Τον συμπάθησε πριν τον γνωρίσει. Μια πρότασή του, ειπωμένη βράδυ καλοκαιρινό, στην οδό των λουλουδιών, σ’έναν δρόμο που σηκώνει πολύ κίνηση, που έχει πολύ νεύρο και ανθρώπους εν εξάλλω κατάσταση, μια πρόταση καθαρή και ξάστερη, σαν από άλλη εποχή, μια πρόταση από αυτές που βουτάς στα βαθιά και σε παν στην άβυσσο, έφτασε μέχρι το μπροστινό μπαλκόνι του 6ου. Η πρόταση, την έκανε να κατεβάσει τα πόδια από το στηθαίο, και να κοιτάξει βαθιά στα μάτια, την άλλη, την αποδέκτρια. Συνεννοήθηκαν.
Έπεσε απάνω του βγαίνοντας από ένα ασανσέρ, ισόγειο. Μια καλησπέρα σε πρώτο χρόνο, και σε δεύτερο,, έχοντας πια απομακρυνθεί, κατάλαβε ότι ο αποδέκτης της ήταν...ο κύριος ξάστερος.
Έπεσε πάνω του ξανά, βγαίνοντας από το ίδιο ασανσέρ, έκτος. Γίνανε οι συστάσεις, τον φίλησε αυθόρμητα και του είπε πως χάρηκε πολύ που τον γνώριζε. Τη ρώτησε αυθόρμητα γιατί. Τον συμπάθησε περισσότερο. Καθαρός και ξάστερος και στο δια ζώσης!
Σταδιακά, την υιοθέτησαν. Υπάρχει ένα μαγαζί που έγινε το καθιστικό αυτής της παράδοξης οικογένειας. Τον Σεπτέμβρη σ’ έναν καναπέ βαθύ, με απολαυστικές μαξιλάρες, την περιμένουν. Εκείνη θα αφήνει παρέες αγαπημένες, θα διασχίζει όλο το ιστορικό κέντρο με ταξί, για να φτάνει γρήγορα κοντά τους. Χαμογελά μοναχή της. Αν στην εφηβεία της, όταν χτυπούσε πόρτες για να βγει, της έλεγαν ότι θα έπαιρνε ταξί για να συναντήσει την οικογενειακή θαλπωρή, θα σε κοιτούσε με βλέμμα χειμωνιάτικο, βουνίσιο, 1350 υψόμετρο και βάλε.
Παραδόξως, 33 Φλεβάρηδες μετά, χοροπηδά σαν κατσίκι από το ταξί και χαζογελά στους έξτρα γονείς. Σε ένα μαγαζί με όνομα γαλλικό, με φωτισμό που πολύ απλά δεν υπάρχει, σαν το σιρόπι από γλυκό πορτοκάλι, ολίγον πικρό, με τοίχους σε ένα φυστικί παγωτού, με καδρόνια χοντρά ξεβαμμένα και σταματημένα ακριβώς στον τόνο που πρέπει, με γλυκύτατους ανθρώπους να σου σερβίρουν προσωπικά, μα πολύ προσωπικά, με χαμόγελα που απευθύνονται αποκλειστικά σε εσένα, μια μικρή οικογένεια ζει σε παράλληλη ζωή.
Σταδιακά, μεταφέρθηκαν εντός. Σταδιακά, αντάλλαξε την Μορέτι με Μαρτίνι. Τραπεζάκι στόγγυλλο μικρό, τοσοδούλι, σε χρώμα βανίλιας, νουμεράκι 71 γραμμένο απάνω, τα ποτήρια, το μπωλάκι με τα πιο ονειρεμένα πολύχρωμα ξερά φρούτα, η παράλλαξη στα πόδια της, κι εκείνη με μια αίσθηση πληρότητας συναισθηματικής να συνοδεύει γουλιά γουλιά το Saphire.
Τους απολαμβάνει. Η γαλήνη καμιά φορά μπορεί να έχει χρώμα πορτοκαλί καραμελέ. Είναι σίγουρη. Το μόνο πρόβλημα σε αυτόν τον παράλληλο κόσμο, είναι το μπουτόν στους νιπτήρες. Το πατά, το πατά, σχεδόν χοροπηδά, με καμιά σοβαρότητα τους 33 περασμένους Φλεβάρηδες, πάνω στο λαστιχένιο μπουτόν. Zero. Α, υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα...οι κολόνες, για να δει κοντεύει να πέσει από το καρεκλάκι της. Ατίθασο παιδί κάνανε. Κανονικά, εκείνη θα ήταν και πιο ατίθαση, αλλά οι γονείς δεν της το επιτρέπουν. Πειθαρχεί. Περασμένα τα 33, βάζει καμιά φορά το ταμπεραμέντο της σε κουβά με παγάκια. Της φτάνει και της περισσεύει η οικειότητα μαζεμένη σ’ένα τραπεζάκι με διάμετρο 45 εκατοστά.
Η βροχή να πέφτει μανιωδώς, οι παρέες να αραιώνουν, τα πρέπει να λασκάρουν και να δίνουν τη θέση τους σε αποστάγματα, η παράλλαξη πεσμένη στο πάτωμα, τα πόδια ψηλά στο περβάζι και η Θεσσαλονίκη να τους ανοίγεται, όπως μόνο τέτοιες ώρες ανοίγεται.
Πρόζεκτς από το Λονδίνο από εμπνευσμένους ανθρώπους, μοντέλα πολυκατοικίας, όνειρα για πολυχώρους, συμπεριφορές και άνθρωποι, τι την πειράζει και τι δεν καταλαβαίνει, όλα εκεί απλωμένα στα 45 εκατοστά. 33 Φλεβάρηδες μετά, δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να σου χαρίζουν, να σου δίνουν το χρόνο τους, να σε γνωρίζουν. Γενναιοδωρία και Οικειότητα. Στην κανονική ζωή είναι φίλοι μου. Στο Banquet είναι η οικογένεια μου.