Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

K as Kostis

Χειμώνας, απογευματινοί, τελευταία ώρα γυμναστική...να ήταν Πέμπτη, να ήτανε Παρασκευή, δε θυμάμαι. Μέρες κοντές, άσπρα φώτα από τα παράθυρα να φωτίζουν έμμεσα την αυλή. L'empire des lumiéres, Magritte, αυτό. Οι μόνες σχολικές ώρες που θυμάμαι με νοσταλγία, ξεχείλιζαν ήδη νοσταλγία και ρετρό, από τότε. Παίζαμε Βόλλευ, φορούσα Bordeaux φόρμα, εκείνος...δε θυμάμαι! Το γέλιο του θυμάμαι. Μια παρτίδα βόλλευ, τον έβαλε στη ζωή μου. Γυμνάσιο, ήταν παναθηναϊκός, δεν ήτανε συχνά τέτοια φρούτα στο 14ο. Είχε ήδη προλάβει να χτίσει και μια ιστορική μνήμη...ελέφαντα. Θυμότανε κάτι επεισόδια που συνέβαιναν στον Ηρόδοτο, στον Ξενοφώντα, στους Περσικούς πολέμους, με την ευκολία που εμείς οι άλλοι θυμόμασταν επεισόδια στην «Τόλμη και γοητεία». Αldebaran...πότε ναι, πότε όχι. Στην «αλυσίδα» της νιότης μας, η Κατερίνα να τον ρωτάει ερωτήσεις Foibe’s κι εκείνος να μας διηγείται αξημέρωτα ξυπνήματα για κυνήγι. Ακόμη ονειρεύομαι να περπατάω μέσα στην υγρασία, να σκουντουφλάω στα αξημέρωτα μονοπάτια, μόνο και μόνο για τα τσιμπούσια με τον μπαμπά του, εδώ και είκοσι χρόνια εξακολουθώ να πιστεύω ακράδαντα ότι τα καλύτερα χωριάτικα λουκάνικα θα τα φάω με τον μπαμπά του. Όπως επίσης και ότι την καλύτερη Heineken θα την πιω κάπου στην Ευρυτανία και όχι στη ζυθοποιεία του Amsterdam. Αν κάτι ξέρω περασμένα τα 33, είναι ότι θέλω να πάω για κυνήγι για να γευτώ επιτέλους εκείνα τα λουκάνικα και την πράσινη!
Τον κοιτούσα χτες, να κάθεται εκεί απέναντι μου, φορούσε Bordeaux, ένα Bordeaux ανάμεσα στο πράσινο της Αγγελικής και το μπλε του Κώστα. Του πάει το Bordeaux. Με φόντο το γαλάζιο. Περασμένα τα 33, μια χούφτα από τους παιδικούς μου πιο στενούς στενούς φίλους, αναρωτιέται γιατί ακόμη δεν έχουμε κάνει ιστιοπλοϊα. Γιατί η ιστιοπλοϊα ξεκινάει στα early 30’s, just been singles again, after the first divorce, εξηγεί. Γελάω, μ’ένα γέλιο παιδικό, μόλις με φωτογράφισες, του λέω! Αποφασίστηκε κοινή συναινέσει, να πάω να γραφτώ στο ΝΟΘ ως «η αυτή που δεν τη φοβάται κανείς», και ως η πρώτη «single again», ώστε του χρόνου να τους οργανώσω τουρ εν πλω.
3ήμερα, τους λέω, μόνο 3ήμερα, γιατί εγώ δε πετάω στη θάλασσα 20 χρόνια φιλίας, θα σκοτωθούμε, κάτι ο ήλιος, κάτι τα mojitos, κάτι το απέραντο γαλάζιο, κάτι ότι «έχω τα νεύρα μου τελευταία», είναι σίγουρο θα σφαχτούμε και δε μας παίρνει, τουλάχιστον εμένα δε με παίρνει, περασμένα τα 33, να το κάψω το καλό το χαρτί! Φραπέδες, milkshake μπανάνας, βανίλιας, γρανίτες και μπισκότα σοκολάτας. Σ’ ένα τραπέζι γεμάτο χρώματα, μ’ εμένα να πίνω φραπέ αντί για κάτι πρωτότυπο, μεσημέρι Σαββάτου καλοκαιρινό, με όλη τη θεσσαλονίκη να λιώνει στα beach bars της Χαλκιδική, συγκεντρωμένη στο θαλασσί, μια χούφτα οικειότητα.
Περπατάω δίπλα σ’ ένα Bordeaux, σ’ ένα χρώμα που το γνωρίζω σχεδόν 20 χρόνια. Περπατάω μ’ένα κίτρινο λεμονί, σαγιοναρίτσες, σορτσάκι παραλλαγής, και ασορτί κίτρινη όζα. Με πειράζει, υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση για εκείνον που με ξέρει από δεκατεσσάρων. Ξέρει πώς πρέπει να περάσω και από το κίτρινο. Κανονικά, το κίτρινο, δεν είμαι εγώ...εγώ είμαι εκείνη που κάθεται στη βεράντα του, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, όχι συχνά, ανάμεσα στους πιο στενούς, είμαι εκείνη που εκστασιάζεται με ένα συγκεκριμένο gadget που έχει στο σπίτι του. Στο σπίτι του, έχουμε κάνει τα πιο ωραία, ανέμελα πάρτυ περασμένα τα πρώτα –άντα. Στο σπίτι του, καπνίζω πούρα, μόνο εκεί, στην οικειότητα, γιατί μόνο η οικειότητα βλέπει πίσω από το κίτρινο, το στενό t-shirt, το fancy, το επιμελώς ατημέλητο ή το επιμελώς περιποιημένο.
Περπατάμε στη Σοφούλη, έχω μια φαεινή ιδέα, θέλω να ανταλλάξω κάτι, σκέψου το, του λέω, μόνο για το καλοκαίρι! Ο χρόνος τώρα πια μας πιέζει, αντί για μπυραρίες, σούπερ μάρκετ, αντί για συναισθηματικά, συζητήσεις για υποτροφίες. Τον αποχαιρετάω έξω από τον Βασιλόπουλο. Χαμογελάω, εκεί μέσα στον Βασιλόπουλο, Σάββατο απόγευμα, περιπλανιέται ένας από τους πιο πιο στενούς μου φίλους. Χαμογελάω, 33 Φλεβάρηδες μετά, χαμογελάω γιατί υπάρχουν φιλίες με ονομασία προέλευσης. Και οι άτιμες παλιώνουν ωραία, πολύ ωραία! Ξεκάθαρα!