Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

the wind is dancing the wheat.how?

Ασύνδετες σκέψεις, ίσως και όχι.
Σήμερα είναι Δευτέρα.
Αν ήταν μια Δευτέρα πριν εννέα χρόνια θα χτυπούσε το θυροτηλέφωνο, θα άνοιγε την πόρτα, θα την έβλεπε να στρίβει στο διάδρομο, θα χωνόταν στην αγκαλιά της. Θα με αγαπούσε...
Τα κουφώματα θα είχαν μόλις αλλάξει.
Το χρώμα θα ήταν τερρακότα και ο Μόραλης, των Νέων, καδραρισμένος σε ξασπρισμένα, άγριο ξύλο.
Χτες, μόλις χτες θα είχαν πέσει οι Πύργοι.
Αν ήταν εκείνη η Δευτέρα, η αγκαλιά της θα μοσχοβολούσε λινό ιρλανδέζικο, θα ήταν ένα λευκό ολόδικό τους, θα είχε προηγηθεί ένα καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι στο παλιό κέντρο, οι δυο τους, μόνο οι δυο τους.
Θα τα ξεδίπλωναν στον πάγκο, τα χέρια της αφημένα απάνω τους, πάνω στα λινά. Τα μάτια της, αφημένα πάνω μου, ένα γαλάζιο φωτεινό. Όλο το γαλάζιο αφημένο πάνω μου.
Συμφωνία.
Αν ήταν καλοκαίρι, θα είχαν συμφωνήσει.
Λιτό.
Αν σ'αγαπούσε θα άφηνε τους μπαξέδες, το Γαλατά Σεράι, θα συμφωνούσε στο λιτό.
Θα την ζόριζα να βάλει το πλουσιοπάροχα,... στην υποχώρηση!
Πλουσιοπάροχα.

Υπάρχουν κάτι συμφωνίες, ακριβέ μου αναγνώστη, που χώνονται βίαια μέσα στο αζούρ, κάτι συμφωνίες απάτητες, κλείνονται κάτι μεσημέρια τίγκα σε έναν ήλιο κίτρινο.
Ένα κίτρινο ζεστό, να πονάει.
Υπάρχουν κάτι συμφωνίες, σιωπηλές που πέφτουν κόκο τον κόκο, μια άμμος που βρυχάται μέσα σου.
Η Υποταγή.
Ο χρόνος. Ο χρόνος. Ο χρόνος.

Πάρε τα λινά, γύρνα με πίσω στο κακάο. Θέλω το κακάο. Πάρε, πάρε τα λινά, χρόνε, χάρισμά σου.
Γύρνα με, γύρνα με πίσω.
Γύρνα με στην Παρασκευή. Γύρνα τον χρόνο σε βρεγμένες Παρασκευές, γύρνα το χρόνο, άσε να ανοίξω την πόρτα, άσε να ανέβω τα σκαλιά, άσε να έχω μόλις φτάσει.
Να είναι η ζωή όλη μπροστά μου, η Θεσσαλονίκη 35 χιλιόμετρα πίσω μου, και να μην έχει συμφωνίες.
Να έχει μόνο έναν ήλιο χαραγμένο πάνω σε ζυμάρι λεπτό, απλωμένο σε τραπέζι μελαμίνης.
Και οι αγκαλιές,....οι αγκαλιές να μοσχοβολάνε μόνο βιτάμ λιωμένο.Μόνο.

Πώς μοσχοβολάει το λινό? πώς μοσχοβολάει το ιρλανδέζικο λινό?
Δε θέλει, δε θέλει χρόνε, δε θέλει...αλλά θα μάθει.
Γιατί, γιατί, γιατί, με κοιτάς έτσι. Γιατί καν δε της μιλάς?

Η μαμά και ο μπαμπάς ετοιμάζονται να διασχίσουν τον ωκεανό.
Η έκθεση θα μετακομίσει δυτικά.
Κι εμένα τα μαλλιά μου είναι αφημένα...φουφουλά, όπως τόσο με παρακαλούσες.
Όχι, κανα δυο κιλάκια, δεν έβαλα...
Και χτες, μόλις χτες κράτησα για δεύτερη φορά την Σοφία - Αλεξάνδρα στην αγκαλιά μου.

Γιαγιά, χρειάζομαι να μαζέψω όλα τα χρώματα, τα μπαχάρια και τις μυρωδιές όλων των λινών του κόσμου.

Dedicated to my mom's mom for engraving a bouquet of memories, which smell like the Irish wheat, inside my mind.
Especially dedicated to the one to whom belongs all the greenish hues, and the salty wind, and the scenic views, that are dancing inside my mind.