Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

M as B

Μετρημένες οι φορές που τον είδε. Τον γνώρισε τα καλοκαίρια του 80. Μια Mercedes Bordeaux. Εκείνη να φοράει ένα λεμονί φραμπαλωτό, φράντζα πυκνή, κορδέλα στα μαλλιά και πατίνια. Φωτογραφία αναμνηστική στη γέφυρα απάνω, εκεί δίπλα στο Μακεδονία Παλάς, στο Παλάς της ζωής της.
Το λεμονί ήρθε από πολύ μακριά από τη χώρα που ονομάζουμε down under. Καλοκαίρια με σταφύλια, με μπάνια πρωινά και απογευματινά στην παραλία των φοινίκων. Τραπέζι από τα πρώτα πλαστικά, με το πιο πιο αγαπημένο συναισθηματικό καρώ και να ‘ναι πορτοκαλί. Καφέδες ελληνικοί σε φλυτζανάκια με ένα μοτίβο που δεν έπαιζε πολύ. Δύσκολο, καφέ au lait διάστικτο με κουκιδούλες πιο σκούρες, απειροελάχιστες, να αντέχει στην πυρρά.
Διαδρομές, μέσα έξω, ανυπόμονες, πότε, μα πότε θα φύγουν για τη θάλασσα. Αυτό ήταν το μόνο πρόβλημα, αυτό και οι ειδήσεις στις εννιά που δεν περνούσαν με τίποτα. Το πρόβλημα τα καλοκαίρια του 80 ήταν η αντιμετώπιση της βαρεμάρας. Το αντιμετώπιζαν, με στρωματσάδες, με όχι σεταρισμένα σεντόνια, με μπουγάτσες κυριακάτικες, μόνο την Κυριακή, με πίτες που είχαν στη μέση ήλιο ολόκληρο, που τέτοιες δε θα ξανά-υπαρξουν και με γέλιο, πολύ, δυνατό και να κλαις.
Εκεί τον γνώριζε. Τον ζούσε σε ένα μπαλκόνι αγαπημένο, το πίσω. Δυο δέντρα, τριανταφυλλιές, στάχυα και αμπέλια, τα πρωινά, τα μεσημεριανά, τα βραδινά τους. Τη δεκαετία του 80, η Χαλκιδική της, ήταν αυτό. Σταματούσε στα 35 χιλιόμετρα από την πόλη. Σταματούσε σε μια βεράντα που τους χωρούσε όλους. Οι καρέκλες ήταν όλων των ειδών, φερμένες από τη Δεσπεραί, από τον Βάβδο, από περισσεύματα, ακόμη δεν είχε ξεκινήσει η μπίζνα της πλαστικής, και το Πρακτικέρ δεν ήξερε πού έπεφτε η Ελλάδα.
Η Ελλάδα που υποδεχόταν τα καλοκαίρια τους συγγενείς από τη χώρα του Oz!!! Στα τραπεζώματα, τα οικογενειακά τον γνώρισε. Στα τραπεζώματα τα οικογενειακά, έμαθε πώς εκείνος γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Με μια φωτογραφία στο χέρι. Είχαν προηγηθεί γράμματα, γράμματα χειροποίητα, γράμματα που ταξιδεύαν τους ωκεανούς, γράμματα που μάλλον ο χρόνος και το αλάτι τα κάνανε θησαυρούς, γράμματα μετρημένα με ημερομηνίες που σημαίνανε κάτι, με τρυφερότητα δοσμένη με το σταγονόμετρο, αλλά παρόλα ταυτα τρυφερότητα. Την καταλάβαινες.
Με τα γράμματα, με μια φωτογραφία, με ένα λεξικό για τα αγγλικά, με το τίποτα όσον αφορά το εσωτερικό του σπιτιού, με το «σε μια κουφάλα δέντρου, αρκεί να είμαστε μαζί», που έλεγε η γιαγιά μου, με αυτά το έστησε το σπιτικό, τη φαμίλια, εκεί μακριά. Ερχότανε κάθε τέσσερα χρόνια. Αυτήν την πολυτέλεια επέτρεπε στον εαυτό του. Ερχότανε και γελούσανε, τραντάζονταν το σπίτι, ευτυχώς ήταν και άκρη στο χωριό, ναι στο χωριό, σε κανονικό χωριό και όχι σε συγκρότημα από αυτά που άρχισαν να ξεπηδούν εκεί στα τέλη του 80.. Σε χωριό παραδοσιακό, ολίγον άσχημο έως πολύ, αλά χωριό ρε παιδί μου, με ΕΒΓΑ, όπως θα λέγανε και οι Αθηναίοι, και παγωτό σικάγο και τυρί από τενεκέ.
33 Φλεβάρηδες μετά, με άπειρα gadgets, με γλώσσες σχεδόν τέσσερις, με εσπρεσσιέρες και βάζα φερμένα από διάφορα μουσεία design, με τετράτροχο και δίτροχο, με τα Lost κατεβασμένα την επομένη της αμερικάνικης πρεμιέρας, με, με, με και με ένα χωρισμό ήδη, του αφιερώνει τις «Νύφες» του Βούλγαρη, γιατί τα πράγματα είναι απλά, πολύ απλά, κι εκείνοι τα κατάφεραν. Κατάφεραν να δίνουν τώρα πια ραντεβού σε κάποια γρασίδια. Τα φαντάζομαι πολύ φρέσκα πράσινα. Εκείνη θα τα περιποιείται πολύ, είμαι σίγουρη. Εκείνοι με το αγγλικό λεξικό ανά χείρας κάποτε, κι εκείνη, 33 Φλεβάρηδες μετά, χαμένη στη μετάφραση...να ψάχνει άλλου είδους λεξικά, να καταλάβει συμπεριφορές κι συναισθήματα, βασικά να βρει πρώτα φακό, να βρει τα συναισθήματα και μετά βλέπουμε.