Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

H as Hotel

Σε μια μπάρα τον γνώρισε. Μήνας Μάρτης. Διαφωνούσαν για το πού πέφτει ο Όλυμπος. Σποραδικές οι συναντήσεις, μετρημένες στα δάχτυλα. Κολλημένοι και οι δύο, μαζί και πολλοί άλλοι με το “ωραιότερο” μαγαζί της πόλης. Εκείνη το έχει στα εφτά λεπτά μετρημένα από το σπίτι της. Βασικά, μόλις περασμένους τους 33 Φλεβάρηδες…ζούσε εκεί, το καθιστικό το δικό της δε βρισκόταν στη θέση του, αλλά κανά τρεις στάσεις παραπέρα. Λάτρευε να πηγαίνει με αθλητικά. Υπογράμμιζε, το συνοικιακό της κατάστασης κατά πρώτον και κατά δεύτερον….το χαλαρό της κατάστασης.
Τον ξαναπέτυχε σε μαγαζί στο κέντρο. Πάνω από τρεις φραπέδες, και μέσα από κουβέντες ουσιαστικές, χαμογέλασε στον όμορφο τρόπο σκέψης του. Συνειδητοποιημένος, ήρεμος, ήξερε να κάνει διαχείρηση. Εκείνη πάλι, περασμένα τα 33 έκανε trekking σε ποτάμια νοερά. Νερά ορμητικά, δείνες, κοτρώνες, γλύστρες…ήταν πανηγυρικά απασχολημένη. Ενίοτε προλάβαινε να ρίξει καμιά ματιά σε ανοίγματα απρόσμενα ωραία. Και ναι, εκείνος τότε ήταν μια όαση.
Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο….
Ένα φθινόπωρο χειμωνιάτικο και ένα φθινόπωρο φθινόπωρο, είναι το φθινόπωρο φέτος. Καθισμένοι στο μαγαζί της gang, τον ψυχανεμίζοται. Πόσος πόνος, πόσος δρόμος, πόση ενέργεια, πόσο…πόσο ακόμη…
Πόσο ακόμη, πόσα τραπέζια, πόσες κρατήσεις, πόση οργάνωση, πόση καταπόνιση σωματική, πόσος ύπνος ανύπαρκτος, πόσες σκέψεις την ώρα που το κλειδί μπαίνει στην εξώπορτα, πόσα πρωινά, πόσα βραδυνά, πόσα να περάσουν, πόσα?
Πόσες αναχωρήσεις ξαφνικές από μαζώματα με στενούς, τους πιο στενούς, αφημένους πίσω, πόσα βλέμματα στην πλάτη σου, πόσες σιωπές με αποσιωπητικά, πόση μοναξιά, πόση?
Πόσες προκλήσεις, πόσο απότομος, πόσο απόμακρος, πόσο γκρι, πόσο ώχρα κακιά, πόσα τηλεφωνήματα κλεισμένα στη χούφτα σου που δεν πήγαν πουθενά. Πόσα να θες και πόσα να μην επιτρέπεται.
Πόσα πλακάκια στην παραλία, πόσην ώρα Μακεδονία – σπίτι και πόσην ώρα σπίτι – Πύργος Λευκός και πόσην άλλη στο Παλατάκι. Πόσες αδιάβαστες παρατημένες κυριακάτικες εφημερίδες, πόσοι εσπρέσο, πόση σιωπή, πόση?
Πόσα ταξίδια αταξίδευτα, πόσοι φίλοι ανήμποροι προς τα εσένα, πόσο άχαρο για εκείνους, πόση ομίχλη για σένα, πόση ασυνενοησία…
33 Φλεβάρηδες μετά, το βλέμμα της σταματά απάνω του, δεν είναι δικός της στενός φίλος, εξάλλου τώρα δεν μπορεί, προσπαθεί να φιλιώσει με τον εαυτό του. Τον κοιτά από την αντιπέρα όχθη και κρατά την αναπνοή της. Αχ αυτός ο παγωμένος αέρας, να περιονιάζει τα κόκαλα, σαν τον αέρα στην Πλάκα…
Πώς να του πεις ότι το φθινώπορο θα ξαναγίνει όμορφο, πιο όμορφο, οι καφέδες με φίλους πιο αρωματικοί, και πως μακάρι τη μετακόμιση στο νέο του σπίτι να την έκαναν φίλοι…
Πώς να του πεις, ότι περασμένους τους δικούς του 33 Μάρτηδες, Απρίληδες, δε θα χρειάζεται την κράτηση στο Hotel, όπως κι εκείνη άφησε το Β, αλλά θα αδημονεί να τραπεζώνει τους φίλους τους καρδιακούς που τον περιμένουν στην άλλη πλευρά.
Τον περιμένουν, το βουνό τον περιμένει, τα χρώματα τον περιμένουν, τα χαμόγελα τον περιμένουν. Όλα είναι εκεί και περιμένουν, το ακούς?
33 Φλεβάρηδες μετά, "άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας", στο αφιερώνω, το είδα σε μια άλλη ζωή, σ' ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά σινεμά του ανατολικού Βερολίνου. Του Βερολίνου που με κάνει να χαμογελάω. Θα δεις!