Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Αστικοί μύθοι. Σεντόνια για γενναίους αναγνώστες με άπλετο χρόνο.

Αστικοί μύθοι.
Κανονικά στην Δυτική Μακεδονία.
Ανάποδα στη Μαγνησία.

Τρομοκρατημένη ολίγον, ότι θα με μαζώξουν με τις κλούβες.
Γιατί όπως με ενημέρωσε ο ..Βελουχιώτης, αν στην επαρχία βγεις για καφέ..σημαίνει τα ‘χετε και τον πας για γάμο!!!

Τρομοκρατημένη λοιπόν... καθόλου, περίεργη εντελώς, φορώντας το στενό, αλλά όχι το κολοβό τζιν, τόλμησε την έξοδο του Μεσολογγίου στον Βόλο.
Και να ‘την τώρα εδώ. Που μια χαρά έπραξε, στο μαγαζί των μαγαζιών που άλλο τέτοιο δεν έχει ούτε το χωριό της, να απολαμβάνει το κρασί της, το βιολογικό, στον σωστό φωτισμό, που κανονικά θα ‘πρεπε των Θεσσαλονικέων να τους κάνουν σεμινάριο και κάποιος Χριστιανός, Μουσουλμάνος ή έστω Εβραίος συντοπίτης τους θα ‘πρεπε να τους ενημερώσει πλέον, στη δύση της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, ότι εκτός από τον Μπάοκ, υπάρχει και αλλού..φως!

Σιγά λοιπόν μην έχανε κείνη τον φωτισμό και το βιομηχανικό δάπεδο, επειδή της είπανε στην επαρχία δε βγαίνει και τόσο συχνά γυναίκα, όχι και τόσο νέα, και δη ασυνόδευτη.
Κάτι θα θέλει, κάτι θα αναζητά. Ένα μονόκλινο στο Δρομοκαείτειο, αν μη τί άλλο.
Ε, λοιπόν..όχι.
Μέχρι στιγμής όλα βαίνουν καλώς.
Ντάξει λίγο θα τους έχει αναστατώσει την περιέργεια τους. Τί θέλει τούτη δω, με το καρό πουκαμισάκι που φέρει προς κατηχητικό, με το φιογκάκι, κουμπωμένο μέχρι το σαγόνι, να περιδρομιάζει τα πατατάκια της ευθαρσώς, και πού να τους πεις των Χριστιανών, ότι είναι απωθημένο από τα μικράτά της, και εξού και δεν έχει σταματημό, το χλαπάκιασμα.

Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Το θέμα μας, σήμερις παίδες, είναι ότι ο Δίας...γαμήθηκε ασύστολα, δίχως ενοχές και ..ποικιλοτρόπως.
Ο συμπτώσεις που συνέβησαν δύσκολα, σχεδόν απίθανα θα συγχρωτίσου ξανά τόσες. Τρεις πανάθεμά τες. Ούτε μια, που λες..δεν πας στα διάλα...θα κυλήσει η ώρα, που θα πάει θα ξεφτίσει η σύμπτωση, θα χάσει λίγη από τη φρεσκάδά της. Θα ξεχαστεί.
Όμως όχι...εκεί που λες θα φύγεις από τον τόπο του κακού, τσουπ ανά χείρας η δεύτερη! Στο κινητό.
Κλείσ’ το το διαολεμένο, πανάθεμά το. Θάψ’ το κάπου, εκεί, εκεί που σκάβεις τον λάκκο του αλλουνού, ρίξε το Νόκια το οκτάρι εντός. Να δεις γονιμότητα το έδαφος μετάααα...να δεις και συ άσπρη μέρα.

