνιούνται, Κοσμά,τι λες? Το πάω καλά?
Ένα οίκημα μακρόστενο, κεραμίδια σπασμένα στη στέγη...η Γιώτα χωμένη σε ένα αρχοντικό κλεισμένο χρόνια, στην Κέρκυρα, να ανοίγει κώδικες αξεσκόνιστους.
Ένα ρολόι ΔΕΗ δίπλα σε έναν τρούλο λευκό. Ένα λουλακί, ασβέστης κι ένα οξειδωμένο τυρκουάζ. Θέλω να ρθω.
Κάτι παραθυρόφυλλα σε ένα πράσινο μπλε, που δεν είναι ούτε πράσινο, ούτε μπλε.
Περιμένουν να ανοίξουν, όχι ακόμη...παλεύουν το χρώμα, τον τόνο, τον παλεύουν?
Μονοκατοικία σε νησί, λοιπόν...
Καπουτσίνο, πρωινό και η μέρα ξεκινά....
Γαλλικός, πρωινό και η μέρα ξεκινά...
Ελενάκι, ένα κουνούπι με ξύπνησε κι εμένα. Ένα κουνούπι και το μπιζζζζζζ στην καταιγίδα. Ακόμη κολλάει η καταιγίδα, εξακολουθεί να με συγχύζει, αλλά βαριέμαι να την αλλάξω. Λες να ‘χει καταλάβει ότι υπάρχει θέμα?

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

ena kitrino

Την ξαναβρήκε θρονιασμένη σε ένα καρότσι κόκκινο. Δρόμος στενός, ανάποδος, σηκωμένη από τα χαράματα εκείνη, πεζοδρόμιο μια σταλιά, με μια βαλίτσα κόκκινη, πάτησε σταθερά στο γκρι, ανασκουμπώθηκε, κοίταξε δεξιά της...και τις είδε.
Να έρχονται, από τη στροφή, να έρχονται. Ένας ουρανός γαλάζιος, αφημένος δέκα χρόνια πίσω, ένας δρόμος άγνωστος και η οικειότητα, αυτό.
Να σκύβεις στο ύψος των ματιών της, να τσουλάς το καρότσι στο ποτάμι, να την αφήνεις πάνω στο γκαζόν. Σκιουράκια, καθίσματα μεταλλικά, εδώ κι εκεί, κι εκείνη εκστασιασμένη...το γκαζόν δίπλα της, τόσο κοντά, τα δέντρα δίπλα της τόσο ψηλά, κι όλα τα χρώματα αναπάντεχα τόσο καινούρια. Το Monterey και το Potsdam, να γίνονται ένα και να συγκλίνουν εδώ, εδώ σε αυτά τα χώματα που πατά εκείνη, χεράκια ανοιχτά, ματάκια να ανοιγοκλείνουν, στοματάκι σαστισμένο, μισή μπανάνα, ένας κόσμος ολόκληρος...
Ο πρώτος μας καφές έξω, κραγιόνια απλωμένα στο τραπέζι, καπουτσίνοι και γλυκά τούρμπο στη σοκολάτα, κι εκείνη με το ραβίολι το χειροποίητο στο χέρι, να νοστιμεύεται το τυράκι. Παρασκευή απόγευμα, να μην μπορεί να πάρει τα μάτια, από πάνω της.
Πρωινά σε έναν διάδρομο, κίτρινο παιδικό, να φωνάζεις το όνομα της, να ακούς βηματάκια να τρέχουν, να χάνεται στην αγκαλιά σου, η ευτυχία να έχει χρώμα κίτρινο. Tο χρώμα μας, το δικό της και το δικό μου, είναι ένα κίτρινο, το έχουμε αποφασίσει...
