Σάββατο 11 Απριλίου 2009

T as Theo

Τον πρωτοείδα σε άλμπουμ φωτογραφικό, στο σπίτι της γιαγιάς μου, το 33 τότε φάνταζε απλησίαστο. Εκείνος, στέκεται χαμογελαστός ανάμεσα στον μπαμπά του και τη γιαγιά του, την Ελληνίδα γιαγιά του, έφηβος. Φοράει ένα μπλουζάκι ριγέ, και χαμογελάει, τον λούζει το άσπρο καλοκαιρινό φως, στέκονται στο μπαλκόνι της δικής του ανεμελιάς. Έχει καταπράσινα μάτια. Αυτά τα μάτια, τα χαμογελαστά θα τα δω δια ζώσης, τον Ιούλη του 1991. Με θυμάμαι να κάθομαι στον καναπέ του, απόγευμα και να τρώω παγωτό, έξω γκρι, πρέπει να ψιλοψιχάλιζε. Αυτό. Δύο ώρες και μετά πίσω στην τρύπα του μετρό για να γυρίσουμε στην εστία με τον Τάσο.
Εκείνος θα πάει για μεταπτυχιακό στην Αγγλία, θα περάσει καλοκαίρια στα νησιά της Ελλάδας, θα στήσει εταιρίες. Εγώ απλά θα μεγαλώνω. Συναντιόμαστε σποραδικά, γύρω από στενά οικογενειακά τραπέζια. Όλοι μεγαλώνουμε, φαγητό παρηγοριάς, φαγητό με ονομασία προέλευσης, το φτιάχνει η νύφη της γιαγιάς μου, η δική μου μαμά. Πιπεριές Φλωρίνης, πιπεριές πράσινες, τυρί, μπόλικο λάδι. Μυσταγωγία! Αυτό το φαγητό που είναι το δώρο της μαμάς μου στον μπαμπά, που έμαθε να το κάνει ίδιο με τη δική του μαμά, αυτό το φαγητό που για το δικό μου μπαμπά είναι όλες οι παιδικές του αναμνήσεις, είναι πια και οι οικογενειακές αναμνήσεις του Τεό, του Τάσου και δικές μου.
Αναμνήσεις από δω κι από κει, η βάφτιση της δικής του Μαρίας, η Ζουλιέτ να πλατσουρίζει στη θάλασσα, χταπόδια μέσα σε φουσκωτές πισινούλες, η Κατρίν βράδυ να καπνίζει σε μια βεράντα. Εκείνος να μουλιάζει στη θάλασσα, κρατημένος από το ίδιο φουσκωτό στρώμα με τον μπαμπά μου, να μιλάνε με τις ώρες, μέσα στον ήλιο, κάτω από αυτόν τον ίδιο ήλιο που ζεσταίνει την ίδια στιγμή κι ένα ορεινό χωριό στη δυτική Μακεδονία.
Με παίρνει τηλέφωνο απόγευμα Σαββάτου, έχει εδώ και καιρό περάσει τα 33. Άλλοτε με πετυχαίνει να γυρνάω από το πανεπιστήμιο, άλλοτε να περπατάω στην παραλία. Εκείνες τις στιγμές νιώθω σ’αυτήν τη γενέθλια πόλη μια άλλη ασφάλεια, είναι το άκουσμα της φωνή του. Εγώ εδώ, εκείνος στο Παρίσι, δυο κινητά, δυο ζωές, εκείνος να σταματά ότι κι αν κάνει και κάνει πολλά, εγώ εδώ, περασμένα τα 33, να ζω το χρόνο διαφορετικά.
Διαφορετικά. Πήλιο. Μπίρες. Δεκαπενταύγουστος. Ένα αυτοκίνητο που σταματάει σ΄έναν παρισινό δρόμο.
Με περιμένει εκεί, στο Παρίσι του. Προς το παρόν συναντιόμαστε στη Θεσσαλονίκη μας. Πάντα με πειράζει. Του έχω μεγάλη αδυναμία, νομίζω κι αυτός. Βλέπει σ’εμένα πράγματα που εγώ δε βλέπω, νομίζω ότι το παρακάνει, είναι είπαμε τα γυαλιά της αδυναμίας. Έφτασε χτες βράδυ αργά, με ρωτάει «θα συναντηθούμε ή θα πας κάπου αλλού», αυτό το αλλού δεν είναι απλό αλλού, είναι γαλλικό, τσαχπίνικο, γεμάτο υπονοούμενα.
«Πουθενά», του λέω. «Είμαι κουρασμένη, θα κοιμηθώ».
«Καλά, καλά», και το τραβάει. «Πες τώρα με ποιον θα βγεις!».
«Ρε», του λέω «θα πέσω να κοιμηθώ».
«Εσύ;» μου λέει. «Εσύ! Αποκλείεται». Φαντάζεται, με το γαλλικά επηρεασμένο μυαλό του, ουρές αρσενικών να παρελαύνουν και καμαρώνει για την ξαδέρφη του. Κούνια που τον κούναγε..
Sms μέσα στη νύχτα θα μου στείλει ο αθεόφοβος, από Καλιφόρνια, περιστοιχισμένος από τις γυναίκες της ζωής του, με συμβουλές που δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί σας. Η κοσμοθεωρία μας ολίγον διαφέρει. Διαξιφιζόμαστε πάνω από τραπέζια που φιλοξενούν irish coffee. Τα επιχειρήματα πέφτουν βροχή. Όπως θα πέσουν και σε λίγη ώρα από τώρα. Ετοιμάζομαι να τον συναντήσω, μου υποσχέθηκε να περάσει παραπάνω από μια νύχτα στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη μας που σήμερα και για τρεις μέρες δε θα με πονάει καθόλου!
"Δε σε βρίσκω ποτέ σπίτι", θα πει και θα αφήσει την πρόταση μετέωρη στον αέρα. Γαλλικά μετέωρη. Μπορεί η ζωή να είναι μετέωρη, αλλά εκείνος αποτελεί μια από τις σταθερές μου, σταθερά, πολύ σταθερά, πανηγυρικά!