Και κει λοιπόν που ονειρεύεσαι να πίνεις την μπιρίτσα σου, και να σε νταντεύουν κάπου πιο μακριά από τον τόπο της κακιάς σύμπτωσης, να την η σύγχυση. Διότι ο κύριος και αγαπητός φίλος δε θέλει λέει να...δεσμευτεί!!!
όχι, όχι με εσένα! Με εσένα πολύ θέλει να βγει, και πολύ χαλάστηκε που του ‘ρχεται μποναμάς η άλλη από άλλη κωμόπολη, και τώρα ο αυτός που δε θέλει τη δέσμευση, πώς θα το πει σε εκείνη που θέλει τη δέσμευση και κάνει η έρμη τα χιλιόμετρα, ότι από σατανική σύμπτωση έρχεται φίλη αθώα, ολίγον στα μαύρα της, και πολύ θα επιθυμούσε να πίνει μπυρόνια με την ολίγον μπλου που και ακίνδυνη είναι, και καμιά διάθεση για δέσμευση ούτε κείνη έχει. Αλλά πώς τα φέρνει η ώρα και μπερδεύονται τα πράγματα, που άλλα θες, άλα κάνεις, άλλα λες, και άλλα σκέφτεσαι.
Ε, λοιπόν εκεί έχει χαθεί η μπάλα.
Του Έλληναρα η μπάλα εκεί έχει ακριβώς χαθεί. Ηλικιακά κάπου μετά τα πρώτα –άντα.
Καμένη και χαμένη περίπτωση.
Διότι ρε συ, κι εκείνος αγάπησε και ερωτεύτηκε σφόδρα κάπου κει στα είκοσι τόσο , και μετά κάτι έγινε...και μετά κόλλησε η βελόνα, και είπε τώρα που ψυλλιάστηκε πώς δουλεύει το σύστημα...θα το δουλέψει κι εκείνος το σύστημα. Και το δούλεψε.
Και προκοπή δεν είδε.
Γιατί πόσες να τιμολογήσεις, ματάκια μου, πόσες!
Και άντε και τιμολόγησες. Όταν θα σου ‘ρθει η εφορία, να σε δω.
Εκεί κάπου στα δεύτερα άντα, που θα ‘χετε γίνει τρεις. Και θα βαριέσαι ασύστολα και θα περιμένεις να αρχίσει το Τσαμπίον λιγκ, μπας και χαμογελάσει το χειλάκι σου.
Και που η άλλη θα ξημεροβραδιάζεται γκρουπόν και θα τρέχει από κομμωτήριο σε κομμωτήριο μπας και δεήσεις και την δει!
Γιατί αγαπητέ μου -αραντάρη, ίσως μέχρι τότε έχω φάει κι εγώ κόλλημα με το γκρουπον, αλλά ρε συ...εσένα δε σε έπρηξα ρε συ!
Για μια μπίρα ήθελα να σε βγάλω, χωρίς προικοσύμφωνα και συμπαρομαρτούντα.
Αλλά εσύ κάπου μπερδεύτηκες και αντί να βγεις για μπύρα, βγήκες για...κουστούμι γαμπριάτικο.
Γιατί ρε συ, πώς πώς σου ξέφυγε...πώς!
Και από απλή τιμολόγηση, τιμολόγησες όλο το Μεντιτερανέ με την πισίνα αντάμα.
Πώς βρέθηκες εσύ να συζητάς για τονικότητες στο τούλι και σαμπάνιες σε ποτήρι τουλίπα ή ανοιχτό, να είμαστε ειλικρινείς, αγάπη...ποτέ δεν κατάλαβες.
Μια Μύκονο ήθελες απλά να χτυπήσεις, να αράξεις το κουρασμένο σου κορμί, Αύγουστο μήνα μαζί με τα τζιτζίκια να χαλαρώσει πίνοντας τη Χοσέ Κουέρβο σου και βρέθηκες...ολίγον ..έγκυος!
Μα κι εσύ βρε αγόρι μου, δεν είδες ποιες μέρες είσαι γόνιμος να τις «πηδήξεις»?? Ε? Ε?
Και δες πού καταλήξαμε...
Τζάμπα η κλασική ή μη παιδεία. Τζάμπα τα μεταπτυχιακά και τα μεθύσια μπας και γίνεις άνθρωπος, τότε με τα πάινς στη γηραιά Αλβιώνα.
Τίποτε εσύ, τίποτε.
Όλα τα ξέχασες στο άκουσμα ενός Γονίδη, όλα τα έσβησες όλα. Εκτός από την προφορά! Αυτήν, αγάπη δεν μπόρεσες να την αγοράσεις σε καμία μποντ στρητ, σε καμία!!ευτυχώς! άσε και κάτι στο έρμο το Αγγλάκι να έχει να πορεύεται και τούτο. Στον μάταιο τούτο κόσμο.

Ρημπούτ γενικό έκανες σα γύρισε στα πάτρια. Μην τυχόν και δεν εγκλιματιστείς. Μην τυχόν.
Τζάμπα το χωράφι της γιαγιάς που ‘γινε συνάλλαγμα τότε πίσω πριν το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, που όχι δεν κατάφερε να σε κάνει ευρωπαίο πολίτη ούτε στο νυχάκι, ούτε.
Μόνο μέχρι τα...Μπολσόι σε πήγε...και πάλι αυτά φέρνουν ολίγον προς ανατολικό μπλοκ, που τόσο πιο άνετα σε κάνει να νιώθεις.
Και επιτέλους αποφάσισε!
αν όντως βοήθησες τον Ευρωπαίο να κατέβει από το δέντρο...εσύ γιατί παλικάρι μου,..ανέβηκες πάλι πάνω στο δέντρο? Γιατί?