«Κίτρινο», της λέω, στις 7 το πρωί...
Με κοιτάει, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι μου το λέει πίσω, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι είναι το πιο πιο πιο έξυπνο παιδί του κόσμου. Μαγουλάκια αναψοκοκκινισμένα, νομίζω ότι είναι ενθουσιασμένη με τη νέα κίτρινη κατάκτηση!
Κίτρινο, αχ Ηλέκτρα, και μπλε σαν τα τζην που φοράμε, και κόκκινο σαν τα παπάκια που θα βάλεις για τον παιδικό. "Εσύ κι εγώ", της λέω συνωμοτικά, "φοράμε μπλε!"
«Ανάποδα», με μαλώνει η μαμά της, "ανάποδα της τα λες, θα νομίζει ότι φοράμε μπλε, θα κοιτάει το τζην και θα λέει μπλε!"
Στον κόσμο της Ηλέκτρας και τον δικό μου, έχει γίνει ήδη μια σκανταλιά, μοιραζόμαστε ένα τζην, έναν τοίχο και δυο παπάκια! Ανυπομονώ να είναι δικά μου, το πρώτο της κίτρινο, και το πρώτο μπλε, και το πρώτο κόκκινο, τα βασικά χρώματα, ανυπομονώ να είναι δικά μου.
Σκέφτομαι τον Στέλιο και την απάντηση του, εκείνη την παιδική, στην επιστροφή από την πρώτη έξοδο στην Ευρώπη. Σκέφτομαι εμένα και την απάντηση μου, την τωρινή, όσον αφορά την Αγγλία. Κίτρινο, θα του πω, ένα κίτρινο ούτε λεμονί, ούτε πορτοκαλί, ένα κίτρινο ιδανικό, στα 10 εκατοστά από τα μάτια μου, ξαπλωμένες στο διάδρομο, εκείνη κι εγώ, τι κρατώ? Έναν διάδρομο κίτρινο, αυτό!
Ανάποδα, αχ Ηλέκτρα, ανάποδα στα μαθαίνει όλα η θεία σου, τον διάδρομο και το κίτρινο, ανάποδα, Αγγελικούλα, ανάποδα, περασμένα τα 33, ανάποδα για να προλάβει, να προλάβει να της περάσει την οπτική της. Αχ Αγγελικούλα, ανάποδα, όπως μια ζωή όλα ανάποδα, τι λες?
Μας κοιτά, περασμένα τα 33 εγώ, μας κοιτά. Ένα βλέμμα να ξεχειλίζει κατανόηση, περασμένα τα 33 με αφήνει, να μαθαίνω ανάποδα πράγματα σε ό,τι πιο λατρεμένο έχει. Να σου εμπιστεύονται τα ανάποδα...αχ η οικειότητα, πόσες αναγνώσεις πίσω, από αυτό που βλέπουν οι άλλοι, πολλές!
Τι κρατάω, Στέλιο μου, από αυτήν την έξοδο στη γηραιά Αλβιώνα?
Με τη λογική...την Tate Modern, με το στομάχι...μια gallery, με το συναίσθημα...την Ηλέκτρα στον πιο ωραίο διάδρομο της ζωής μου...και να’ναι κίτρινος!
Ένα χρώμα, ένα κτίριο και δύο κείμενα, περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, για την Ηλέκτρα, της ζωής μου!

