Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

K as Kitsa

Τη γνώρισα πριν λίγες μέρες. Είχαμε ραντεβού στο κέντρο. Είχα αργήσει. Είχαμε πρόβα για καλύμματα. Είχαν ήδη προηγηθεί άλλοι δύο. Έπαιζε σοβαρά και νούμερο τέσσερα, αυτό το τέσσερα με εντυπωσίασε με μια πατέντα. Παρόλα αυτά, παρά το αβαντάζ της πατέντας, που έκανε το «θρόνο» της να τρίξει στιγμιαία, εγώ είχα ραντεβού με εκείνη.
Συναντηθήκαμε στην είσοδο. Πώς γυρνάς σ’ένα πολύ οικείο πρόσωπο, σ’ένα πρόσωπο που κανονικά βλέπεις πρώτη φορά στη ζωή σου; Γίνεται, να είναι οικείο; Γίνεται. Πρωί, στο κέντρο, σ’αυτόν το δρόμο που τα αυτοκίνητα πάνε ανάποδα και με συγχύζει φοβερά, σ’αυτόν το δρόμο με το καυσαέριο, τη φασαρία, τις κρεμασμένες, σαν σε χέρια αγκιστρωμένα, τσάντες κάθε μεγέθους και φίρμας, που διασχίζουν βιαστικά το πεζοδρόμιο, εν έτη 2009, συνάντησα εκείνη. Ανήκει στη συνομοταξία των αγγέλων του Βιμ Βέντερς.
Ένιωσα την ανάγκη να την περιποιηθώ, πώς περιποίησε κάποιον? Τον τρατάρεις! Τσακίστηκα να κατέβω τις σκάλες, τσακίστηκα να πάρω ζάχαρες άσπρες, μαύρες, canderel, τσακίστηκα το νερό να είναι παγωμένο, τσακίστηκα να ανέβω τις σκάλες, να κάνω γρήγορα, γιατί οι σκάλες την κουράζουν, κι εκείνη τις ανέβηκε για μένα, ήρθε να με συναντήσει όπου χρειαζόταν, no matter what!
Είναι αγορομάνα. Εκείνοι με διδακτορικά, εκείνη δυναμική, ράβει, έχει ένα βλέμμα με όλη τη σοφία του κόσμου, έχει διδακτορικό στη ζωή, έχει και πολλή αγάπη. Τώρα πια έχει μόνο εκείνους και τα παιδιά εκείνων. Ο μεγάλος της λείπει χρόνια σ’αυτήν την άλλη ήπειρο που φιλοξενεί το ίδιο αίμα με το δικό μου. Γνωρίζει, έχει νιώσει στο πετσί της το σύνδρομο του αεροδρομίου, του αεροδρομίου που είναι χώρος ιερός, άβατο. Έχει ζήσει το Σικάγο με μείον 25, εγώ πάλι μόνο μείον 17. Έχει ένα παράπονο, δεν τους αγαπάνε όσο θα ήθελε εκείνη.
Βέβαια τους αγαπάνε, απλά με άλλον τρόπο από το δικό σου, της λέω. Τους αγαπάνε και τους φροντίζουν, μ’έναν άλλο τρόπο, μ’έναν άλλο κώδικα. Νιώθει να εκμεταλλεύονται την καλοσύνη τους, με κοιτάει με μάτια παραπονεμένα.
Η καλοσύνη τους, της λέω, δε χάνεται, δεν πετιέται, γυρνάει μέσα στη νέα οικογένεια που εκείνοι έχουν φτιάξει, τη μαλώνω τρυφερά, τρυφερά γιατί είπαμε είναι Βεντερικός άγγελος με ανθρώπινες αδυναμίες, αλλά και μ’ένα μυαλό ξουράφι.
Εγώ τη μαλώνω τρυφερά και βουρκώνω, εκείνη μου επιστρέφει λόγια βάλσαμο στην ψυχή, λόγια που είχαν ραντεβού μαζί μου, 33 Φλεβάρηδες μετά.
Όταν την αγκαλιάζω...
Όταν την αποχαιρετάω...
Αν δεν την έλεγαν Κίτσα, εγώ θα την έλεγα Μαρία ή Χριστίνα.
Φοράει παντελόνια κι όμως είναι γλυκιά σα μέλι. Σ’αυτήν τη ζωή μένει στο κέντρο, στην Αγίας Σοφίας.
Θα έρθω για καφέ! Να ‘ρθεις, μου λέει.
Σήμερα έχω ραντεβού μαζί της, γι’αυτά τα κοινότοπα, τη μούφα επαγγελματική συνάντηση. Και όχι, δε θα τη στήσω!