Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

E as Emilia

Πρωτοάκουσε για την ύπαρξη της, χειμώνα του 2007. Κρασιά, ταξιδεμένα σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, γυάλινο στρόγγυλο τραπέζι, κι ένας φωτισμός γλυκός. Την πρώτη της μπύρα τη γεύτηκε λίγες βδομάδες αργότερα, βαυαρέζικη χειροποίητη, ξύλινο το στρόγγυλο τραπέζι, κι ένας φωτισμός γλυκός. Την αποχαιρέτησε, αγέννητη ακόμη μέσα σ’ένα ασανσέρ ξενοδοχείου, έτσι απλά, άνοιξε η πόρτα η αυτόματη και βγήκε...αυτόματα, με μια καληνύχτα. Ένας όροφος για εκείνο το βράδυ, κι ένας ωκεανός μπήκε, ώρες αργότερα, ανάμεσα τους. Ένα κινητό που αναβόσβησε μήνες αργότερα, βράδυ Ιούνη, με το όνομά της, την έφερε, έστω και νοητικά, κοντά της!
Πρωινό Ιουλιάτικο, με μια ζέστη υγρή που εκείνη δεν τη φοβίζει, αντιθέτως μάλλον πρέπει να της προκαλεί ευεξία, γιατί έχει ρίζα στον αμερικάνικο νότο, με γυαλιά ροζ αλά Πέγκυ Γουγκενχαιμ κι ένα φορεματάκι τόσο η μαμά της, θρονιασμένη σε ένα βρετανικό καροτσάκι, με τους ανεμιστήρες να στροβιλίζονται αργά, νωχελικά, σ’ έναν χώρο βυζαντινό, παρατηρεί και περιμένει.
Καθισμένη σ’ένα στρόγγυλο τραπέζι με καπάκι μαρμάρινο, με φωτισμό φυσικό να φιλτράρεται από ξύλινα σκίαστρα, να αφήνει όλη την καθημερινότητα έξω, να αφήνει όλα αυτά που είναι για κείνη αυτή η πόλη, την παρατηρεί και περιμένει. Δυο κορίτσια που τα χωρίζουν 31 χρόνια και τα ενώνει ένα παρελθόν, παρατηρούν η μία την άλλη. Ένας καπουτσίνο φρέντο, ψωμάκια και πιρουνιές ομελέτας σ’ένα μικροσκοπικό πιατάκι μπροστά της, χυμός πορτοκάλι σε πλαστικό θερμός ντίσνευ, κι εκείνη σκαρφαλωμένη σε μια καρέκλα μουσειακού ντιζάιν, τσιμπολογά. Ένας φρέντο δε θα φτάσει, να καταπιεί η θεία της, γουλιά γουλιά τη συγκίνηση. Τη ρουφά με τα μάτια, καρφωμένα στα δικά της ολοκάστανα μάτια, ρουφά το βλέμμα της, το τόσο οικείο, της μαμάς της. Μιας μαμάς που για εκείνη, αυτήν των 33 Φλεβάρηδων περασμένων, είναι κεφάλαιο ζωής, η δική της μαμά είναι... η δική της Ανν. Δυο κορίτσια, καθισμένα δίπλα δίπλα παρατηρούν το χρόνο να τις κάνει να ανταμώνουνε ξανά, η μια ανυπόμονη κι η άλλη της υπομονής...ο μπαμπάς της...
Η μια αυτάρκης κι άλλη πιο αυτάρκης, η μικρή!, η μαμά της...
Την κοιτά να κατεβαίνει από την καρέκλα, σιγά σιγά, μεθοδικά, να τσουλά το βρετανικό καρότσι και να το παρκάρει πλάι στο πεζούλι, να το ευθυγραμμίζει με τα λευκά φανάρια, να σκαρφαλώνει εκεί μέσα, να απλώνει τα χεράκια, να ανοίγει το πορτάκι και να τοποθετεί εκεί, με απίστευτη σοβαρότητα, το θησαυρό...τα γυαλιά, το μπουκάλι, το καπέλο. Όλη η περιουσία της, ροζ ροζ, τακτοποιημένη σ’ένα ρεσσώ που κανονικά φτιάχτηκε για να είναι θησαυροφυλάκιο και την περίμενε εκεί υπομονετικά, να ρθει για να ζωντανέψει. Ένα θησαυροφυλάκιο που λίγο αργότερα θα φιλοξενήσει και λίγο πράσινο, την παιδική της αταξία, στιβαγμένη φύλλο φύλλο, γιασεμί και να μοσχοβολάει...
Γυρνάει το κεφαλάκι της, να πάρει την έγκριση ή όχι, από τον μπαμπά. Κάτι της λέει εκείνος, ότι δεν πρόκειται περί trash...αλλά αυτή τον κοιτά απορημένη, όλη η απορία ζωγραφισμένη στις αμυγδαλωτές ματάρες, να ξεχειλίζει, τα χεράκια ανοιχτά στην χειρονομία που ισούται με απορία, αφού εκεινής της έχουν πει ότι όποιος κάδος έχει τρύπα είναι για το trash, εξάλλου αυτή το ξέρει, το έχει δει και στο αεροδρόμιο, ξέρει αυτή, ο μπαμπάς της είναι που δεν ξέρει...
Θα κάνει στροφή επιτόπου, θα σκαρφαλώσει ανάλαφρα τα σκαλοπατάκια, το φουστανάκι να γέρνει προς τα μπροστά, θα χωθεί στο εσωτερικό...στον κλιματισμό, στο δερμάτινο καναπέ...ίσως στη δική της οικειότητα. Θα την καλέσει μέσα με το χεράκι απλωμένο, η χουφτίτσα να κοιτά προς τα πάνω και να ανοιγοκλείνει, να την καλεί. Προσπερνά τον καναπέ δεξιά, μάθημα με τον Ροτζώκο, σπρώχνει ανάλφρα την πολυθρόνα δεξιά, βράδυ με τον Theo και να γελά, πρωινό και να ανοίγει το άρωμα που θα είναι αυτή πια.
Σ΄έναν καναπέ δυο κορίτσια που τα χωρίζουν 31 χρόνια, σ έναν καναπέ να την παρατηρεί, να τη ρουφά, να μην τη χορταίνει, δυο μάτια αμυγδαλωτά να φέρνουν το βλέμμα της μαμά της, την ηρεμία του μπαμπά της, εκεί δίπλα της, έτσι απλά...
Εικοσι-έξι μήνες ζωής να τρέχουν εκστασιασμένοι έξω στο αίθριο. Να το τραπέζι, το τελευταίο, να και το πρώτο, να τη κι αυτή, να μην μπορεί να καταπιεί από θλίψη, από πεταλούδες...να την, κι αυτή, 33 Φλεβάρηδες μετά, να μην μπορεί να καταπιεί τον φρέντο από συγκίνηση, από όλα αυτά που είναι για εκείνη, η Εμίλια, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, να τρέχουν πάνω κάτω στις μαρμάρινες πλάκες του αίθριου της ζωής της.