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

M as dad

Αν ήταν να διαλέξει τη στιγμή που τον γνώρισε, θα διάλεγε εκείνη που την κρατά στα γόνατα του αγκαλιά. Εκείνη να φορά, φορμάκι ριγέ άσπρο με πράσινο του πεύκου, κι εκείνος με τη βέρα στο αριστερό. Την κοιτά και τον κοιτά. Μια ζωή τους περιμένει. Μπροστά αλάνα, μπαλκόνι στο 1.20, μετρημένο. Αυτό. Φως απογευματινό, πορτοκαλί, μελάτο.
Αν ήταν να διαλέξει γιατί τον αγαπά, θα διάλεγε εκείνο το επειδή, που χωράει μέσα του, όλα τα όνειρα. Πολύ πριν τους δικούς της 33 Φλεβάρηδες, φοιτητής νομικής, στην πόλη να κυνηγάει τα δικά του. Χρόνια αργότερα, να τους αφήνει να ονειρεύονται, να δημιουργούν, να πέφτουν και να σηκώνονται, να αγχώνονται, να μην κοιμούνται τα βράδια, να έχουν λεφτά, να μην έχουν δεκάρα τσακιστή, να μπαίνουν στο σπίτι το πατρικό με χαμόγελα ως τα αυτιά γιατί η δουλειά πήγε καλά, να μπαίνουν στο σπίτι με τα μούτρα στα πατώματα γιατί δεν την αφήνουν να εκφραστεί κι εκείνη τις λύσεις τις μεσοβέζικες δεν τις αντέχει. Να έρχονται γράμματα από την άλλη ήπειρο, με αγωνίες, δεν ξέρω ακόμη τι με κάνει ευτυχισμένο στη δουλειά....με τέτοια διάφορα να πέφτουν σα μετεωρίτες πάνω στο κεφάλι του, κι εκείνος εκεί, γκρίνια μηδέν, με ένα γραφείο δικηγορικό που ενάντια στα δεδομένα, δεν τους το πάσαρε. Τους άφησε να είναι αυτοί. Ένα «αυτοί», ευρύχωρο.
33 Φλεβάρηδες μετά, αν ήταν να διαλέξει μια στιγμή από τις συναντήσεις τους τις φοιτητικές με τη μαμά, θα ήταν στο Ντορέ, Κυριακή, με σοκολατί γλυκό και το Βήμα αραδιασμένο. Το δώρο του μπαμπά στη μαμά, τουλάχιστον αυτό που επιλέγει αυτή, είναι οι κυριακάτικες, και όχι μόνο, εφημερίδες. Η θαλπωρή περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες μυρίζει μελάνι, ανάποδο διάβασμα και λιωμένη σοκολάτα, σ’ένα προφιτερόλ στο Ντορέ που πια δεν υπάρχει...
Αν ήταν να επιλέξει μια στιγμή, θα ήταν προβολή σινεμά σε μια πόρτα δωματίου παιδικού, σκοτεινιά, μπανανόφλουδα και γέλια ξεκαρδιστικά παιδικά, από αυτά τα ανέμελα ολοκληρωτικά, γέλια παραδομένα.
Αν ήταν να επιλέξει μια αναποδιά, θα ήταν αυτή, της χρονιάς του 08. Επειδή το 08 την έφερε πιο κοντά στο μεγαλείο της ψυχής του. Κοντά στον μπαμπά της, αναπνέει. Να την έχει εκεί αντικριστά, να κυλάν τα δάκρυα βουβά, σε πιάτα φαγητού, ψάρι απαγορευμένο για καιρό, νερό, νερό, πολύ νερό, κι εκείνος πάλι δίκαιος με το παρελθόν και ψύχραιμος με το μέλλον. Στο παρόν τότε, βάλανε τελεία. Το Μάη του 08, βάλανε μια τελεία. Το δίπλωσαν προσεκτικά το πριν, το βάλαν στο κουτί, κι από εκεί στο πατάρι, να κάνει παρέα στο γκρι Atari.
33 Φλεβάρηδες μετά, είναι αυτό που είναι γιατί εκείνος την άφησε να είναι, αυτή, αυτή με τα λάθη της, τις αποκλειστικά δικές τις επιλογές, το επιλεκτικά πεισματάρικο του χαρακτήρα της, το παρορμητικό, το ενθουσιώδες, το δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνει του κεφαλιού της όσον αφορά τα δικά της.
33 Φλεβάρηδες μετά, εκείνος είναι ο λόγος που λατρεύω το μη γλυκερό, γιατί η τρυφερότητα μπορεί να υπάρχει αλλού. Την έχω νιώσει πολύ παλιά σε ένα μπαλκόνι. 33 Φλεβάρηδες μετά, λατρεύω τη λιτότητα, τη διαύγεια, αυτό το ελάχιστο που μένει στην κουβέντα, το μόνο που χρειάζεται. Ένα, δύο, τρία. Καμιά φορά το να είσαι κοντά μπορεί να απλώνεται σε δυο βιβλία ανοιχτά, απόγευμα Σαββάτου, σε διπλανά δωμάτια.
33 Φλεβάρηδες μετά, λατρεύω να βάζω το κλειδί στην πόρτα του πατρικού μου σπιτιού, εκείνος θα διαβάζει εφημερίδα, ο καφές θα στάζει στην καφετιέρα, το φως στην μπερζέρα του –μου αναμμένο, η μαμά θα λείπει για το προφιτερόλ. Είναι η αδυναμία του και σήμερα εκείνος γιορτάζει. Ο Τάσος θα τον πάρει τηλέφωνο να του ευχηθεί, κι εκείνος θα γυρίσει την κουβέντα στις τελευταίες κινήσεις του Ομπάμα. Στη δική μου οικογένεια, αυτός είναι ο τρόπος να λέμε «σ΄αγαπώ»!
So Daddy, ...σήμερα αποφασίζουν για το health care in the House!

