Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Θέλω μόνο τη σιωπή σου.

Ειλικρινά, ειλικρινά όμως, δε σε καταλαβαίνω.
ώρες, ώρες δε σε καταλαβαίνω με τίποτα. και για να είμαστε και ολίγον ειλικρινείς μεταξύ μας...μου καλλιεργείς και μια αντιπάθεια.
ώπα της!
η αντιπάθεια περικλείει και κείνη την ίδια.
μη βιαστείς στο ανφόλοου, αναγνώστη μου, περιστασιακέ. μη βιαστείς.
και μη μιλάς. μη.
για διάβασε λίγο, μπας και μας αντιπαθήσεις κι εσύ, και μπας και κάνουμε και κάτι.
στο άλλο σύμπαν, που διαθέτει την αφρόκρεμα των έξυπνων παιδιών, και το λέει και το εννοεί η γράφουσα, έχει ξεσπάσει πόλεμος.
πόλεμος περί "τείχους". αυτό που ...θα μας σώσει από τους λαθρομετανάστες...
το θέμα είναι ποιος θα μας σώσει πρωτίστως...από τους εαυτούς μας τους ίδιους, Ελληνάρα μου.
που ακόμη και εσύ, η κρεμ ντε λα κρεμ, έπεσες στην παγίδα της λογοδιάρροιας και της έξυπνης ατάκας και του ευφάνταστου χιούμορ.
αλλά σε παρακαλώ...κόψ' το.
το χιούμορ, εσύ στο άλλο σύμπαν, το διαθέτεις με τη σέσουλα, είναι κείνη σίγουρη.
και δυστυχώς...στο χιούμορ θα μείνεις.
θα "αφιερώσεις", θα "αφιερώσεις", θα κορυφώσεις σχεδόν οργασμικά και μετά...θα μας γυρίσεις την πλάτη.
είναι κείνη σίγουρη.
την ώρα του ζάππινγκ λοιπόν, με ελάχιστες πιθανότητες να με ακολουθήσεις...ξεφύλλισε τις σκέψεις μου, εξυπνοπούλι μου.
μετανάστης και λαθρομετανάστης, υπήρξαν πάντα άγνωστοι σου.
πάντα, έξυπνο μου αγόρι και κορίτσι.
ίσως και να διάβασες κάποια νούμερα στις ροζ ελιτίστικες σελίδες που σε διαχωρίζουν, τόσο πλασίμπο, από την τύπισσα που ξεφυλλίζει τις κίτρινες φυλλάδες. τόσο.
και προβοκατόρικα θα σου το πω.
εξάλλου κι εκείνη, των Φλεβάρηδων, πλασίμπο είναι. σαν εσέ. τιτιβίζει έξυπνα.
και λοιπόν?
αν εσύ έχεις περπατήσει ξανά και ξανά, από τα σύνορα, με τα πόδια, για να φτάσεις στο αστικό κέντρο. μίλα μου.
έλα. μίλα μου.
αν εσύ έχεις περπατήσει χωρίς νερό για ώρες ατελείωτες, και έχεις φτάσει κάπου κοντά στο νερό, και δεν έχεις νιώσει καμιά ασφάλεια, κανένα ρίγος ομορφιάς αβάσταχτης και ευτυχίας ίσως, τότε...μίλα μου.
έλα, μίλα μου.
αν εσένα σε έχουν πιάσει, και χτυπήσει μέχρι τόσο όσο για να ζήσεις το αύριο, το αύριο που γω καλημερίζω στο τουήτερ, έλα μίλα μου.
μίλα μου.
μίλα μου, να σωπάσω τα λόγια μου και να κάμω την εξυπνάδα μου άγγιγμα, να ακουμπίσω το χέρι σου, να σε κοιτάξω στα κουρασμένα γαλανά σου μάτια, συνομήλικε μου.
μίλα μου, για την μοναξιά στον θάλαμο, στον δρόμο, στο σπίτι.
μίλα μου.
πώς είναι να κοιτάς από μέσα προς τα έξω, να με βλέπεις να περπατάω τις καστανές μου μπούκλες, ανέμελα και να είμαι ίσως αμυδρά σκοτεινιασμένη.
πώς είναι να είμαι τόσο λάθος σκοτεινιασμένη. μα τόσο λάθος.
μίλα μου.
ο καφές και τα φιλιά που σε κερνάω για χριστουγεννιάτικες ευχές, είναι τόσο, μα τόσο λίγα.
και ντρέπομαι. θέλω να το ξέρεις.
και πόσο με τιμάς για όλα αυτά που μου έχεις κατά καιρούς κοινωνήσει.
και πόσο σε ευχαριστώ.
γιατί με τιμάς. μια σχεδόν άχρηστη. την τιμάς.
και δεν ξέρω καν αν της πρέπεται.
καν.
και μάλλον όχι.

αφιερωμένο εξαιρετικά στη Ζίνα και στον Χρήστο, για όλα.
αφιερωμένο εξαιρετικά στον Αρμάνδο, στον Τάσο, στον Πέτρο, στον Λευτέρη, για στιγμές που ο χρόνος, ο τόπος και εσείς οι άλλοι δεν υπάρχετε. και τί ευτυχία.
αφιερωμένο στον μπαμπά μου, που μου έμαθε να σέβομαι εκείνους που πρέπει.

αγαπημένε μου αναγνώστη, είθε η δουλειά που έχεις διαλέξει, να σου χαρίζει στιγμές που να μη χωράνε σε λέξεις. αν ναι, ευλογημένος.

αφιερωμένο στην Ναντίν μου, γιατί τα δικά μας στοπ, το ξέρει ότι είναι μόνο αρχές για κάτι άλλο.