Σου άρεσε η θέα?? Ή έχασες τον Παρθενώνα λόγω της αντιπαροχής και κει πάνω όσο να ‘ναι , πάνω στο δέντρο μια καλύτερη βίστα την έχεις!!
Στο ένα χέρι τη βίστα, και στο άλλο τον εσπρέσο φρέντο με δυό και μισό παγάκια και ζαχαρίνη αχτύπητη.
Ε ψιτ..κύριος...στο Μεδιολάνο που τόσο θαμάζεις κάθε Απρίλη...πίνουν τον εσπρέσο ακόμη ζεστό και αχτύπητο...
Πού χάθηκες. Πού μπέρδεψες την μπάλα??
Και να σου πω...το κομπολόι με το καγιέν, ρε συ..δεν πάει...πώς αλλιώς να σου το πω?!
Και πόσα άλλα...
Πόσα...άλλα.
Άσ’το κουράστηκα. Νύσταξα. Και το στοίχημα το κέρδισα εξάλλου.
Πήγα μόνη μου, γυναίκα πράμα, χωρίς να ενοχλήσω κανέναν και να με ενοχλήσει κανείς, στο μαγαζί που άλλο τέτοιο δεν έχει στο δικό μου κόσμο.
Το κρασάκι μου το ήπια. Και τώρα ξέρεις..νύσταξα.
Και  πάω.
Και καληνύχτα θα σου πω.
Ξέρεις γιατί?
Γιατί το ξεσκαρτάρισμα θέλει καιρό και υπομονή.
Και αν με έβλεπες, να ξέρεις ότι χαμογελώ.
Βλέπεις η ζωή ποτέ δεν ήταν παράξενη. Μόνο τρυφερή ήταν, μόνο.
Τόσο τρυφερή να σε διώχνει από τον τόπο σου, ακριβώς για να μην πονέσεις.
Καταπληκτικό.

σκονισμένα μονοπάτια, δρύινα τραπέζια, και φως πορτοκαλί. και ευχαριστώ.

βιάζεσαι.
και εγώ.
πας, έρχεσαι.
και εγώ.

αγχώνεσαι. καθημερινότητα, βλέπεις...

βλέπω.

έχει υγρασία.
κάνει κρύο.

έχει ωραίο φωτισμό.
έχει ωραίο φωτισμό.

κάθεται στο τραπέζι.
κάθεσαι στο τραπέζι.

και μετά στοπ.

ευγενικά. απλά. πλουσιοπάροχα.

χωρίς να φοβάσαι.
χωρίς να σκέφτεσαι πολύπλοκα.
χωρίς τίποτε περιττό.

ανθρώπινα.
με συνέχεια.

η συνέχεια, είναι μια λέξη πολύ δύσκολη.

εκείνη, η γράφουσα, έχει χάσει το νήμα, αρκετές φορές.
στη γιορτή της, το ξαναβρήκε.
και ξαναχαμογέλασε.

σήμερα που εσύ δεν μπορείς να γελάσεις δυνατά, εκείνη θα σου πει αυτό.
δεν είναι δικό της.
υπάρχουν τραπέζια γιορτινά ή όχι τόσο γιορτινά και πας ή δεν πας. και είσαι εκεί, και καμιά φορά δεν είσαι εκεί
και γω, κάθομαι απέναντι, και συ είσαι τόσο μα τόσο μακριά
και είναι κρίμα

γιατί ίσως σε γέννησα
ίσως σε μάλωσα
ίσως έκανα λάθη
ίσως χτύπησα την πόρτα του αυτοκινήτου
ίσως δεν σηκώθηκα από το τραπέζι

και σίγουρα με αγαπούσες
και σίγουρα με σκέφτηκες
και σίγουρα με νοιάστηκες
και τώρα ίσως να φεύγεις.

και αν μπει τελεία, εκείνη η πιο τελευταία, που δεν αλλάζει με τίποτε, θα ήθελα να με θυμάσαι ότι σε αγάπησα, και στη φωνή σου, στο γέλιο σου, χαμογέλασα.
αν μπει εκείνη η τελεία, μακάρι στα δάκρυα σου, να μη χρειάζεται να βάλεις τα λόγια που δεν είπες.
ξέρεις, εκείνα που τόσο τα χρωστούσες.
μακάρι να μη χρωστάς. τη σκέψη σου. να μην.

αφιερωμένο γλυκά στον Βασίλη.
αφιερωμένο δίκαια και γλυκά σε δίκαια ερωτεύσιμους άντρες. για τη συνέχεια με την οποία με τιμούν.
αφιερωμένο στη γιαγιά μου, γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να είστε μαλλωμένοι, μου είπε κάποτε.