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

H as Hotel

Σε μια μπάρα τον γνώρισε. Μήνας Μάρτης. Διαφωνούσαν για το πού πέφτει ο Όλυμπος. Σποραδικές οι συναντήσεις, μετρημένες στα δάχτυλα. Κολλημένοι και οι δύο, μαζί και πολλοί άλλοι με το “ωραιότερο” μαγαζί της πόλης. Εκείνη το έχει στα εφτά λεπτά μετρημένα από το σπίτι της. Βασικά, μόλις περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες…ζούσε εκεί, το καθιστικό το δικό της δε βρισκόταν στη θέση του, αλλά κανά τρεις στάσεις παραπέρα. Λάτρευε να πηγαίνει με αθλητικά. Υπογράμμιζε, το συνοικιακό της κατάστασης κατά πρώτον και κατά δεύτερον….το χαλαρό της κατάστασης.
Τον ξαναπέτυχε σε μαγαζί στο κέντρο. Πάνω από τρεις φραπέδες, και μέσα από κουβέντες ουσιαστικές, χαμογέλασε στον όμορφο τρόπο σκέψης του. Συνειδητοποιημένος, ήρεμος, ήξερε να κάνει διαχείρηση. Εκείνη πάλι, περασμένα τα 33 έκανε trekking σε ποτάμια νοερά. Νερά ορμητικά, δείνες, κοτρώνες, γλύστρες…ήταν πανηγυρικά απασχολημένη. Ενίοτε προλάβαινε να ρίξει καμιά ματιά σε ανοίγματα απρόσμενα ωραία. Και ναι, εκείνος τότε ήταν μια όαση.
Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο….
Ένα φθινόπωρο χειμωνιάτικο και ένα φθινόπωρο φθινόπωρο, είναι το φθινόπωρο φέτος. Καθισμένοι στο μαγαζί της gang, τον ψυχανεμίζοται. Πόσος πόνος, πόσος δρόμος, πόση ενέργεια, πόσο…πόσο ακόμη…
Πόσο ακόμη, πόσα τραπέζια, πόσες κρατήσεις, πόση οργάνωση, πόση καταπόνιση σωματική, πόσος ύπνος ανύπαρκτος, πόσες σκέψεις την ώρα που το κλειδί μπαίνει στην εξώπορτα, πόσα πρωινά, πόσα βραδυνά, πόσα να περάσουν, πόσα?
Πόσες αναχωρήσεις ξαφνικές από μαζώματα με στενούς, τους πιο στενούς, αφημένους πίσω, πόσα βλέμματα στην πλάτη σου, πόσες σιωπές με αποσιωπητικά, πόση μοναξιά, πόση?
Πόσες προκλήσεις, πόσο απότομος, πόσο απόμακρος, πόσο γκρι, πόσο ώχρα κακιά, πόσα τηλεφωνήματα κλεισμένα στη χούφτα σου που δεν πήγαν πουθενά. Πόσα να θες και πόσα να μην επιτρέπεται.
Πόσα πλακάκια στην παραλία, πόσην ώρα Μακεδονία – σπίτι και πόσην ώρα σπίτι – Πύργος Λευκός και πόσην άλλη στο Παλατάκι. Πόσες αδιάβαστες παρατημένες κυριακάτικες εφημερίδες, πόσοι εσπρέσο, πόση σιωπή, πόση?
Πόσα ταξίδια αταξίδευτα, πόσοι φίλοι ανήμποροι προς τα εσένα, πόσο άχαρο για εκείνους, πόση ομίχλη για σένα, πόση ασυνενοησία…
33 Φλεβάρηδες μετά, το βλέμμα της σταματά απάνω του, δεν είναι δικός της στενός φίλος, εξάλλου τώρα δεν μπορεί, προσπαθεί να φιλιώσει με τον εαυτό του. Τον κοιτά από την αντιπέρα όχθη και κρατά την αναπνοή της. Αχ αυτός ο παγωμένος αέρας, να περιονιάζει τα κόκαλα, σαν τον αέρα στην Πλάκα…
Πώς να του πεις ότι το φθινώπορο θα ξαναγίνει όμορφο, πιο όμορφο, οι καφέδες με φίλους πιο αρωματικοί, και πως μακάρι τη μετακόμιση στο νέο του σπίτι να την έκαναν φίλοι…
Πώς να του πεις, ότι περασμένους τους δικούς του 33 Μάρτηδες, Απρίληδες, δε θα χρειάζεται την κράτηση στο Hotel, όπως κι εκείνη άφησε το Β, αλλά θα αδημονεί να τραπεζώνει τους φίλους τους καρδιακούς που τον περιμένουν στην άλλη πλευρά.
Τον περιμένουν, το βουνό τον περιμένει, τα χρώματα τον περιμένουν, τα χαμόγελα τον περιμένουν. Όλα είναι εκεί και περιμένουν, το ακούς?
33 Φλεβάρηδες μετά, "άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας", στο αφιερώνω, το είδα σε μια άλλη ζωή, σ' ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά σινεμά του ανατολικού Βερολίνου. Του Βερολίνου που με κάνει να χαμογελάω. Θα δεις!

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

R as Rachmaninoff

Ξέρω ότι τον γνώρισε σε άλλη πόλη. Αν έμενε στη γηραιά Αλβιώνα, ίσως και να έμενε στο southbank. Εκείνη πάλι, από όσο ξέρω, θα ψοφούσε να έμενε σε κάτι βιομηχανικό. Συμπτωματικά, στην κανονική τους ζωή μένουν δίπλα στο concert hall.
Εκείνη αγνοεί τις ιόνιες σπεσιαλιτέ, αναρωτιέται τι κάνει λάθος στον τηλεφωνικό λογαριασμό ώστε να πληρώνει penalty...ρωτάει όλον τον κατάλογο ποτών, ενώ ξέρει από την αρχή ότι στο τέλος θα το πάρει το esmeralda...
Εκείνος τυγχάνει να γνωρίζει ένα προς ένα τα συστατικά του sofrito, ξέρει από την αρχή ότι εκείνη θα πάρει το μοσχαράκι, ενίοτε τις φορτώνει σακούλες και έχει τεράστια διάθεση να την τραβολογάει στα καταστήματα που σχεδόν κατεβάζουν κεπέγκια.
Εκείνη πάλι, προτιμάει να περνάει τα δεκάλεπτα τζατζαλιάζοντας το γιουβετσάκι. Είναι σχεδόν πεπεισμένη ότι εκείνος δεν έχει ιδέα τι πα να πει «τζατζαλιάζοντας» ή "κεπέγκι". Είναι απολύτως πεπεισμένη ότι ξέρει πολλά πράγματα για τους νόμους της στατιστικής....εκείνος.
Εκείνος πάλι χάρη σε αυτήν την κατακτημένη γνώση στατιστικής ξέρει εκ των προτέρων ότι εκείνη θα κάνει λάθος στα νούμερα και θα εκτινάξει το λογαριασμό του τυχερού παιχνιδίου σε νούμερα που πλησιάζουν τους τηλεφωνικούς της λογαριασμούς. Για λόγους που όλοι αγνοούν, εκείνη δεν έχει κανένα πρόβλημα να συμπληρώνει λάθος δελτία, να παίρνει λάθος δρόμους και να αγνοεί πανηγυρικά βασικές πληροφορίες.
Εκείνος ενίοτε τσουλάει τετράτροχες παγίδες και ξενυχτάει με τα λάθος άτομα, κατά τη γνώμη της. Εκείνη τώρα τελευταία, διαβάζει κριτικές πάνω σε έναν συγκεκριμένο κοινωνιολόγο - οικονομολόγο, μέγα σφάλμα κατά τη γνώμη του, και σπαταλάει κάθε σεντς από τα λεφτά της σε άυλα πράγματα ή σε υλικά αγαθά που βρίσκονται σε προθήκες μουσείων.
Εκείνος σκοπεύει να προβεί σε κίνηση ματ προς όλους και να κατεβάσει την παγίδα στο δρόμο. Βασικά πρόκειται για ένα μηχάνημα που θα παίζει μουσική. Παραδόξως δε θα είναι ηλεκτρονικό...
Τους κοιτάζω να κάθονται αραχτοί στον κόκκινο καναπέ. Μαξιλάρια από δω κι από κει, φωτισμός τέλειος για αυτήν, ανακριτικός για αυτόν. Λεκτικοί διαξιφισμοί, σε υποθετικά σενάρια. Τους παρατηρώ, περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, είμαι βαθιά πεπεισμένη ότι πρόκειται για άτομα με πολυσχιδείς προσωπικότητες και με μια τάση που φέρνει στα όρια του σαδισμού.
Ξέρω ότι εκείνος έχει ανοιχτούς λογαριασμούς και διάφορους άλλους που δε σκοπεύει να κλείσει. Ξέρω ότι εκείνη έχει κλειστούς λογαριασμούς, αλλά ίσως και να μπλοφάρει. Ξέρω ότι στις παρτίδες πόκερ τους, ισχύει ένας άγραφος νόμος που κάνει το πόκερ σχεδόν Rachmaninoff.
Περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες, και έχοντας μεγάλη αδυναμία σε έναν ρώσο συνθέτη, τους παρατηρώ, σε αυτές τις αραιές μαζώξεις τους. Τις προάλλες της δήλωσε ευθαρσώς ότι, ξέρει το λόγο. Ευθαρσώς του τον σέρβιρε στα μούτρα. Έχουν εξαιρετικό χιούμορ αμφότεροι, είναι book worms και υπερβολικά πεισματάρηδες. Ααααα και το κυριότερο, περασμένα τα 33, ομολογώ ότι ζηλεύω τα ταξίδια τους, αυτό. Δεν είναι και λίγο...και όχι το concert hall απέχει πολύ το ένα από το άλλο.

Sent from my BlackBerry® from Vodafone